Εκσυγχρονισμός και Πατριωτισμός

Η κινούμενη άμμος είναι μπροστά μας. Έννοιες με παραδοσιακή αξία, αλλάξουν περιεχόμενα.  Υπερεθνικές ενώσεις, συστήματα ασφαλείας, οργανισμοί γενικής αναφοράς επιχειρούν να διαμορφώσουν νέους τρόπους σκέψεις και δράσης. Είμαστε παρόντες σε μια γεωπολιτική ζώνη που αναζητά -μέσα από αντιφάσεις και ισορροπίες- μια νέα πολιτική ταυτότητα.

Η ρευστότητα είναι πασιφανής. Η ανάγκη για περισσότερη περίσκεψη, για βαθύτερο, άρα αντιδογματικό προβληματισμό, είναι ακόμα πιο έντονη.

Ποιο είναι το ιστορικό μας χρέος; Ποια η πρώτιστη ανάγκη στο δικό μας σχεδιασμό; Ο Κώστας Σημίτης διατύπωσε μια νέα αντίληψη για το τι είναι πατριωτισμός στη δική μας εποχή. Στην εποχή των ανοικτών οριζόντων, της παγκοσμιοποίησης και του σκληρού ανταγωνισμού, ο ορισμός του Κ. Σημίτη έχει πολυδιάστατη αξία: «Αγάπη προς την πατρίδα, πατριωτισμός σήμερα σημαίνει προσπάθεια και θέληση για τη συνολική ενδυνάμωση της χώρας. Πατριωτικό καθήκον είναι να δώσουμε φωνή και κύρος στη χώρα μας, στις διεθνείς της σχέσεις, με τις θέσεις και τους χειρισμούς μας. Πατριωτική υποχρέωση είναι να δημιουργήσουμε μια οικονομία ανταγωνιστική; να εκσυγχρονίσουμε το κράτος και τις κοινωνικές συμπεριφορές, να προωθήσουμε την κοινωνική συνοχή και την πολιτιστική ανάπτυξη».

Βασικές όψεις αυτής της προσέγγισης έχουν ένα ειδικότερο κυπριακό περιεχόμενο. Επιστρέφουν στο κυπριακό μέλλον: το εθνικό μας ζήτημα για πολλές δεκαετίες κυριολεκτικά σφράγισε την έννοια του πατριωτισμού: Ταυτίστηκε με αυτό – δικαίως, πολλές φορές. Το περιεχόμενο του ωστόσο, χρήζει σήμερα μιας πιο ευρείας ανάλυσης. Πατριωτικό μας καθήκον είναι, απέναντι στην ποσότητα του τουρκικού επεκτατισμού να αντιτάξουμε την ποιότητα του δημοκρατικού μας συστήματος, την ισχυρή άμυνα, την ενίσχυση της συλλογικής μας συνείδησης, την κοινωνική συνοχή και το μεταρρυθμιστικό μας σχεδιασμό.

Αυτό είναι και το πιο ισχυρό εργαλείο πολιτικής: η διαδρομή του Αττίλα να εξελιχθεί σε μια περιπέτεια στρατηγικής για την Άγκυρα με την εφαρμογή ενός εκτεταμένου σχεδιασμού για την ισχυρή Κύπρο. Με αποκέντρωση, με ισχυρή και σύγχρονη δημόσια υπηρεσία, με ριζικές μεταβολές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με ευέλικτη και ανταγωνιστική οικονομία, με γοργή ενσωμάτωση μας στον κόσμο της πληροφορικής.

Το εθνικό μας ζήτημα επιβάλλει ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Η επαρκής πληροφόρηση και η σωστή εκτίμηση αυτής, οδηγούν κατ’ ευθείαν στους τρόπους οργάνωσης του πολιτικού μας αγώνα. Το Εθνικό Συμβούλιο μπορεί να γίνει «ατμομηχανή» της μάχιμης πολιτικής κάτω από ορισμένους όρους: Την στελέχωση του με αριθμό ειδικών, την αξιοποίηση της διπλωματικής μας μηχανής, αλλά κυρίως με την απαλλαγή του από την όποια κομματική ή προσωπική ιδιοτέλεια. Έτσι θα υπάρχουν και οι διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέψουν πρωτοβουλίες διεθνή ανοίγματα, σύγχρονη δράση, συμμαχίες στη βάση κοινών συμφερόντων.

Δεν εισηγούμαι κάτι που αυτομάτως επιλύει προβλήματα. Τίθενται προϋποθέσεις, είναι οι αναγκαίοι όροι για να γίνουμε πιο σοβαροί και πιο αποτελεσματικοί. Ο παραδοσιακός εμπειρισμός, η αντίληψη ότι οι κομματικοί αρχηγοί «κατέχουν» εξ’ ορισμού το κυπριακό αφού το ζουν για πολλές δεκαετίες, αποδίδει συχνά στασιμότητα, αν όχι και διολίσθηση προς την ηρωική περιχαράκωση. Σε περιόδους όπου το κριτήριο του ορθολογισμού χάνει τη μάχη από το εύκολο χειροκρότημα, έχουμε λαμπρά αδιέξοδα όπως μας βεβαιώνει η περιπέτεια με τα Σκόπια γύρω από την ονομασία αυτού του κράτους. Το εθνικό ζήτημα απαιτεί διαφορετικά κριτήρια στη στάση μας. Η ενίσχυση της άμυνας θέλει να συνδυάζεται με αξιοκρατικές πρακτικές, με πολίτες – γνώστες των δυσκολιών, με συμμέτοχους στις αγωνίες και τους αγώνες. Μόνο με επίγνωση των δυσκολιών, με συνείδηση του ιστορικού μας ρόλου, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να τις ξεπεράσουμε.

Ο ιστορικός Θουκυδίδης ερμηνεύει τον πολιτικό Περικλή: «κατείχε το πλήθος ελευθέρως, και ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού, αλλά αυτός ήγε». Και προσθέτει με νόημα: Δεν μιλούσε στο πλήθος «προς ηδονήν», αλλά ήταν σε θέση «και προς οργήν τι αντειπείν». Το πρότυπο του αντιλαϊκιστή ηγέτη, είναι εκείνο που μας είναι απολύτως αναγκαίο για τους καιρούς που έρχονται. Η δημαγωγία, το σαράκι αυτό του νεοελληνισμού είναι συχνά το κατ’ εξοχήν εμπόδιο για να δημιουργήσουμε, να πείσουμε, να ενισχύσουμε τα διεθνή μας ερείσματα.

Έχω την γνώμη πως, είναι καιρός να ανοίξουμε τη σελίδα της αμφισβήτησης σε όψεις του κοινωνικού μας μωσαϊκού. Χρειαζόμαστε μια κοινωνική οργάνωση που να στηρίζει την συνοχή, τις συγκλίσεις, την ενότητα μέσα από την πολυφωνία. Να γιατί στο αλφαβητάρι αυτής της πορείας, είναι η ριζοσπαστική σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες 50 τόσων ετών. Η κοινωνία των μπλε και κόκκινων (ενίοτε και πράσινων) καφενείων, η κοινωνία του μπλε και κόκκινου ποδοσφαίρου, η κοινωνία του κάθετου και οριζόντιου συνδικαλιστικού διπολισμού, η κοινωνία που διασπάται σε πλήθος από αλληλομισούμενες μικροκοινωνίες, είναι ιδεολογικό προϊόν της εφηβικής φάσης του Ψυχρού Πολέμου. Η κοινωνική δυναμική άλλαξε και είναι πατριωτική υποχρέωση να αλλάξουμε και τις κοινωνικές μας συμπεριφορές. Εκτός άλλων, για να εξακριβώσουμε πως στη σύγχρονη εποχή τα επιχειρήματα υπερνικούν την πίστη, ή πως η μάχη των ιδεών και θέσεων είναι υπεράνω της αδιαφανούς συγκρότησης μηχανισμών, οι οποίοι αγωνιούν -ή και αγωνίζονται- για να μείνουν οι πολίτες υποταγμένοι στη μέθη των αριθμών.

Το συνδικαλιστικό μας κίνημα έχει τη δική του διπλή πρόκληση: να οικοδομήσει έναν λόγο ανάλογο με τις δυσκολίες του σήμερα, και να ενώσει τις δυνάμεις του γιατί; χωρίς κοινωνική στήριξη, καμιά πολιτική μεταβολή δεν θα έχει μέλλον. Το συνδικάτο του σήμερα, δεν σημαίνει έναν αυτόματο λόγο υπέρ των κεκτημένων, ή έναν μονότονο λόγο υπέρ του «μέλους μου». Οι γιγαντιαίες μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία, επιβάλλουν και ανάλογες αλλαγές στην συνδικαλιστική πρακτική. Ο «λουδισμός» δεν έδωσε καμιά λύση, άρα και σήμερα είναι δείγμα προς αποφυγήν.

Η απορία πολλών συμπατριωτών περί του κυνισμού στις διεθνείς σχέσεις έχει γίνει συνώνυμη της «Νέας Τάξης Πραγμάτων». Η πραγματικότητα, όμως είναι διαφορετική: Ζούμε σε έναν κόσμο που βασίζει πρωτογενώς τις σχέσεις του στα συμφέροντα και τις ισορροπίες ισχύος. Αυτό το πλαίσιο κίνησης δεν το εφεύρε η Νέα Τάξη, ούτε το έσβησε η Διπολική Τάξη. Ζει για πολλούς αιώνες και το τεκμηρίωσε κατά θαυμαστόν τρόπον ο Θουκυδίδης. Τα ερωτήματα, έτσι, έχουν μια πολιτική αλληλουχία: Πώς τοποθετούνται οι πολιτικές δυνάμεις απέναντι στα υπό εξέλιξη, υπαρκτά συστήματα άμυνας και ασφάλειας στο ευρωπαϊκό χώρο; Ούτε ο συναισθηματισμός, ούτε η καταγγελιολογία επιλύνουν προβλήματα. Χρειάζεται αδογμάτιστη σκέψη, ορθολογιστική ανάλυση, τόλμη και ανάπτυξη της κοινής λογικής για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις, ή να συνδυάσουμε αυτές με πτυχές σε διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού.

Το εκσυγχρονιστικό κίνημα δεν αφορά κάποιες φωτισμένες πρωτοπορίες που, ερήμην της λαϊκής σκέψης, επιχειρούν, με γιακωβίνικο ήθος να επιβάλουν από καθέδρας λύσεις. Το κίνημα του εκσυγχρονισμού είναι, ένα κίνημα πολιτών που ιεραρχεί ως κύριο συστατικό στην δράση του, το αίτημα να αποκτήσει η κυπριακή κοινωνία μια νέα ποιότητα στις λειτουργίες της, ένα πλαίσιο εξέλιξης που θα την φέρει πιο κοντά στις άλλες ευρωπαϊκές, περισσότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες.

Επομένως,  η πολύπλευρη σχέση  Κύπρου-Ε.Ε.  αφορά  τόσο τα αμυντικά/διπλωματικά στοιχεία, όσο και εκείνα που αφορούν την εναρμόνιση μας με πλήθος από στοιχεία της «καθημερινής» Ε.Ε. Αυτό είναι το πλαίσιο, ο χώρος και η πρόκληση για αγώνες, συγκρούσεις, μάχες σε όλα τα επίπεδα.

Προσκλήσεις σε έτοιμα γεύματα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν στην πράξη, όσοι ενδιαφέρονται να προετοιμάσουν το μέλλον τους μέσα σε ευρωπαϊκά πλαίσια, αγωνίζονται γι’ αυτό, και προετοιμάζουν την κοινωνία τους για να δράσει μέσα σε έναν υπερεθνικό σχηματισμό.

Ο ενδημικός λαϊκισμός έχει φθάσει στα ακραία όρια της αντοχής του. Το διεθνές περιβάλλον, ο αγώνας για ένταξη στην Ε.Ε, καθορίζουν εν πολλοίς και τα πλαίσια των αναγκαίων αλλαγών, της έκτασης και της έντασης τους. Η αποσπασματική ικανοποίηση αιτημάτων, οι προεκλογικές εξαγγελίες που διαψεύδονται από τα πράγματα, το πελατειακό σύστημα που ολοένα και διαψεύδει τους στυλοβάτες του, συνιστούν στοιχεία μιας κρίσης του πολιτικού μας συστήματος, της κρίσης της παραδοσιακής πολιτικής και των εκπροσώπων της. Ο αρχηγισμός και τα αρχηγικά κόμματα δεν μπορεί να οδηγήσουν την Κύπρο στην νέα εποχή. Είναι από τη φύση τους σε αντίθεση με το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία στα κόμματα, περισσότερο σεβασμό στη γνώμη των μελών και της συλλογικής τους έκφρασης. Το αρχηγικό κόμμα λειτουργεί συχνά υπό συνθήκες αδιαφάνειας, συγκροτεί μηχανισμούς με εξωθεσμική έκφραση, άρα δεν είναι σε θέση να προωθήσει μείζονος σημασίας στόχους, όπως η μαζικοποίηση και η οικοδόμηση ενός εναλλακτικού συνασπισμού εξουσίας. Η εξάρτηση ή η υποταγή των συλλογικών στόχων στις επιλογές του αρχηγικού τρόπου δράσης, σπρώχνει συχνά στην ιδιώτευση, στην αποχώρηση και στη ματαίωση ελπίδων.

Το αίτημα για εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας είναι ώριμο και μαζικό. Το επιδιώκουν πολλοί Κύπριοι πολίτες, το ψηλαφούν πολύ περισσότεροι. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο σχεδόν όλα τα κόμματα το επικαλούνται, ίσως, γιατί ορισμένοι θέλουν να το εξοντώσουν χρησιμοποιώντας το ως διαφημιστικό προϊόν σε προεκλογικές ημέρες ή ως κατά παραγγελίαν τέχνασμα.

Το κίνημα του εκσυγχρονισμού, είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτική υπόθεση. Σημαίνει πως οι δυνάμεις που είναι σε θέση να προβούν σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην κοινωνία μας, αποκτούν την «πολιτική ηγεμονία», ή στα πλαίσια ενός μεταρρυθμιστικού συνασπισμού εξουσίας έχουν βαρύνουσα θέση στη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός κυβερνητικού προγράμματος. Η μεταρρυθμιστική πολιτική στην Κύπρο είναι το άλλο όνομα της ανανέωσης. Όχι βεβαίως εκείνης της ανανέωσης που θέλει την πολιτική ως υπόθεση μιας εφήμερης απόλαυσης μιας κάποιας προσωπικής επιτυχίας.   Η ανανέωση συνδέεται με πολιτικές που αποβλέπουν στο μονιμότερο, στο μακροχρόνιο συμφέρον της Κύπρου, με την πίστη πως η αλήθεια και η τόλμη ανήκουν πια στον κύκλο της ενότητας που οριοθετεί τους βασικούς κανόνες μιας σύγχρονης πολιτικής δράσης. Ολοένα και περισσότεροι πολίτες κατέχουν την γνώση, κατανοούν συχνά τις περιβάλλουσες εξελίξεις και έχουν την στοιχειώδη απαίτηση η πολιτική πράξη να αποκτήσει ένα ηθικό/παιδαγωγικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Η πολιτική να ορίσει ξανά τον εαυτό της, τους στόχους, τα κίνητρα της.

Μόνο έτσι, θα είναι σε θέση να αποκτήσει ένα στέρεο λόγο ύπαρξης. Ότι είναι υπόθεση που παράγει προτάσεις για επίλυση προβλημάτων, ότι είναι έργο για την ανάδειξη μιας κοινωνίας των πολιτών και όχι ως θέατρο επίδειξης των πολιτευτών.

Είναι σε όλους γνωστόν πως ζούμε σε μια εποχή όπου την ημερήσια διάταξη συχνά την καθορίζουν τα ΜΜΕ, άρα κυριαρχούν το έκτακτο γεγονός, η γρήγορη εντύπωση, οι μάχες επιφάνειας. Έτσι η πολιτική αποκτά μια δημιουργική αντιπαλότητα μέσα από την οποία καλείται να αποδείξει πως η ίδια είναι μια συνδυασμένη σταθερά συνώνυμη με τον πολίτη και τον αγώνα για να αναπτύξει τα ενδιαφέροντα του, μέσα σε ένα πλαίσιο δημιουργίας ευκαιριών, προσωπικής και συλλογικής προόδου.

Η Κύπρος αξίζει ένα καλύτερο, ένα διαφορετικό μέλλον. Η συμμετοχή, η προσπάθεια, η αισιοδοξία είναι η κοινή πρόκληση για όλους μας.

Ομιλία σε εκδήλωση του ΟΠΕΚ με τίτλο «Εκσυγχρονισμός και Πατριωτισμός», Λευκωσία 13 Μαίου 1999.