Για το “ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ”: Μύθος και πράξη

Από τις σελίδες των (παλαιών) αναγνωστικών βιβλίων, στις στήλες του αθηναϊκού Τύπου. Το Κρυφό Σχολειό, από τα μαθητικά θρανία, στη δημόσια συζήτηση και τον ανοικτό προβληματισμό. Ο μύθος των παιδικών χρόνων στα θρανία της ιστορικής ερεύνας.

Κρυφό Σχολειό. Μύθος και πραγματικότητα. Ένα επεισόδιο στον αθηναϊκό Τύπο. Τρεις οι πρωταγωνιστές του. “Κομπάρσοι” στο επεισόδιο – ίσως – όλοι μας… Άμεσα ή έμμεσα το θέμα αγγίζει ορισμένα από τα παραδοσιακά σχήματα πάνω στα οποία μια ολόκληρη εκπαιδευτική αντίληψη λειτούργησε για πολλές δεκαετίες…

Οι πρωταγωνιστές: Χρήστος Σαρτζετάκης – πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Διάγγελμά του για την 25η Μαρτίου 1821 στις 24 Μαρτίου 1986. Ο Βασίλης Κρεμμυδάς, καθηγητής της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή Κρήτης. Σχολιάζει το διάγγελμα του πρώτου σε άρθρο του στην εφημερίδα το “ΒΗΜΑ” – 6 Απριλίου 1986 – με τίτλο “Το Προεδρικό Διάγγελμα και η Ιστορία”.

Εφτά αναγνώστες του διαγγέλματος και του άρθρου τοποθετούνται ως η Τρίτη άποψη. Κρίνου και κρίνονται. Οι επιστολές τους δημοσιεύονται στην ίδια εφημερίδα δύο εβδομάδες μετά το σχολιασμό του Β. Κρεμμυδά – Το “ΒΗΜΑ”, 20 Απριλίου 1986.

Το Διάγγελμα στο “ΒΗΜΑ”

Το διάγγελμα και η κρίση του ιστορικού. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και οι απόψεις του, ο καθηγητής της Ιστορίας και οι αναλύσεις του. Σχηματική, αλλά αναγκαία η διαίρεση λόγου και αντίλογου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το ελληνικό πνεύμα, ιστορία νίκης έναντι της υλικής υπεροχής άλλων. Ο Μέγας Αλέξανδρος ένα παράδειγμα Στρατηλάτη – του μεγαλύτερου όλων των εποχών – που μετέφερε το ελληνικό πνεύμα στην Ανατολή με στόχο να την εκπολιτίσει.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Η επιστήμη της ιστορίας. Δεν γνωρίζει να έγιναν τέτοιας έκτασης έργα, ώστε να βοηθήθηκε η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των ανατολικών λαών. Αντίθετα μάλιστα. Η παράθεση δήλωσης του Ρατζίβ Γκάντι προς τον Ανδρέα Παπανδρέου κατά την πρόσφατη επίσκεψη του δεύτερου στις Ινδίες είναι σαφής: Οι Ινδοί θεωρούσαν την ανατολική περιήγηση του Μ. Αλεξάνδρου ως κατακτητική.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι Έλληνες της αρχαιότητας κατόρθωσαν με τη δύναμη του πνεύματος να αλώσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία…

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ευτυχώς συμβαίνει σ’ όλες τις εποχές: οι λαοί αξιοποιούν τα παλαιότερα επιτεύγματα άλλων λαών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο ρόλος του Κρυφού Σχολειού, γεγονός και ουσία ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία προς την Απελευθέρωση του Έθνους.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Η ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού δεν έχει αποδειχθεί από την ιστορική έρευνα.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο ακατανίκητος πόθος των Ελλήνων για την ελευθερία, ο μοχλός της απελευθερωτικής πορείας.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Όλοι οι λαοί, όλα τα έθνη της γης διαθέτουν αυτό τον ακατανίκητο πόθο που είναι κάτι σαν φυσική ιδιότητα. Αυτός ο πόθος δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα των Ελλήνων. Η παράθεση δύο διαφορετικών ιστορικών λόγων είναι σαφής.

Γίνεται σαφέστερη, αν καταγραφεί και η φράση – κλειδί που χωρίζει αισθητά την ερμηνεία των λόγων. Ο Βασίλης Κρεμμυδάς σχολιάζει το διάγγελμα, θεωρώντας το ως “πολιτική πράξη στην οποία δεν εμπεριέχονται τα πορίσματα της επιστήμης της Ιστορίας…”. Και ιδιαίτερα τονίζει πως “το διάγγελμα αυτό μας επαναφέρει σε αντιεπιστημονικές – αντιιστορικές ιδεολογικές κατασκευές, από τις οποίες η κοινωνία μας επί δεκαετίες αγωνίστηκε να απαλλαγεί και εν πολλοίς έχει απαλλαγεί κατά τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια”.

Οι βολές – οι ιστορικές – είναι ευθείες. Η διελκυστίνδα ανοίγει τα φτερά της: Το υλικό “ένα”, οι ερμηνείες “δύο”… Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα. Τί το παράξενο; Δύο άνθρωποι ερμηνεύουν διαφορετικά, διάφορα ιστορικά γεγονότα… Μια απλοϊκή – όσο και επίπεδη – ερμηνεία που μέσα από τον Τύπο αυτό κινδυνεύει να αλλοιώσει όλο το ΜΕΓΑΛΕΙΟ τούτης της διαφωνίας. Το είδος και η ποιότητα της διαφωνίας: Η πολιτική παιδεία επιχειρεί να προσδώσει ύλη και τροφή στην ιστορική επιστήμη. Ο πολιτικός δικαιούται να ερμηνεύει, ο ιστορικός απαιτείται να επιχειρηματολογεί. Ο πολιτικός (συνήθως) νομιμοποιείται να κινείται επί παντός του επιστητού. Ο ιστορικός, βοηθητικός ή μόνος, παρακολουθεί και παρεμβαίνει εκ των υστέρων. Χαρακτηριστικά δείγματα μιας καθ’ όλα ελληνικής (και κλασσικής) πολιτικής συνταγής.

Θα ήταν – τουλάχιστον – μονότονο, από την άλλη πλευρά να ισχυριστεί κανείς πως ο μοναδικός δικαιούχος του ιστορικού λόγου θα έπρεπε να ήταν ο “αποκλειστικός” ιστορικός. Αλίμονο, αν η ιστορική διαδικασία και ο λόγος της λειτουργούσε ως μια κλειστή υπόθεση για τους εκλεκτούς ή τους ειδήμονες που γράφουν την μοναδική ιστορική πρόταση και που όλοι οι άλλοι οφείλουν να την χειροκροτούν.

Μέσα σ’ αυτό το ευνοϊκό για διαζεύξεις κλίμα, ο τρίτος πρωταγωνιστής του θέματος, οι εφτά αναγνώστες, παρεμβαίνουν και προκαλούν με τη στάση τους, ένα κύμα από ερωτηματικά και απορίες.

Οι εφτά, δίνουν και παίρνουν

Η ορμητική είσοδος των αναγνωστών στο “Προεδρικό Διάγγελμα και την Ιστορία” άρθρο του Β. Κρεμμυδά εντυπωσιάζει από όποια σκοπιά κι αν προσεγγιστεί το θέμα:

(α) Οι επιστολογράφοι προέρχονται από ποικίλες γεωγραφικές ενότητες του ελλαδικού χώρου. Ηράκλειο, Γιάννινα, Αθήνα, Θεσσαλονίνη, Καβάλα. Εκφράζονται όλο ενυπόγραφα.

(β) Με διάφορες επί μέρους αποχρώσεις στις σκέψεις τους συγκρίνουν σ’ ένα βασικό κλειδί ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ: Θεωρούν πως το διάγγελμα του προέδρου βρίσκεται πιο κοντά στις δικές τους θέσεις, παρά η ανάλυση του καθηγητή της Ιστορίας. Ας σημειωθεί, ότι η “περίπτωση” του συγκεκριμένου καθηγητή δεν είναι από τις συχνές του είδους. Έχει παρουσιάσει πλούσιο επιστημονικό έργο, είναι συνεργάτης σε θέματα της ειδικότητάς του σε αθηναϊκές εφημερίδες, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ τάξης των ελληνικών γυμνασίων.

(γ) Οι διαφωνίες των εφτά με τον ιστορικό καθηγητή είναι ουσιαστικές. Φράσεις του τύπου, “όποιος παρουσιάζει τέτοιες σοφιστείες” ή “ειρωνεύεται (ο Κρεμμυδάς) τα περί ακατανίκητου πόθου των Ελλήνων”, ή “σαν αρμόδιο πρόσωπο όπως αυτοαποκαλείται ο καθηγητής”, διανθίζουν τα κείμενα των επιστολών. Δεν αρκούνται στην έκφραση μιας περίπου συναντίληψης μέσα από τις θέσεις του προεδρικού διαγγέλματος – σ’ όλα τα κρίσιμα και αμφισβητούμενα θέματα: Κρυφό Σχολειό, Μεγαλέξανδρος, Ελληνικό Πνεύμα. Τηρούν μια μη αποκρυβόμενη επιθετική στάση (οι περισσότεροι) απέναντι σε εκείνον που υπογράφει το άρθρο του ως καθηγητής Ιστορίας, άρα κατά τεκμήριο εκπαιδευόμενου να κρίνει θέματα της αρμοδιότητάς του.

(δ) Το πιο εντυπωσιακό σημείο των παρατηρήσεων: KANENAΣ από τους επιστολογράφους (σε όσα “κομμάτια” των σκέψεών τους δημοσιεύτηκαν), σε ΚΑΝΕΝΑ σημείο του λόγου τους ΔΕΝ σημειώνει πως – επιτέλους – ένας καθηγητής Ιστορίας έχει να προτείνει έναν πιο σφαιρικό λόγο (ιστορικό), ε σύγκριση με έναν άλλο άνθρωπο – έστω κι αν δηλώνει φιλίστορας. Πουθενά δεν αναφέρεται, πως ο λόγος ενός ειδικού, αν δεν πείθει, τουλάχιστον δημιουργεί ορισμένες απορίες, προσθέτει (ίσως) κάποιους νέους ορίζοντες στους προσανατολισμούς μας. Σε κανένα σημείο των επιστολών ΔΕΝ αναγνωρίζεται – έστω και ως κίνηση αβροφροσύνης – ο ρόλος και η σπουδαιότητα της ιστορικής έρευνας ως επιστημονικής διαδικασίας. Για το χτες, για το σήμερα, για την ανεύρεση μιας (κάποιας) μεθοδολογία στην ιστορική αγωγή. Για τη δημιουργία εν καιρώ ενός νέου τύπου ιστορικού ανθρώπου διαλεκτικά δεμένου με τη συνολική ιστορία.

(ε) Ένας από τους εφτά χαρακτηρίζοντας ως “σοφιστείες” τις απόψεις του Β. Κρεμμυδά – για το Κρυφό Σχολειό – τονίζει: “Όποιος παρουσιάζει στο κοινό τέτοιες σοφιστείες, πρέπει και να τις τεκμηριώνει, να γράφει τις ιστορικές ή άλλες πηγές από τις οποίες άντλησε τα επιχειρήματα… Και τελικά στο κάτω – κάτω, τί κακό έκανε ο πρόεδρος μας, αναφέροντας αυτόν τον έστω και αμφισβητούμενο επιστημονικά ιστορικού μέσου;”. Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο αιχμηρά. Εκείνος (ο καθηγητής) θεωρεί πως η επιστημονική έρευνα δεν έχει αποδείξεις για την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού. Και καλείται να εισφέρει τα επιχειρήματα του για να αποδείξει του λόγου (του) το αληθές. Εκείνος (ο αγωνιστής), αποδεχόμενος τη λειτουργία του “ιστορικού μύθου” περί Κρυφού Σχολειού δεν φαίνεται χρεωμένος την ανάγκη να κάνει εκείνο που εισηγείται προς τον αρθρογράφο να κάνει. Με βάση τα δικά του λόγια, πρέπει κανείς να τεκμηριώνει, να γράφει τις ιστορικές πηγές από τις οποίες άντλησε τα επιχειρήματά του, περί ύπαρξης Κρυφού Σχολειού. Έστω κι αν δηλώνει πίστη σε “ιστορικούς μύθους”…

(στ) Στους ΕΦΤΑ, ο λόγος ενός άλλου πανεπιστημιακού καθηγητή έρχεται βοηθητικός – αλλά και επιθετικός: “Τόλμησε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να μιλήσει για οργανική συνέχεια της ελληνικής παράδοσης στο Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία, και ξεσηκώθηκαν να τον ξεσκίσουν οι “επιστήμονες” της ιστορίας – αφού η ιστορία είναι μόνο αναδίφηση στα μπακαλοδέφτερα του εμπορίου και της αγοράς, κι ας κουρεύεται ο Θουκυδίδης” (Χρήστος Γιανναράς, “Finis Graeciae”, “Το ΒΗΜΑ”, 6 Ιουλίου 1986).

Η ευκαιρία που δεν έγινε

Το επεισόδιο περί Κρυφού Σχολειού έφερε στην επιφάνεια πρόσωπα και πράγματα του νεοελληνικού βίου. Η από κάθε άποψη ενδιαφέρουσα ιστορική αντιδικία, έχει τη δική της ικανή ποσότητα επικαιρότητας. Τί κρίμα όμως, που αυτή πέρασε στα “μικρά” των εφημερίδων. Η προβληματική έμεινε στη θέση. Ο απαιτούμενος ή ο αναμενόμενος σχολιασμός της συνέχειας δεν υπήρξε. Και το επεισόδιο, φαίνεται να ήταν ένα “αναίτιο” ξάφνιασμα, μια και το προεδρικό διάγγελμα έδωσε απλώς την αφορμή.

Τελικά το ερώτημα μένει: Κρυφό Σχολειό, να ή όχι; Ο μύθος που γοητεύει, υποστηρίζουν πολλοί. Εξωπραγματικό στοιχείο, που δεν μπορεί να γίνει υλικό ιστορίας, υποστηρίζουν άλλοι. Μέσα σ’ αυτή την ακραία διάζευξη – που η μια μηδενίζει την άλλη – κινδυνεύει να ξεστρατήσει η νηφαλιότητα, αναγκαία “ύλη” σε κάθε περίπτωση ιστορικής ερμηνείας.

Απαραίτητη προϋπόθεση, η προσέγγιση του θέματος, πέρα από υπαρκτές ή ανύπαρκτες διαζεύξεις, γιατί ο κίνδυνος είναι υπαρκτός: να τοποθετείται κανείς και να υποστηρίζει απαραίτητα, σαν να υπάρχει κάποια μηχανική ανάγκη, το αποτέλεσμα της κρίσης κάποιων άλλων, να το θεωρεί δηλαδή σαν κάτι ιστορικά δικαιωμένο που απαιτεί χειροκροτητές και όχι μελετητές, της ποιάς και πόσης αλήθειας του.

Το ζήτημα ωστόσο μένει και παραμένει κάποια σχόλια. Για να τεκμηριώσει κανείς τις απόψεις του περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας Κρυφών Σχολειών οφείλει να μελετήσει το γενικό πολιτικό κλίμα της εποχής της Τουρκοκρατίας. Και απαραίτητα το είδος, την ποιότητα, τους στόχους της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Τα γνωρίσματα αυτά της κυριαρχίας των Σουλτάνων θα επιτρέψουν μια καλύτερη ανάλυση των δυνατοτήτων των υποδουλωμένων (γενικά) και όχι μόνο των Ελλήνων – να αναπτύξουν κάποια “προγράμματα” παιδείας, κάποιες προσπάθειες ζωογόνησης της παιδευτικής διαδικασίας. Ας ακούσουμε έναν από τους πιο ειδικούς να σχολιάζει ακριβώς αυτές τις δυνατότητες των ραγιάδων:

“Οπωσδήποτε, αν στην Πόλη, κάτω από τη σκιά του Πατριαρχείου και του Φαναριού, καλλιεργούνταν τα γράμματα, μ’ όση επίδοση επέτρεπαν οι γενικότερες συνθήκες, ωστόσο το σύνολο του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού ήταν βυθισμένο σε ψηλαφητό σκοτάδι απαιδευσιάς κι αγραμματοσύνης”. (Βαγγέλης Σκουβαράς, Τα Νεοελληνικά Γράμματα, σελ. 272, – Αθήνα 1976).

Τον ξεχωριστό δάσκαλο των Νεοελληνικών Γραμμάτων Βαγγέλη Σκουβαρά, συμπληρώνει ο ιστορικός καθηγητής Βασίλειος Σφυρόερας: “Σκότος επίσης καλύπτει την ιστορία της παιδείας κατά την πρώτη μετά την Άλωση εποχή, είναι δε αδύνατο, με τα στοιχεία τα οποία είναι εις την διάθεση των ερευνητών, να σχηματισθεί γενική εικών της επικρατούσης τότε καταστάσεως. Θεωρείται πιθανόν ότι εις την Κωνσταντινούπολιν και εις άλλα μεγάλα κέντρα ελειτούργουν “κοινά σχολειά” με ολίγους μαθητάς, οι διδάσκαλοι των οποίων επληρώνοντο υπό τον ευπόρων γονέων…” (Βασίλειος Σφυρόερας, “Οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας”, σελ. 92, Αθήνα 1975).

Κλειδί για τη συνέχεια η καταγραφή της γεωπολιτικής πραγματικότητας στα τότε χρόνια: Οι Έλληνες, διασκορπισμένοι σε εν πολλοίς ασύνδετες μεταξύ τους γεωγραφικές ενότητες ευρισκόμενοι σε ανόμοιο πολιτιστικό επίπεδο – λόγω του ιστορικού παρελθόντος κάθε ιδιόμορφης ενότητας ζώντας σε περιοχές με διαφορετική κοινωνική υποδομή και παράδοση στα ίδια χρόνια της Τουρκοκρατίας. Όλα τούτα παρουσιάζουν μια κάποια πρώτη κουβέντα με τα ζητήματα γύρω από το Κρυφό Σχολειό.

Κρυφό Σχολειό, μύθος και πράξη

Είναι χαρακτηριστικό πως το ζήτημα του θρύλου γύρω από “το Κρυφό Σχολειό” είναι δημιουργημένο κατά βάση από τα βιβλία των Αναγνωστικών στις μικρές τάξεις των Σχολείων. Αμφίβολο θα ήταν το γεγονός, ίσως δε και να περνούσε απαρατήρητο, αν η συστηματική χρήση και επανάληψή του για καιρούς πολλούς (από τα Αναγνωστικά Βιβλία) δεν δημιουργούσε το αίσθημα του θρύλου για την παιδεία επί Τουρκοκρατίας.

Η αναφορά στα σχολικά εν γένει βιβλία επιχειρεί να ισοπεδώσει τα πράγματα, μέσα από υπεραπλουστευμένους σχεδιασμούς:

(1) Το Κρυφό Σχολειό, η ΑΣΑΦΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, στ’ αυτιά και τη σκέψη του μαθητή. Χωρίς γεωγραφικούς διαχωρισμούς (αστικό κέντρο – αγροτικοί οικισμοί). Χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς (πρώτους αιώνες – ύστερα χρόνια της Τ/Κ). Χωρίς ουσιαστική αναπαράσταση της τραγωδίας περί την Παιδεία στα ίδια χρόνια. Χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στις γεωπολιτικές συγκυρίες που κάθε ξεχωριστή περιοχή του Ελληνισμού κουβαλούσε στην ιστορική της πλάτη. Χωρίς ακόμα σύνδεση οικονομικής ευχέρειας και παιδαγωγικού αγαθού. Αυτές οι ενδεικτικές “ατυχίες” της παρουσίασης του θέματος στα ίδια βιβλία επιτρέπουν στη φαντασία να κινείται ασταμάτητα, στην ουσία να διαχέεται προς διάφορες κατευθύνσεις.

(2) Η συστηματική άρνηση των σχολικών εγχειριδίων να δουν κατά πρόσωπο την ιστορία της Τουρκοκρατίας. Περίοδος “δύστροπος”, περίοδος “ντροπής” – ίσως. Που πάντως αντιμετωπίζεται από την παραδοσιακή ιστοριογραφία ως “διακεκαυμένη ζώνη”. Ένα καλλιεργημένο από την ίδια αντίληψη ιδεολόγημα περί του “εκλεκτού” του Ελληνικού Έθνους. Πώς λοιπόν, να χωρέσει στις ιστορικές σελίδες, μια περίοδος (η κάθε περίοδος), όπου “ένα από τα ευγενέστερα των Εθνών” (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος) υποκύπτει σ’ έναν ξένο ζυγό και μάλιστα ασιατικό;

Αυτοπαγίδευση, ίσως, σε μια νοοτροπία πολιτικής. Προσπάθεια “ξεγελάσματος” μιας καθόλα σημαντικής ιστορικής προόδου που χρήζει πάντοτε πολύπλευρης εξέτασης. Το σχολικό εγχειρίδιο υπακούει στην αντίληψη που σχηματοποιεί και κατατάσσει τα έθνη σε “ανώτερα” και “κατώτερα”. Πώς να ερμηνευτεί όμως το γεγονός ότι το “κατώτερο” κατακτά το “ανώτερο”; Αντί να επιχειρηθεί ιστορική ερμηνεία του θέματος, οδηγείται το πράγμα σε αντιρρόπηση. Ναι, πράγματι υπήρξε η τούρκικη κατοχή. Μα το σημαντικό είναι άλλο. Η υλική δύναμη του κατακτητή, βρήκε το δάσκαλο της, στους δασκάλους των Κρυφών Σχολειών!

Αν η σύγκριση των Εθνών (Ελληνικού και Τουρκικού) γίνει στο επίπεδο της πολεμικής ισχύος τα συμπεράσματα είναι εύκολα. Αν το επίπεδο μεταφερθεί (και ενισχυθεί) στο επίπεδο των Γραμμάτων, τότε τα συμπεράσματα ικανοποιούν σε μεγάλο ποσοστό το προ-κατασκευασμένο ιδεολόγημα, περί “εκλεκτών” ή “λεύτερων” εθνών. Η μεταφορά επιχειρείται συστηματικά στα σχολικά εγχειρίδια. Η ενίσχυση της μεταφοράς παρατηρείται στην όλη μυθιστορία περί Κρυφού Σχολειού.

(3) Το υπερβολικό του πράγματος, το γόητρο του ιστορικού μύθου, τόσο ως θέση, όσο και ως επιμονή υπηρετεί καλά συγκεκριμένες επιδιώξεις. Ο ρόλος του Κλήρου, γενικά, περνά στη σφαίρα της θεωρίας περί μέγιστης αποστολής. Μεταφέρεται ο ρόλος του Κλήρου από την περιοχή της κριτικής (τόσο για το θετικό του ρόλο, όσο και για τις παραλείψεις του) στην περιοχή του μοναδικού και ανεπανάληπτου ιστορικού τιμονιέρη που αξίζει μόνο επαίνων. Αποτρέπει την ουσιαστική προσέγγιση του θέματος “κλήρος” στα ίδια χρόνια. Δημιουργεί σύγχυση, ως προς τον πραγματικό του ρόλο, τόσο στα χρόνια της οθωμανικής εξουσίας, όσο και (κυρίως) στα μετεπαναστατικά χρόνια.

Ο λόγος αναφέρεται σε “υπερβολές”, σε “μυθιστορίες”. Εντούτοις ανάγκη να λεχθεί πως πράγματι σε περιορισμένα ποσοτικά – και σε μικρή ποιότητα – πράγματα γύρω από τη μόρφωση λειτούργησαν ως χώρος επιτρεπόμενης από τον κατακτητή ανάγκης. Το όλο εκκλησιαστικό σύστημα των Χριστιανών απέναντι στην Κεντρική Εξουσία, το πρώτο μετά την Άλωση διάστημα ήταν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις δυνατό να αναπαράγει τη θρησκευτική του αυτόνομη φυσιογνωμία. Άρα, βασική ανάγκη, η διαδικασία αναπαραγωγής τούτης της φυσιογνωμίας περνούσε από τη μεγάλη δυσκολία της παραγωγής των ανθρώπων εκείνων που θα είχαν ως στόχο τους τούτη την αποστολή.

Τα στελέχη αυτής της ιδεολογίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ξεχωριστής θρησκευτικής οντότητας των υποδουλωμένων 0 μια και για την τότε εποχή το ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ κριτήριο ήταν ταυτόχρονα το βασικό εργαλείο της διάκρισης για την ιστορική προέλευση κάθε “γένους”. Ένα σημείο, η παραδοχή πως σε περιορισμένη κλίμακα και για θρησκευτικούς κυρίως λόγους αναπαράγεται η πρακτική των “κολυβογράμματων”. Δεύτερο σημείο, η τοποθέτηση πως η γενίκευση αυτής της περιορισμένης κίνησης σαν μιας ΕΥΘΕΙΑΣ πρωτοβουλίας για Παιδεία υπό των υπογείων οδηγείται σε ιστορικό κενό, μια και προσκρούει, κυρίως σε αναγκαστικές δυσκολίες και πολιτικές πρακτικές της εποχής της Τουρκοκρατίας, αλλά και των περιόδων που προηγήθηκαν.

Παιδεία και Ιδεολογία

Ο χώρος της παιδείας, το πεδίο άσκησης μιας σημαντικής πολιτικής επιλογής. Ο παραδοσιακός τρόπος παρουσίασης των ιστορικών φαινομένων, μια παράξενη γραμμική κίνηση γεγονότων (στρατιωτικών κυρίως), ανάμεσα στις αποχρώσεις του Μαύρου (βάρβαροι, ασιάτες) και Άσπρου (ελληνικό πνεύμα, ευρωπαϊσμός).

Μια σειρά από ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ, μικρής αλλά πικρής ακτινοβολίας γιατί θεωρούν τον πολιτισμό των ανθρώπων μέσα από φαεινούς σχηματισμούς στην κομματικό – ιδεολογική συνείδηση, και όχι στους ίδιους τους ρυθμούς εξέλιξης των κοινωνιών.

Η Άννα Φραγκουδάκη στο έργο της “Τα Αναγνωστικά Βιβλία του Δημοτικού Σχολείου”, σχολιάζει το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας στο παραδοσιακό σχολείο:

“Μέσα από την “ιστορία” περισσότερο απ’ όσο μέσα από οποιοδήποτε άλλο θέμα, η προσπάθεια του ιδεολογικού πειθαναγκασμού είναι τόσο έντονη και τόσο άμεση ώστε η βασική λειτουργία του βιβλίου, που είναι η μετάδοση γνώσεων, δεν έρχεται μόνο σε δεύτερη μοίρα, αλλά συχνά περιφρονείται τελείως. Υπάρχει συνειδητή παραποίηση, θελημένη μετάδοση ψευδών γνώσεων, όταν με αυτές μεταδίδονται πειστικότερα, οι “αρχές”. Μια από τις “αρχές” αυτές στο μάθημα της Ιστορίας: Τα λαμπρά πρόσωπα μιας ιστορικής περιόδου (Περικλής, Μεγαλέξανδρος, Αυτοκράτορες στο Βυζάντιο, Κλήρος επί Τουρκοκρατίας) είναι εκείνα που διαμορφώνουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Είναι εκείνα που ποδηγετούν την Ιστορία αναγκάζοντας την να ακολουθεί δρόμους που εκείνοι προεπέλεξαν. Ας σημειωθεί ιδιαίτερα πως ΤΑ ΕΚΛΕΚΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, εν αγνοία των πολιτικό – κοινωνικών δεδομένων μιας εποχής είναι ο μόνος ιστορικός λόγος που συνήθως επιτρέπει να υπάρχει λ.χ. Χρυσός αιώνας ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ. Η όποια προσωπικότητα – χαρισματική ή λιγότερο σημαντική – συμβάλλει σ’ ένα βαθμό στη διαμόρφωση της ιστορικής ζωής. Ο βαθμός όμως ο συνολικός, απευθύνεται στην συνολική ιστορική κοινωνία. Που ανάγκη είναι να προσεγγίζεται συνολικά, ως απαραίτητη προϋπόθεση για ολικά συμπεράσματα. Στο ζήτημα τέλος, περί Κρυφού Σχολειού, και ας πούμε δημιουργική αντιπαλότητα Προεδρικού Διαγγέλματος και Καθηγητικού Σημειώματος χαρακτηρίζεται από μια ζωντάνια παρουσίασης θέσεων, αλλά και χαρακτηρίζει ορισμένες καλές ιδεολογικές διελκυστίνδες στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο.

Ο καθηγητής νόμιζε πως “η εποχή αυτών των ιστορικών μύθων και της εξουδετέρωσης της ιστορικής αλήθειας, ανήκει στο παρελθόν και πως εμπίπτει στην επαγγελματική αρμοδιότητα του ιστορικού”!

Οι εφτά αναγνώστες, ενδεικτικά, ίσως, προτείνουν προς τον Καθηγητή αναθεώρηση κάποιων πραγμάτων από τα όσα “νομίζει”.

Την ιστορική γνώση και συνείδηση στον νεοελληνικό κόσμο, την διαμορφώνει κατά μέγιστο βαθμό η σχολική της οπτική. Και αυτή είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία που εξακολουθεί και μετασχολικά να συνοδεύει τις ιστορικές (ατομικές) αποσκευές του νεοέλληνα. Τίποτα το παράξενο, μια και η σχολική οπτική παρέχει μια εξαίσια “συνταγή”: η αλήθεια είναι δοσμένη, η έρευνα απαγορευμένη, η πρόκληση της ΚΡΙΤΙΚΗΣ ιστορίας ΑΠΟΥΣΑ…

Ίσως γι’ αυτό και το κλίμα που φαίνεται να υπάρχει στις επιστολές των εφτά, να είναι λογικά “φυσιολογικό”. Μια ιστορική διαδικασία – η σχολική – όταν λειτουργεί ως ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΜΟΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ, αποδίδει καρπούς που αντανακλούν κατ’ ευθείαν αυτή τη διαδικασία.

Ωστόσο, απ’ όλη την “κουβέντα” περί Κρυφού Σχολειού μένει τούτο: είναι πολύ ενθαρρυντικό που ο διάλογος – έστω και ως παράξενη αφετηρία – ανοίγει τις σελίδες του.

Η διάζευξη ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ , λειτουργεί καλύτερα αν μένει χρονικά διαρκής. Η αναζήτηση, ο προβληματισμός, τα ερωτηματικά, να είναι ένας ζωντανός κόσμος απάντησης στην άκριτη αποδοχή και το εξ ουρανού χειροκρότημα – γνώρισμα παλαιότερων εποχών.

Να πως αυτός ο ζωντανός κόσμος, είναι ένα από τα στοιχεία που θα μπορούν να συνθέτουν καλύτερες ιστορικές “συνταγές”, ενός νέου κοινωνικού ερωτηματολόγιου.