Κύπριοι, ομογενείς και αλλογενείς…

Το θέμα δεν έκλεισε, αφού πολλά είναι ακόμα σε αναζήτηση λύσεων. Είναι όμως ενδιαφέρον πως τα δύο υπουργεία παιδείας της Ελλάδας και της Κύπρου συμφώνησαν σε ρυθμίσεις που θέτουν τους υποψήφιους για εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ σε μια νέα τροχιά. Έτσι τα πράγματα έγιναν πιο στρογγυλά: όσοι απόφοιτοι από το κυπριακό λύκειο θέλουν να είναι υποψήφιοι   για εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ και ο ένας εκ των γονέων έχει ελληνική καταγωγή δεν θα μπορούν να μπουν στα πανεπιστήμια της Ελλάδας  μέσω των εξετάσεων που οργανώνει το κυπριακό Υπουργείο Παιδείας αλλά μόνο μέσω των εξετάσεων που οργανώνει το ελληνικό ΥΠΕΠΘ για την κατηγορία που ονομάζεται  “ομογενείς”.  Με άλλα λόγια το ελλαδικό ΥΠΕΠΘ ενσωματώνει την ειδική κατηγορία των κυπρίων μαθητών στην ευρύτερη κατηγορία των «αλλοδαπών-αλλογενών» στην οποία θα είναι και οι απόφοιτοι λυκείων από τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Τα δύο υπουργεία  με κοινή απόφασή τους στις 23 Ιουνίου 2005 έθεσαν το ζήτημα στη νέα του διάσταση και υπεγράφη η νέα ρύθμιση.  Αυτή η ρύθμιση στην πράξη σημαίνει ότι τα παιδιά που ολοκληρώνουν το κυπριακό λύκειο με ένα εκ των γονέων ελλαδικής καταγωγής δεν θα μπορούν  να  παρακαθήσουν  στις προεισαγωγικές εξετάσεις που οργανώνει το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου αφού μπαίνουν σε άλλη κατηγορία.

Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί ότι η συμφωνία της 23/6 δεν έτυχε μιας δημόσιας υποστήριξης. Δηλαδή αυτοί που είχαν την ευθύνη αυτής της εξέλιξης δεν μπήκαν στον κόπο να την εξηγήσουν στην κοινή γνώμη, να τεκμηριώσουν αυτή ή την άλλη εξέλιξη. Αυτή η αλλαγή σημαίνει πολλά και χρειαζόταν δημόσια τεκμηρίωση από εκείνους που την υπέγραψαν ( τι οδήγησε σε αυτή την αλλαγή, τι επιδιώκεται με την ρύθμιση αυτή).

Επί της ουσίας η ρύθμιση αυτή, στη δική μου κρίση, είναι ακατανόητη. Οι μετέχοντες της ελληνικής κυπριακής παιδείας  στο τέλος του λυκειακού κύκλου έχουν τις ίδιες δυνατότητες στην ανάπτυξη της  γνώσης , των δεξιοτήτων τους, στον ανταγωνισμό των εξετάσεων. Είναι μέτοχοι της ίδιας παιδείας, συνεπώς  αυτό το στοιχείο είναι καθοδηγητικό στοιχείο μιας σταθερής πορείας ίσων ευθυνών και ίσων ευκαιριών.

 Η σύγκριση ανάμεσα στην ελληνική παιδεία στην Κύπρο με εκείνη που λαμβάνει ένας μαθητής με ελληνική καταγωγή λχ στη Γερμανία είναι , εκτός άλλων, άστοχη. Είναι μη συγκρίσιμα ποιοτικά μεγέθη. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε  ήδη στη νομοθετική ρύθμιση στη βουλή των ελλήνων στηριγμένη στην απόφαση της 23/6. Αυτό  οδήγησε σε μια συζήτηση,  ενώ  τα σωματεία των ελλαδιτών στην Κύπρο αντέδρασαν. Ακόμα και σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί δημόσια αυτή η ρύθμιση αλλά προκρίθηκαν εσωτερικές διαδικασίες. Συνεπώς μόνο με υποθέσεις μπορεί κανείς να φθάσει στον πυρήνα του ζητήματος. Ίσως να πρόκειται για αδέξιο υπολογισμό, ίσως να πρόκειται για μια μεθοδευμένη κίνηση για να αυξηθεί ο αριθμός των «ιδιαιτέρως» κυπρίων  στα ελληνικά ΑΕΙ , δηλαδή των παιδιών με τους δύο γονείς κυπρίους. Εάν αυτό ήταν πίσω από την απόφαση της 23ης Ιουνίου τότε θα πρόκειται για μια βαθιά απαράδεκτη προσέγγιση που συγκρούεται με όλες τις σύγχρονες αντιλήψεις για τους μετέχοντας μιας κοινής παιδείας μαθητές. Εάν το κριτήριο ήταν να δώσουμε κάποιες επιπλέον θέσεις «στα δικά μας παιδιά , δηλαδή με τους δύο γονείς κυπρίους» τότε πρόκειται για μια παράδοξη  αντίληψη που απλώς εκθέτει τους εμπνευστές της. Μόνο που το υπέγραψαν στις 23/6 δείχνει σε ποια κατεύθυνση θέλουν να κινούνται τα πράγματα και οι σημερινές «δεύτερες σκέψεις» μπορεί να είναι μέρος του μονότονου έργου που εκτυλίσσεται γύρω από την έννοια της ελληνικότητας στην εποχή της σύγχυσης.…

Όλα τα κυπριακά κόμματα απέρριψαν τη ρύθμιση της 23/6 και το επακόλουθό της με την αλλαγή της νομοθεσίας αλλά το πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει την ευθύνη να επανορθώσει μια κακή της επιλογή και όσοι από το Υπουργείο Παιδείας Κύπρου  έλαβαν μέρος στη συγγραφή του κειμένου της 23/6 είναι χρήσιμο να ξανασκεφθούν την ανάλυσή τους..

Αυτό το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με τη συγκεκριμένη ρύθμιση: συνδέεται με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την άσκηση της παιδείας σήμερα, και τις αντιλήψεις μας για τους νέους σε μια εποχή που δεν μοιάζει με τη χθεσινή.