Δημόσια εκδήλωση με θέμα: “κριτική σκέψη, εκπαίδευση και δημοσιογραφία”

Να συγχαρώ εξ αρχής την Σχολή Φόρουμ για την πρωτοβουλία της να συνδιοργανώσουμε την σημερινή ημερίδα. Μια πολύ καλή πρωτοβουλία πάνω σε τρεις συγγενικούς άξονες: εκπαίδευση, δημοσιογραφία, κριτική σκέψη.

Γίνεται πολλή συζήτηση για την κατάσταση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Είμαι από εκείνους που εκτιμούν ότι καθυστερήσαμε πολύ να κατανοήσουμε τη σημασία της παιδείας των ανοικτών οριζόντων.

Η αλλαγή πολιτικής σημαίνει σχέδιο για να έχουμε σχολείο που να βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν περισσότερο τις κριτικές τους ικανότητες, να μπορούν να διαχειριστούν κριτικές απόψεις και γι’ αυτό το σύστημα χρειάζεται αλλαγές στον τρόπο που το συγκροτούμε. Η μεταρρύθμιση της παιδείας είναι αναγκαία. Χρειάζεται μεγάλους και μικρούς ηγέτες, χρόνο, συνέχεια, πρόσωπα που να την πιστεύουν. Χρειάζεται η Κύπρος τη συνεχή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση γιατί οι νέες γενιές είναι αναγκαίο να αποκτήσουν όλα εκείνα τα εφόδια που θα τους επιτρέπουν να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους και να συναγωνισθούν με ίσους όρους τους άλλους ευρωπαίους νέους, με τους οποίους «συγκατοικούν» στο Κοινό Ευρωπαϊκό Μας Σπίτι (ευρωπαϊκά προγράμματα για την ανταλλαγή μαθητών και γνώσης, ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, ηλεκτρονική εποχή, νέες μορφές απασχόλησης).

Είναι καιρός να μιλήσουμε με θάρρος για νέα, ρεαλιστικά οράματα, για νέες προκλήσεις που η εποχή μας θέτει. Η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον δεν επιτυγχάνεται με την ατέρμονη επανάληψη γνώσεων, που έχουν ξεπεραστεί, αλλά με αποφασιστική αντιμετώπιση των προκλήσεων του σημερινού περιβάλλοντος. Η παιδεία των ανοικτών οριζόντων και της κριτικής σκέψης είναι εκείνη που θα βοηθήσει την Κύπρο να αλλάξει το ρου των πραγμάτων και να ξεπεράσει αγκυλώσεις δεκαετιών. Η ρεαλιστική ανάγνωση ενός πλαισίου μεταρρυθμίσεων απαιτεί προγραμματισμό για να οργανώσουμε την κοινωνία και την παιδεία μας πάνω σε ένα διαφορετικό πλαίσιο εξέλιξης.

Τίθεται συχνά το ερώτημα: τι είναι δημοσιογραφία; Ποια είναι η αποστολή της;

Στη δική μου κρίση, η καλή δημοσιογραφία λειτουργεί ως ο «ενδιάμεσος» ανάμεσα στον πολίτη και τις ειδήσεις. Η καλή δημοσιογραφία βασίζεται στις αρχές που έχουν καθιερώσει οι μεγάλες δημοσιογραφικές σχολές.

Αρχές όπως ο σεβασμός στην αλήθεια, η αμερόληπτη παρουσίαση των ειδήσεων, η ακρίβεια και η αντικειμενικότητα στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Ο δημοσιογραφικός λόγος διευκολύνει τον αναγνώστη να κατανοήσει φαινόμενα που τον περιβάλλουν. Η δημοσιογραφία βασίζεται στην έρευνα, στις πηγές, στη διασταύρωση των ειδήσεων, στο σεβασμό στη δεοντολογία. Η δημοσιογραφικός λόγος οφείλει να μαθαίνει τους αναγνώστες να σκέφτονται, να τους δίνει την απαραίτητη ύλη για να κρίνουν, να συγκρίνουν, να γίνονται πολίτες με κριτική άποψη.

Άρα, η δημοσιογραφία προβάλλει όσα συμβαίνουν γύρω μας, ελέγχει, εκφράζει κριτικές παρατηρήσεις για όσα κρίνει ως αδυναμίες ή λάθη απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας.

Σε κανέναν δεν διαφεύγει ότι στο χώρο των ΜΜΕ σε όλες τις χώρες, αντιπαρατίθενται οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα, γραμμές που εκφράζουν μια εκδοτική ή διευθυντική ομάδα. Σοβαρά ζητήματα παραμένουν εκκρεμή και συνδέονται με την έκταση της ελευθερίας του δημοσιογράφου και των απόψεων της ιδιοκτησίας σε ένα Μέσο. Δύσκολα θέματα, πιο δύσκολες απαντήσεις, για όλες τις χώρες.

Κρίσιμο είναι το ζήτημα της εξέλιξης της δημοσιογραφίας στην Κύπρο. Στην κορυφή του βρίσκεται η προσπάθεια για τη διαρκή επιμόρφωση και αυτομόρφωση των δημοσιογράφων, η συνεχής επαφή τους με τα νέα φαινόμενα, η διαρκής μάχη για την ενημέρωση, το ανώτερο επίπεδο. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να έχουν τα εφόδια να εξηγούν, να συμβάλλουν έτσι στην κατανόηση όσων μας περιβάλλουν. Δημοσιογραφία δεν είναι μόνο τι τρέχει, αλλά και γιατί τρέχει, ποιες επιπτώσεις θα έχει αυτή ή εκείνη η εξέλιξη, τι πιθανόν να επηρεάσει τη δική μας πορεία.

Θέλω να πω με μεγάλη σαφήνεια ότι υστερούμε στον τομέα αυτό, έχουμε δρόμο να διανύσουμε.

Δημοσιογραφία και παιδεία συγκατοικούν σε κοινές και διαφορετικές βάσεις. Διάσημο παραμένει το γλωσσικό θέμα:

Η παραδοσιακή αντίληψη ότι το σχολείο είχε την ευθύνη της γλωσσικής αγωγής έχειι μερικώς αλλάξει. Σήμερα τα ΜΜΕ επηρεάζουν το γλωσσικό αισθητήριο κάθε πολίτη εξίσου αποφασιστικά με το σχολικό περιβάλλον.

Η δημοσιογραφική γλώσσα διδάσκει, όσο στα παλαιά χρόνια δίδασκε ο παλαιός δάσκαλος. Μαζί με το σχολείο, σήμερα παρεμβαίνουν ο τηλεοπτικός λόγος, η γραφή στις εφημερίδες, ο ραδιοφωνικός λόγος, η περιγραφή αθλητικών συναντήσεων, οι ενημερωτικές-ψυχαγωγικές εκπομπές. Αυτά είναι βασικά παραδείγματα για το πως διαμορφώνεται το γλωσσικό μας αισθητήριο σήμερα.

Τα ΜΜΕ χρειάζεται να λαμβάνουν μέτρα για την ορθή/πλούσια/ χρήση της ελληνικής γλώσσας σε καθημερινή βάση. Είναι σκόπιμη η πρόσληψη ειδικών επιστημόνων, είναι ωφέλιμη η διοργάνωση ειδικών σεμιναρίων σε όλα τα ΜΜΕ.

Σε ότι αναλογεί στο ΚΥΠΕ αναφέρω ότι οργανώσαμε διήμερο σεμινάριο με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα και Δημοσιογραφία» στις 18 και 19 Νοεμβρίου 2014, σε μια προσπάθεια βελτίωσης του έργου των δημοσιογράφων του ΚΥΠΕ. Εκπαιδευτής ήταν ο δημοσιογράφος Νικόλας Βουλέλης, ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια Αρχισυντάκτης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Τον επόμενο μήνα, τον Απρίλιο 2016, οργανώνουμε νέο κύκλο εκπαίδευσης για τη γλώσσα με στόχο τη βελτίωση της δημοσιογραφικής έκφρασης σε σχέση με τη γραφή, την πρόταξη, τη δομή και τους τίτλους.

Η τεχνολογική επανάσταση δίνει το ρυθμό. Η εποχή της μονολιθικότητας δεν υπάρχει, η μονομέρεια στη γνώση, το σχολείο του «ενός βιβλίου» δεν υφίσταται. Οι γνώσεις, το εκπαιδευτικό υλικό, το περιβάλλον πλαίσιο, οι «κλασσικές» συνταγές μάθησης όπως τις γνωρίζαμε σε περασμένες δεκαετίες, έχουν αλλάξει.

Ο μαθητής διαθέτει απίστευτες πηγές γνώσης, ο πολίτης επιλέγει με πιο απαιτητικά κριτήρια.

Οι πολίτες έχουν πλέον κάθε δυνατότητα να γνωρίζουν. Το Διαδίκτυο και Νέα Μέσα ανατρέπουν παραδοσιακές πεποιθήσεις. Ο πολίτης έχει πλέον νέες λύσεις στα χέρια του. Θα βρει τα πάντα στο διαδίκτυο, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, γίνεται κάθε μέρα ο ίδιος ένας ιδιόμορφος «ατομικός δημοσιογράφος».

Η νέα γενιά δεν συχνάζει στο περίπτερο, αλλά κάθε μέρα επικοινωνεί με χιλιάδες φίλους και «ακόλουθους». Σε χρόνο ρεκόρ γίνεται εκδότης μιας on line εφημερίδας, παρεμβαίνει στις συζητήσεις, επηρεάζει εξελίξεις, αισθάνεται μέρος μιας νέας κοινότητας.

Τα πιο πάνω δείχνουν κάτι πολύ σαφές. Σήμερα κάθε πολίτης, κάθε νέος πολίτης αναπτύσσει τη σκέψη του ανάμεσα σε ένα απίστευτο πλήθος από ειδήσεις και εικόνες. Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε αυτό τον σύγχρονο κατακλυσμό;

Στη δική μου κρίση, η λύση βρίσκεται στην ολοένα και μεγαλύτερη δυνατότητα κάθε πολίτη να ελέγχει το πλήθος αυτό, και αυτό προϋποθέτει πολίτες με κριτική σκέψη, πολίτες με ισχυρή δυνατότητα να κρατούν την έλλογη ύλη και να απορρίπτουν τα «σκουπίδια».

Χρειαζόμαστε ένα σχολείο με περισσότερη πίστη στις πρωτοβουλίες, σε δράσεις που ενισχύουν τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης, που ενισχύουν την αυτενέργεια των μαθητών. Χρειαζόμαστε εκπαιδευτικούς που να τολμούν περισσότερο. Ταυτόχρονα χρειαζόμαστε δημοσιογράφους που θα εμπλουτίζουν διαρκώς το επίπεδο της κριτικής τους ανάλυσης, ικανούς να δημιουργούν αναγνωστικό ή τηλεοπτικό κοινό με πιο απαιτητικά κριτήρια.

Το σχολείο από μόνο του δεν αλλάζει μια κοινωνία, ούτε αλλάζει τα πράγματα από μόνη της μια καλή δημοσιογραφία. Ωστόσο, ένας συνδυασμός ανάμεσα στα δύο υπόσχεται περισσότερα. Οι πολίτες αναζητούν σύνθετες απαντήσεις σε πολύπλοκα ζητήματα, όπως γιατί χρεοκόπησε η κυπριακή οικονομία, πού βρίσκονταν οι εποπτικές αρχές πριν από την κατάρρευση, πού θα πάνε οι εξελίξεις στο κυπριακό, τι θα γίνει με το προσφυγικό. Θέτουν ερωτήματα, ζητούν ερμηνείες γύρω από το ποιο σχολείο θέλουμε, απορούν γιατί άλλες χώρες τα καταφέρνουν καλύτερα από εμάς, τι πρέπει να κάνουμε.

Σε αυτή την κατεύθυνση το ΚΥΠΕ εφαρμόζει μια πρακτική που εκτιμώ ότι αποδίδει: κάθε 15 ημέρες μια προσωπικότητα με σημαντικές γνώσεις σε έναν τομέα επισκέπτεται τα γραφεία μας και συναντά τους δημοσιογράφους του Πρακτορείου. Ενημερώνει, απαντά σε ερωτήσεις, πρακτικά εκπαιδεύει τους συντάκτες, συνεπώς ενισχύουμε τη δυνατότητά τους να αποκτούν ειδικότερο γνωσιολογικό βάρος.

Η γνώση, η έρευνα, η καινοτομία και η αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας είναι οι κρίσιμοι παράγοντες για την εξέλιξή μας. Ο πρωθυπουργός της Εσθονίας Taavi Roivas είπε τα εξής σε ομιλία του στη Λευκωσία στις 26 Ιανουαρίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

«Εάν μια χώρα της ΕΕ, θέλει να αναπτυχθεί ταχύτερα από το μέσο όρο της Ένωσης θα πρέπει να κάνει κάτι διαφορετικό, να συμπεριφερθεί έξυπνα και να καταστεί ελκυστική για τους επενδυτές. Και προκειμένου να πετύχει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εργαστεί σκληρά προκειμένου να καταστήσει το επιχειρηματικό κλίμα όσο το δυνατόν πιο ευνοϊκό για τους επενδυτές. Σήμερα εάν κάποιος θέλει να ανοίξει μια επιχείρηση στην Εσθονία θα του πάρει μόνο μερικές ώρες. Το ρεκόρ μας είναι 18 λεπτά. Η φυσική παρουσία των πολιτών σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες είναι μια πρακτική που ανήκει στο παρελθόν. Χρησιμοποιούμε την ηλεκτρονική ψηφοφορία, την ηλεκτρονική ταυτότητα αλλά και στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και σε άλλους τομείς όπως ο τομέας της υγείας».

Κριτική σκέψη αφορά τον κάθε πολίτη ξεχωριστά, αφορά την πολιτεία και τις επιλογές που κάθε φορά επιχειρεί, την πολιτική ηγεσία και ποιαν κατεύθυνση θέλει να δώσει στα πράγματα. Οι κοινωνίες προοδεύουν, και δική μας επίσης. Σήμερα, ωστόσο, στην εποχή της συμμμετοχής στην ΕΕ και των ανοικτών συνόρων, χρειάζεται πιο γρήγορος βηματισμός. Αν δεν αλλάζεις εσύ, αλλάζουν οι άλλοι που ενδιαφέρονται περισσότερο, κάποιος άλλος θα είναι στην πρωτοπορία.

Χρειάζεται τόλμη και ταχύτητα στις αλλαγές.

Λάρκος Λάρκου, πρόεδρος ΔΣ ΚΥΠΕ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, Ιδιωτική Σχολή Φόρουμ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

19 Μαρτίου 2016