Από τη μνήμη στην συμφιλίωση

Η επέτειος της ανατίναξης της γέφυρας στο Γοργοπόταμο (25/11/1942) από τις ενωμένες δυνάμεις της εθνικής αντίστασης κατά των γερμανών, επελέγη από το ελληνικό κοινοβούλιο ως η ημέρα εκδήλωσης της καθολικής αναγνώρισής της. Η μοναδικότητα αυτής της επιλογής αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα αλλά και το «διδακτικό» του θέματος: μια αντίσταση «δια τρία» έδωσε το μεγαλείο της κοινής δράσης για κοινούς σκοπούς στις 25 Νοεμβρίου 1942. Σήμερα στην Ελλάδα είναι η ημέρα τιμής για το ενιαίο του αγώνα κατά της ναζιστικής θηριωδίας.

Εκτιμώ ότι αυτό το παράδειγμα αφορά απολύτως την Κύπρο. Στην πατρίδα μας εδώ και μισό αιώνα κυριαρχούν οι μερικές εκδηλώσεις μνήμης, τα δάκρυα αφορούν τους «δικούς μας ήρωες», αδιαφορούμε για τον ήρωα της διπλανής πόρτας, η μνήμη είναι περιοριστική γιατί ελέγχεται από περιοριστικές πολιτικές.

Σε μια σειρά από εκφράσεις του καθημερινού κοινωνικού βίου  στην Κύπρο (ψυχαγωγία, πολιτισμός, αθλητισμός, συνδικαλισμός) η κοινωνική διαίρεση επιβλήθηκε ως μέρος του ψυχροπολεμικού κλίματος εκείνης της περιόδου- δεκαετία του ΄40. Σήμερα συντηρείται αδιατάρακτα επειδή κατάφερε να επιβληθεί ως «φυσική» εξέλιξη μιας ανάποδης κοινωνικής οργάνωσης –δεξιό και αριστερό ποδόσφαιρο, καφενεία, μπύρες, κρασιά, συνδικάτα δια  δύο και – ακόμα πιο τραγικό, δυστυχώς!- ήρωες δια δύο…

Το κλίμα του ανάποδου δείχνει το πιο ακραίο του πρόσωπο στο ζήτημα της αποτίμησης της ιστορικής μας πορείας. Η τιμή στους ήρωες των αγώνων του λαού μας για εθνική και κοινωνική ανατροπή διαιρείται και αυτή με βάση την κομματική προτίμηση, συνεπώς οδηγεί στη μερική τιμή που συνδέεται αυτόματα με τον μερικό αποκλεισμό. Τα δάκρυα συνδέονται με ορισμένες ιδεολογικές επιλογές και οι αποκλεισμοί συνδέονται επίσης με την επιλογή της επιβολής της κομματικής άποψης πάνω στην ενιαία κοινωνική εξέλιξη.

Αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο το πώς η κυπριακή κοινωνία συμφιλιώνεται με τον ιστορικό της εαυτό, αλλά συνδέεται  επίσης και με το πώς σήμερα διαχειρίζεται το πολιτικό της κεκτημένο έτσι  όπως διαμορφώθηκε μέσα από τους αγώνες και τις θυσίες των παιδιών του λαού της.

Είναι ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα το πώς θα τεθεί σε δημόσιο προβληματισμό το εκκρεμές της ιστορικής συμφιλίωσης ανάμεσα στους ελληνοκύπριους με τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορική μας διαδρομή. Από τα Οκτωβιανά στους  μεγάλους εργατικούς αγώνες κατά των άγγλων κατακτητών. Από τον ηρωϊκό αγώνα   του 1955-59 στις θυσίες για την υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας του 1971-74. Από  τους ανώνυμους και επώνυμους  ήρωες του 1974 για να μην περάσει ο Αττίλας στους αγνούμενους από την τουρκική εισβολή.

Αυτή η πορεία χρειάζεται να γίνει ενιαίος λόγος μνήμης και τιμής για όλους εκείνους που σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικά μέσα έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για την κυπριακή ελευθερία. Άλλωστε αυτό είναι και το πραγματικό νόημα μιας ανθρώπινης θυσίας- η διάθεσή της στο συλλογικό/οικουμενικό  αγαθό.

Στο πραγματικό επίπεδο η προώθηση μιας τέτοιας άποψης απαιτεί μια σειρά από πρωτοβουλίες, κινήσεις, αλλαγές σε ορισμένα επίπεδα-πολιτική βούληση, δημόσια συζήτηση, νομοθετική πρωτοβουλία, αλλαγές στη σχολική προσέγγιση. Στο συμβολικό επίπεδο χρειάζεται η κυπριακή οικοδόμηση ενός «Μνημείου Ελευθερίας» ( το κυπριακό ανάλογο του Μνημείο του «Αγνώστου Στρατιώτη») που θα αποτελεί το κεντρικό σήμα-μνημείο για την αποτίμηση της οφειλόμενης μνήμης στους ήρωες της μιας και ενιαίας κυπριακής ελευθερίας με τις διαφορετικές κάθε φορά πολιτικές επιλογές και στόχους της, σε μια εξελισσόμενη ιστορική διαδρομή. Η Κύπρος δεν διαθέτει τέτοιας ποιότητας απρόσωπο μνημείο και οι σημερινές επιλογές αφορούν σημαντικά πρόσωπα που απλώς βεβαιώνουν ότι πρέπει να περάσουμε στη θεσμική μνήμη, αυτήν  που υπερβαίνει τα προσωπικά μεγέθη και απευθύνεται στην θεσμική σκέψη των πολιτών.

Δεν είναι εύκολη μια επιλογή καινούριας πορείας γιατι η «παράδοση» είναι κτισμένη από τα συμπαγή υλικά του κοινωνικού διπολισμού που κυριαρχεί για 50 τόσα χρόνια. Συχνά ότι δεν βολεύει τη σταθερότητά του αγνοείται. Το βασικό ερώτημα παραμένει η δημόσια συζήτηση, να εκτεθούν σε αυτήν τα διαφορετικά επιχειρήματα και αναζητηθεί μια άλλη αντίληψη στα πράγματα. Οι κοινωνίες που προοδεύουν είναι εκείνες που τολμούν να συμφιλιωθούν με τον ιστορικό τους εαυτό όπως ήταν κάθε φορά- με τα λάθη και τις παραλείψεις του, με το μεγαλείο και τις κατακτήσεις του. Να είναι αυθεντικές  για να μπορούν έτσι να ανοίγουν νέους δρόμους. Να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο με περισσότερη δύναμη, συνεπώς μέσα  από τη δυνατότητα για νέες κατακτήσεις απέναντι στις σημερινές προκλήσεις.