ΕΟΚ και Τουρκική απειλή

Σχεδίασμα με όρους μακροπολιτικής. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Τ. Οζάλ δηλώνει: «Η Τουρκία το 2000, θα επιστρέψει στα χρόνια των περασμένων μεγαλείων της».

Σ’ αυτή τη φράση συμπυκνώνεται ένας γιγαντιαίος προσανατολισμός. Αυτός της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Για πολλούς η ορολογία 2000 ως πολιτικό σημείο αναφοράς, έχει συνδεθεί με όρους πρωτοποριακούς: μικροηλεκτρονική, κομπιούτερς, πληροφορική. Η τεχνολογία της εξατομίκευσης. Να είναι άραγε, αυτό το ορίζον και το οριζόμενο της αναφοράς περί Τουρκίας του 2000; Οι υποψήφιες απαντήσεις οφείλουν να κάνουν βήματα σημειωτόν. Και ασφαλώς να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα: Ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις διαμορφώνουν πορείες και προοπτικές στη σύγχρονη Τουρκία;  Ποιες οι δυνατότητες τους, ποια η φιλοσοφία των κατευθύνσεων τους;

Αλλά και βεβαίως μέσα σε ποια γεωπολιτικά δεδομένα καλούνται να εντάξουν αυτή τη φιλοσοφία;

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ

Μια αρίθμηση αυτών των δεδομένων είναι απαραίτητη:

  1. Το άγχος συνήθως συνδέεται με μοντέρνους όρους κοινωνικής ένταξης και συμπεριφοράς. Ωστόσο η περίπτωση της Τουρκίας τυγχάνει ιδιάζουσα: Ένα ιστορικό άγχος κατατέμνει τον πολιτικό και εν μέρει τον κοινωνικό της ιστό. Η γενοκτονία από τη μια των Αρμενίων, η προσπάθεια να σβήσει στα χαρτιά ότι υπάρχει σε εκατομμύρια πράξεις και υπάρξεις Κούρδων από την άλλη, δυο γεγονότα που συνδυαζόμενα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για το ιστορικό άγχος στην Κεμαλική και Μετακεμαλική Τουρκία. Να αγωνίζεται δηλαδή απεγνωσμένα με στόχο να διαψεύσει ή να ξεγελάσει την ίδια την ιστορία.
  2. Να ισορροπήσει ανάμεσα σε πολιτικοθρησκευτικά δεδομένα του χώρου. Η ίδια, το δυτικό ακραίο «φυλάκιο» του ζώντος ισλαμισμού. Απέναντι της η (για αιώνες) θρησκειολογική πρόταση του Χριστιανισμού. Να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες, ένα ιδιόρρυθμο πλαίσιο πορείας ώστε να αποκτά συνομιλητές (Ευρώπη – Ασία) πέραν των προνοιών του Κορανίου, πράγμα που φιλοδοξεί να της επιτρέψει να καλλιεργεί κατά καιρούς ένα είδος θρησκευτικού λεβαντινισμού – κυρίως στα αστικά της κέντρα επί οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τούτο εξηγεί ως ένα βαθμό τις διαθέσεις, ας πούμε, του Κεμάλ αλλά και άλλων στρατιωτικών απέναντι στο Ισλάμ, μια και έτυχαν εκπαίδευσης – κυρίως – δυτικής έμπνευσης.
  3. Να αξιοποιήσει τα γεωπολιτικά της προσόντα και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μια αυτοκρατορία πεθαίνει. Άλλωστε αυτή ήταν η απάντηση των λαών στις προκλήσεις των καιρών. Να γίνει ο πάλαι ποτέ αυτοκρατορικός χώρος, πεδίο ενός κινήματος αναγέννησης εθνών και λαών της περιοχής. Μέσα σ’ αυτό το κίνημα της δημιουργικής αμφισβήτησης του παλιού καθεστώτος, το νέο στρατογραφειοκρατικό στρώμα  διοίκησης της Κεμαλικής Τουρκίας έκανε τις δικές του επιλογές. Έθεσε τη γεωπολιτική σημασία του τουρκικού χώρου, υπό την υψηλή σκέπη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ένα καθεστώς, αυτό το Κεμάλ, στη φιλοδοξία του να διατηρήσει και εν καιρώ να ενισχύσει το κρατικό του βεληνεκές δημιουργεί συμμαχίες, αναπτύσσει σχέσεις, οι οποίες προσβλέπουν προς ένα μόνιμο στόχο: οι κοινωνικές δυνάμεις που ασκούν την πολιτική εξουσία στη χώρα (πασάδες στην επαρχία, γραφειοκράτες στο κέντρο, μερίδες της στρατιωτικής πυραμίδας, ανερχόμενη αστική τάξη σε διάφορα επίπεδα) να διατηρήσουν και να συντηρήσουν το επιθυμητό. Οι αλλαγές κορυφής του Κεμάλ, να κρατηθούν σε «λογικά» επίπεδα, να γίνει μοντέρνα η πρόσοψη του οικοδομήματος, μα η κοινωνική του δυναμική να μείνει κατά βάση ίδια. Συντηρητική κατά κανόνα, ελεγχόμενη κατά περίπτωση, μα αντιφατική στην ουσία της. Πόσες κοινωνίες μπόρεσαν ή άντεξαν αλλαγές επειδή τις διέταξαν να αλλάξουν; Άλλωστε αυτές οι αντιφατικές αλλαγές (με χωρίς διάθεση υποτίμησης των θετικών πλευρών τους) άντεξαν εν μέρει στο χώρο κυρίως γιατί ακουμπούσαν σε πολιτικοστρατιωτικές ισορροπίες πρώτου μεγέθους. Να μπει δηλαδή η σύγχρονη Τουρκία, με ανανεωτικούς όρους, στη Λέσχη των Ευρωπαϊκών Εθνών πράγμα που σε κάποιο βαθμό κατόρθωσαν.
  4. Το περίφημο «Δόγμα περί Ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» επικάθηται σε πιο ευρύτερους συσχετισμούς. Το νέο τουρκικό κράτος δημιουργεί ση διεθνή του παρουσία ορισμένους στρατηγικούς όρους κίνησης και ανάπτυξης του. Παρουσιάζεται ως ένα από τα σταθερά κέντρα απόκρουσης, αποδυνάμωσης ή αποσταθεροποίησης του «κομμουνιστικού κινδύνο. Θέτει στη διάθεση των σχεδιαστών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ορισμένα στρατηγικής σημασίας «προσόντα» που την καθιστούν ένα σταυροδρόμι αλληλοσυμπληρούμενων φιλοδοξιών. Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζώρτζ Σούλτς δεν πρωτοτυπεί: «Η Τουρκία – δηλώνει – είναι ένας σταθερός σύμμαχος του ΝΑΤΟ που πολέμησε μαζί μας στην Κορέα, διατηρεί το δεύτερο σε αριθμό ανδρών στρατό του ΝΑΤΟ, φυλάσσει τα στενά που χωρίζουν τις Σοβιετικές βάσεις στη Μαύρη Θάλασσα από τη Μεσόγειο και προσφέρει στρατιωτικές και άλλες διευκολύνσεις που είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια μας…».

Ας μη διαφεύγει της προσοχής μας πως αυτές οι θεμελιώδεις ρίζες λειτουργούν κυρίως ως ένα ενιαίο μπλοκ γεωπολιτικών προσόντων. Το περίφημο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο αραγμένο στην αυλή της Σ. Ένωσης»…

ΔΙΕΘΝΗ ΒΗΜΑΤΑ

Αυτοί οι τέσσερεις κύριοι παράγοντες είναι σε θέση να κάνουν μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή στο θέμα. Γιατί ασφαλώς το ζήτημα των κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας δεν παράγεται έξω από ιστορικούς χώρους, αλλά και πολιτικούς τόπους.

Μια αναφορά στο διεθνή προσανατολισμό της τουρκικής διπλωματικής σχολής δημιουργεί – και εδώ – τις ιστορικές της προσβάσεις. Η σημαντικότερη, ακουμπά, στις κοινωνικές της καταβολές: Έχουμε μια κοινωνία, χωρίς αστική ολοκλήρωση. Έχουμε ένα κοινωνικό σύστημα με το ένα γερό πόδι στο φεουδαρχισμό (αγροτική οικονομία) και το άλλο πόδι στη μέριμνα για μια – κάποια – αστική ολοκλήρωση ή έστω μεταρρύθμιση.

Οικονομία, η οποία στηρίζεται σε δυο αντιφατικά πόδια – πόδια δηλαδή που δεν μπορούν να συγχρονιστούν – δύσκολα μπορεί να αποφύγει πολιτικές αντιφάσεις και ιδεολογικές ανισορροπίες. Ωστόσο μπορεί εδώ να γίνει λόγος για προσδιορισμένο ιδεολόγημα. Αυτό του οθωμανισμού ως άξονα καλλιέργειας της μνήμης και κυρίως της συνείδησης: Μνήμες ενός λαμπρού παρελθόντος, διάδοχος ενός δοξασμένου παρελθόντος, που οφείλει να ζει και μετά το παρελθόν. Να ξαναγεννηθεί μέσα από όρους ισχύος και παρατεταμένης αυτάρκειας. Να κεντρίσει το παρόν ώστε να κινείται σε συνάντηση με έννοιες και οράματα του παρελθόντος. Αυτό το εντυπωσιακό ιδεολόγημα, αποτελεί ένα μέρος του σημερινού σκηνικού της  επέκτασης. Ένα μέρος που συντελεί στη διαμόρφωση μιας ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ, ενός μοντέλου ιδεολογίας κατά το οποίο το μέλλον οφείλει να αναγεννάται με όρους παρελθοντικούς. Άλλοι το λένε «αυτοκρατορικό σύνδρομο», άλλοι «νεοσουλτανισμό», άλλοι «νεοτουρκισμό».

 Οι Στρατηγοί του Επιτελείου Στρατού (έκδοση «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και Μεγάλη Ιδέα», 1975) υποστηρίζουν: «Υπάρχει επιτακτική ανάγκη από άποψη ασφάλειας για την Τουρκία να δημιουργηθεί μια ζώνη ασφαλείας έξω από τα σημερινά σύνορα της, που να περιλαμβάνει τα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται πολύ κοντά της».

Ο τουρκοκύπριος ψευδοπρωθυπουργός Ντερβίς Ερόγλου (1986) συμπληρώνει – και ολοκληρώνει – τη νοτιοδυτική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας: «Ένας τρόπος – δηλώνει – υπάρχει για την κατάργηση των συνόρων στην Κύπρο, με τη μετάβαση στις νότιες ακτές του νησιού».

Έχουμε, λοιπόν, όψεις ενός δυναμικού γεγονότος. Η εξωτερική πολιτική, όπως η Άγκυρα την διαμορφώνει, διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά που κάποτε εντυπωσιάζουν και πιο σπάνια οδηγούν σε ενδοσκόπηση. Η Άγκυρα, ενώ κινείται στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων κάνοντας πολυεπίκεντρες επιλογές, συνήθως από ελληνικής πλευράς εξαντλείται η ανάλυση τους στη μια της (δίπλευρη) πτυχή. Αυτή δηλαδή που αγγίζει την Κύπρο ή το Αιγαίο. Ωστόσο εκείνο που εδώ επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί είναι ακριβώς αυτή η ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ των επιλογών, το πολυεπίκεντρο των στόχων της. Σχηματικά η πολιτική της ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ.

Η Ανατολική της πολιτική κινούμενη σε πολιτικό – εμπορικό επίπεδο. Σχεδιασμός δηλαδή μιας δυναμικής πολιτικής παρέμβασης στον ευρύ ισλαμικό κόσμο. Ήδη η Τουρκία γίνεται ο κυριότερος πόλος εξαγωγών κατά την τελευταία τετραετία, ενώ δεν κρύβει τη φιλοδοξία της να γίνει η πολιτική Μέκκα των επί γης Ισλαμιστών.

Η Δυτική της πολιτική διαπερνάται, και εν μέρει κορυφώνεται στην επιλογή της ΕΟΚ. Η Ανατολική και Δυτική πτυχή της πολιτικής της συνιστούν μια πορεία αλληλοστήριξης και όχι αλληλοαναίρεσης. Η αίτηση εισδοχής της Τουρκίας στην ΕΟΚ (14 Απριλίου 1987) συνιστά ένα βήμα ενίσχυσης της Δυτικής της πολιτικής αλλά κυρίως, αποτελεί εμπράγματη δέσμευση προς μια πορεία ευρωπαϊσμού που – τουλάχιστον – φαίνεται να είναι επιλογή ορισμένων «τμημάτων» παραγωγής πολιτικής στην σύγχρονη Τουρκία. Αυτή η επιλογή, αυτών των τμημάτων δίνει, από τη φύση της την δύναμη και την αδυναμία αυτής της επιλογής.

ΔΥΤΙΚΕΣ ΡΟΠΕΣ

Στο βαθμό που ενισχύονται οι δυτικότροπες τάσεις μέσα στο εσωτερικό της Τουρκίας, τούτο θα σημαίνει (σταδιακά) πώς θα ενισχύονται και φωνές ρεαλισμού από μέσα. Κάτι, βέβαια που σήμερα δεν φαίνεται να έχουν καν διαμορφώσει την – όποια – εικόνα τους ή και (κυρίως) προοπτική τους.

Ωστόσο, αυτές οι φωνές λειτουργώντας κάτω από την σκληροπυρηνική ομπρέλα των Τούρκων στρατηγών (για τώρα) αποτελούν έστω είδηση. Η παρουσία τους στο επίπεδο της ΕΟΚικής επιλογής πρέπει να εκτιμηθεί δεόντως. Εκεί και το πρόβλημα: Η τουρκική δυτική επιλογή εμπεριέχει από τα πράγματα και δυναμική που αξιοποιούμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο μπορεί να αναδειχθεί σε διπλωματικό «χαρτί» πρώτου μεγέθους. Μπορεί να δώσει στοιχεία μιας πολιτικής εθνικών και διεθνικών προδιαγραφών.

Η τουρκική απειλή στην Κύπρο και το Αιγαίο αποτελεί είτε ως τετελεσμένα γεγονότα (Κύπρος), είτε ως δαμόκλειoς σπάθη πάνω στο Αιγαίο το πρώτο δίδυμο εθνικό ζήτημα του Ελληνισμού. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ της δίνει ένα προβάδισμα ουσίας. Σήμερα βρίσκεται εκεί που η Τουρκία θέλει να πάει. Ασφαλώς και το τελικό veto της Ελλάδας κρατά ισορροπίες μέσα στα πλαίσια της ΕΟΚ των 12. Ωστόσο το veto αποτελεί ένα στατικό δεδομένο. Εκείνο που έχει περισσότερη σημασία είναι η δυναμική Ελληνικής συμμετοχής σε όργανα, σε θεσμούς, σε πολιτικές κοινωνικές, πολιτιστικές μορφές έκφρασης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δίνει την ευχέρεια – για πρώτη φορά – στην Ελληνική διπλωματία να ασκεί (και να ασκείται) σε επίπεδα πολιτικής που και αποτελέσματα θετικά έχουν φέρει και το κυριότερο δεσμεύουν σε ορισμένα είδη μακροπολιτικής διεργασίας. Επομένως και η συμμετοχή της Ελλάδας δίνει ερείσματα άσκησης μιας νέας πολιτικής, που απαιτεί και φαντασία, και θάρρος και βεβαίως προγραμματισμό.

Μιλήσαμε για «κάποια» αποτελέσματα. Ασφαλώς από μόνα τους δεν έχουν λύσει ζητήματα. Ωστόσο είναι κάτι το ότι τίθενται σ’ αυτό το επίπεδο – έστω και ως βήμα αντιπαράθεσης.

Έξοχα διδακτικό το ακόλουθο γεγονός: Ο Νικολάι Αφανασιέφσκι, προϊστάμενος πολιτικής του πρώτου ευρωπαϊκού τμήματος του Σοβιετικού Υπουργείου Εξωτερικών σε δηλώσεις του στη Λευκωσία (6 Απριλίου ’87) τονίζει πως «το κυπριακό είναι το μόνο πρόβλημα που παραμένει άλυτο επί 24 χρόνια στην Ευρώπη, η οποία ως σύνολο θα πρέπει να καταβάλει προσπάθειες για να το λύσει». Να μια είδηση που (ίσως) αποδειχθεί σαν μια από τις ειδήσεις της χρονιάς. «Η Ευρώπη ως σύνολο…» τονίζει ο Αφανασιέφσκι. Και η δήλωσή του «περπάτησε» πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζονταν ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι του πράγματος. Η Σοβ. Ένωση ένα μόλις μήνα μετά τη δήλωση του διπλωμάτη της προχωρεί (Μάϊος ’87) σε κινήσεις. Ζητά διαβουλεύσεις με την Βελγική Προεδρία της ΕΟΚ (Λεό Τίντεμανς), ώστε να δοθεί υποστήριξη στα πλαίσια της πολιτικής συνεργασίας των «12» στη σοβιετική πρόταση για διεθνή Διάσκεψη για λύση της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού. Αυτές οι δυο ειδήσεις του τελευταίου διμήνου σηματοδοτούν σε ορισμένα επίπεδα, τις εκπλήξεις των πολλών χρόνων που θα έρθουν.

Ότι δηλαδή η ΕΟΚ συνιστά δυνάμει ένα κέντρο διαβουλεύσεων σε σημαντικά ζητήματα του καιρού μας. Και μάλιστα ένα κέντρο που έχει μέλλον. Η Σ. Ένωση σε διπλωματικούς τόνους αυτό αναγνωρίζει. Η ΕΟΚ καλείται διαχρονικά να κάνει βήματα πέρα από τα παραδοσιακά της πρότυπα δράσης. Να αποκτήσει δηλαδή άποψη για τις διεθνείς εξελίξεις. Να προχωρεί και πέρα από τις διαπιστώσεις. Να κάνει λόγο έγκυρο για θέματα της δικής της «αυλής», σαν ένα πρώτο βήμα χάραξης του διεθνούς της «ανισόπεδου», προσώπου.

Μέσα σ’ αυτό το μικρό, αλλά πολύ σημαντικό διαχρονικό σημείο (διαβουλεύσεις ΕΟΚ – Σ. Ένωση), λειτουργούν και οι πληροφορίες για επικείμενη ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων ανάμεσα στην Κυπριακή Κυβέρνηση και την ΕΟΚ σχετικά με την τελωνειακή τους ένωση.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως μια επιτυχής ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων ανάμεσα στα δύο μέρη θα σημαίνει, από κυπριακής πλευράς, ένα (δυναμικά) θετικό άνοιγμα προς τον κόσμο της ΕΟΚ και των δυνατοτήτων που αυτός διαθέτει.

Η Ευρώπη σήμερα, με δυσκολίες και προβλήματα, αλλά και με ελπίδες και οράματα, έχει τις δυνατότητες να κινηθεί στη σφαίρα της δημιουργικής ουτοπίας. Εκείνης που υπερβαίνει το σχίσμα του Βερολίνου. Δημιουργεί ρωγμές στο ιδεολογικό τσιμέντο που περιβάλλει ή διασχίζει τις δυο Ευρώπες, ενώ καλεί το μέλλον να απαιτήσει τη δική του σελίδα στην ιστορία.

Να λοιπόν που οι Βρυξέλλες γίνονται κέντρο πολλαπλού ενδιαφέροντος. Η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΟΚ των 12. Η Τουρκία φιλοδοξεί να γίνει νέος  εταίρος. Η Κύπρος βρίσκεται στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων για την τελωνειακή της Ένωση με την ΕΟΚ. Είναι αυταπόδειχτο λοιπόν, το γεγονός πως σε ένα από τα βάθρα άσκησης της Ελλαδοκυπριακής πολιτικής εξελίσσονται οι Βρυξέλλες. Οι τριγωνικές σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας  – Λευκωσίας, διέρχονται, και εν μέρει εξαρτώνται από την πολιτική βούληση των Βρυξελλών. Αυτό και μόνο καταδεικνύει την πολιτική βαρύτητα αυτών των σχέσεων που χωρίς να είναι – σήμερα – βαρύτητα με άμεση εξαργύρωση, συνιστά εντούτοις έναν αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης ή επηρεασμού εξελίξεων στο μέλλον. Δεν είναι άλλωστε μακρινό το παράδειγμα της κρίσης στο Αιγαίο (Μάρτιος ’87). Η ενδιαφέρουσα στήριξη της ελληνικής άποψης περί παραπομπής του θέματος «υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο», στο Δ.Δ. της Χάγης είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα πως μια σωστή κίνηση μπορεί να γίνει αφετηρία θετικών αλληλεπιδράσεων και σε υπόλοιπα θέματα του ίδιου ή άλλου «πακέτου» προβλημάτων.

Ωστόσο για τους Ευρωπαίους – πλην Ελλάδας – τα ζητήματα που προκύπτουν από το αίτημα της Τουρκίας για πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ αντιμετωπίζεται μέσα από άλλες ιδιαιτερότητες – ίσως και προτεραιότητες. Αν για πολλούς επιχειρηματικούς κύκλους στη Δύση η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως η «αγορά των 50 εκατ. ανθρώπων» δεν παύει εντούτοις να είναι ένα μείζον πρόβλημα για τους Ευρωπαίους μια χωρίς περιορισμούς κίνηση του τουρκικού εργατικού δυναμικού στις χώρες τους. Τούτο ισοδυναμεί με μερική ανατροπή κοινωνικών ισορροπιών, αλλά και πολιτιστικών γραμμών έτσι όπως τουλάχιστον είναι σήμερα διαμορφωμένες στους 12. Μια τέτοια ανατροπή, που οι Ευρωπαίοι δεν εύχονται, αποτελεί ένα συμπληρωματικά υποσχετικό παράγοντα στις φιλοδοξίες της Άγκυρας. Φιλοδοξίες που, βεβαίως, είναι θεμιτές στο βαθμό που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις αποφάσεις διεθνών οργανισμών για την Κύπρο σε συνδυασμό με το  γεγονός της ύπαρξης μιας «βελτιωμένης» εκδοχής δικτατορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι ανέρχονται σε 35,000, ενώ στις ανατολικές επαρχίες ο στρατιωτικός νόμος κυριαρχεί παντού. Οι Κούρδοι μετατρέπονται σε «ορεσείβιους Τούρκους».

Η ψυχρή αντιμετώπιση της τουρκικής αίτησης εισδοχής στην ΕΟΚ – πλην Βελγίου – είναι από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα. Συνιστά εν μέρει έναν τρόπο προσέγγισης των Τουρκοκοινοτικών σχέσεων που με βάση ορισμένες ισορροπίες του σήμερα, δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί πως θα έχουν ισχύ για πολλά χρόνια ακόμη. Να γιατί η ελληνική διπλωματία – σ’ αυτή τη συγκυρία – έχει στα χέρια της ορισμένα ουσιαστικά «ατού», πέρα από τις θέσεις της για τα εθνικά θέματα.

Η για διαφορετικές αιτίες ουσιαστική παγοποίηση του θέματος ένταξης της Τουρκίας στην ΕΟΚ δεν σημαίνει, βέβαια, και μηδενισμό των γεωπολιτικών  προτερημάτων που το Δυτικό «σύστημα άμυνας», αναγνωρίζει ότι έχει η Τουρκία. Ωστόσο μέσα σ’ αυτό το ενδιάμεσο σύστημα πλεύσης – παγοποίηση αιτήματος, γεωπολιτικά προτερήματα – υπάρχει ένα σημαντικό πεδίο άσκησης της πολιτικής των αποχρώσεων από Ελλαδικής και Κυπριακής σκοπιάς.

ΟΥΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ

 Μερικά σημεία του ευρέως διεθνούς προγραμματισμού είναι αναγκαία

Α. Οι τριγωνικές σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας – Κύπρου, τίθενται πια στα αρμόδια όργανα της Κοινότητας. Έστω κι αν ο κόσμος όλος δεν χωράει μέσα στα εθνικά μας θέματα, εντούτοις η Ευρωπαϊκή πτέρυγα της Ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής βρίσκεται μπροστά σε ορισμένες εξελίξεις που είναι σε θέση να ασκήσουν (μικρές και επί μέρους) ευεργετικές διεργασίες. Τούτη η πτέρυγα της εξωτερικής πολιτικής οφείλει να διαθέτει – τουλάχιστον – καλές δόσεις πολιτικής φαντασίας. Η Ευρωπαϊκή πολιτική υπερβαίνει συνειδητά ορισμένα σχήματα της μεταπολεμικής ιστορίας – στο ίδιο το έδαφος της. Γιατί ακριβώς η Ευρώπη, ως ΕΝΙΑΙΑ πολιτική και πολιτιστική ενότητα συνιστά έναν – δυνάμει – πόλο διεργασιών, σε όλο της το εύρος. Γι’ αυτό θα πρέπει να εκτιμηθεί δεόντως η πολιτική κουβέντα ΕΟΚ – ΕΣΣΔ, και πιο ειδικά γιατί αρχίζει με ένα από τα θέματα που ενδιαφέρει: Αυτό του Κυπριακού ζητήματος ή του εν γένει Μεσανατολικού.

Αν, αυτό συνιστά ένα αμφίπλευρα ευρωπαϊκό βήμα κίνησης, ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε ορισμένες ισχυρές δεσμεύσεις της δυτικοευρωπαϊκής πρακτικής. Εκείνης δηλαδή που σε συνάρτηση με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, ανοίγει τη γεωπολιτική σπουδαιότητα του τουρκικού χώρου σε επιλογές – δόγμα Το ότι δηλαδή το όλο πλέγμα των ελληνοτουρκικών ζητημάτων και το κυπριακό, αντιμετωπίζονται σαν προβλήματα «ήσσονος σημασίας» ακριβώς γιατί θεωρούνται ως πράγματα που διαταράζουν διαμορφωμένες ισορροπίες στην περιοχή ή, αν τροποποιηθούν, επιβάλλεται να κινούνται στη σφαίρα αναγνώρισης των στρατηγικών προσόντων του τουρκικού γεωπολιτικού χώρου.

Να γιατί μια καθολική θεώρηση του πράγματος σημαίνει προσπάθειες για διευρωπαϊκό προγραμματισμένο  άξονα πορείας σε Κύπρο και Ελλάδα. Ακριβώς γιατί η Ευρώπη, από τα Ουράλια Όρη ως τον Ατλαντικό Ωκεανό συνιστά εκείνο το πολιτικό ραντεβού των ιστορικών προτεραιοτήτων του μέλλοντος. Αν η ιστορία σημαίνει τον προφήτη του παρελθόντος, τότε η Ευρωπαϊκή πολιτική σημαίνει την «Μέκκα», του μέλλοντος. Εκείνης που αναδεικνύει τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον πολιτιστικό της πλουραλισμό ως αφετηρία κίνησης έκφρασης και αντιπαλότητας των ιδεών.

Β. Το όλο αυτό κλίμα πολιτικής, απαιτεί, τουλάχιστον μια μελέτη της ίδιας της πολιτικής. Οι προκλήσεις των καιρών, σηματοδοτούν τις αναγκαιότητες για χάραξη, υιοθέτηση, υλοποίηση μιας εθνικής στρατηγικής, για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Οι στρατηγικές επιδιώξεις του επεκτατισμού της Άγκυρας συνιστούν ένα ιδιόρρυθμο τύπο κινδύνου που καλείται «επεκτατισμός των δορυφόρων». Ένας επεκτατισμός που κινούμενος κάτω από την ομπρέλα του αμερικάνικου σεναρίου, αξιοποιεί και αυτήν ακόμα την ομπρέλα, ώστε να κατοχυρώσει το δικό της αυτόνομα επεκτατικό πρόσωπο. Δορυφορικός ως προς την Μητρόπολη (ΗΠΑ) αλλά και επεκτατιστής ως προς την περιφέρεια του (Ελληνισμός, Κούρδοι, Αρμένιοι).

Το πορτραίτο του νεοτουρκικού προσώπου σκιαγραφείται από τους αρμόδιους του είδους: Οι Τούρκοι Στρατηγοί άγγελοι ειδήσεων της πολιτικής: «Η αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής (σε Αιγαίο και Κύπρο) και η τοποθέτηση των τουρκικών δικαίων σε στέρεη βάση θα επιλύσει τα στρατηγικά προβλήματα του Αιγαίου, της Μεσογείου, και γύρω από τη Μεσόγειο και θα εξασφαλίσει την ειρήνη και την ασφάλεια». Μπροστά σ’ αυτές τις πραγματικότητες, καλείται να πάρει θέση ουσίας η Κύπρος και η Ελλάδα. Η βασιλεία του Αττίλα στην Κύπρο, οι κίνδυνοι στο Αιγαίο, οι ιδιομορφίες στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι διεθνείς και περιφερειακές ισορροπίες οδηγούν σε ένα καίριο συμπέρασμα: πως δηλαδή το μέτωπο αποτροπής και αναίρεσης του τουρκικού επεκτατικού προσώπου, σ’ αυτή την ιστορική περίοδο μπορεί να στηριχθεί, κυρίως, σε μακροπολιτικό «υλικό». Κι αν ακόμα, αυτές οι αναγκαιότητες δημιουργούν ερωτηματικά ή επιφυλάξεις, ας κάνουμε (τουλάχιστον) ένα βήμα: ας τις κουβεντιάσουμε…

Του Λάρκου Λάρκου