Ο Γκορμπατσόφ στο κατώφλι της ΕΟΚ

Εν αρχή ην η περεστρόϊκα. Η συνέχεια «περπατά» σε δηλώσεις και πράξεις. Στις 15 και 16 Ιανουαρίου 1987 καταγράφονται οι πρώτες – αυτού του είδους – συνομιλίες ανάμεσα σε ΕΟΚ και Σοβιετική Ένωση. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΟΚ ήταν ο υπεύθυνος της Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών σχέσεων Πάμπλο Μπενεβίντες και από την άλλη πλευρά επικεφαλής ήταν ο σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Γιούρι Μποζίκιν. Κυρίαρχη θέση στις συνομιλίες κατείχε το θέμα της αναζήτησης τρόπων ώστε να εγκαινιαστούν επίσημες σχέσεις ανάμεσα στα δύο μέρη. Πρόταση – για τώρα – η υπογραφή εμπορικής συμφωνίας. Η συνάντηση των δύο αυτών αξιωματούχων ασφαλώς και δεν ξάφνιασε. Προηγήθηκε (Νοέμβριος 1986) η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Εντβαρτ Σεβαρντνάτζε, υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ και του Βιλ Ντε Κλερκ, επίτροπου της ΕΟΚ με αρμοδιότητα στις εξωτερικές σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της. Θα ήταν προφανώς ένα ανώδυνο βήμα, να αποδοθεί όλη αυτή η κινητικότητα απλά και μόνο στην «περεστρόϊκα», σε ρυθμό Γκορμπατσόφ. Γιατί ακριβώς μέσα σε τέτοια επίπεδα σχήματα, χάνεται ένα μέρος της ουσίας της επιχειρούμενης σοβιετικής άνοιξης. Αναζητεί το ηγέτης της «περαστρόικα» τις αλλαγές με στόχο να γίνει το μέλλον μια υπόθεση της «κοινής μας δουλειάς, του μυαλού και της συνείδησής μας». (Μ. Γκορμπατσόφ, εισήγηση στην Κ. Ε. του ΚΚΣΕ, 27 Ιανουαρίου, 1987).

Ο ΚΟΣΜΟΣ … ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ

Το κλίμα έχει αλλάξει. Και το κλίμα αλλάζει επιλογές – εν μέρει και τις προτεραιότητες. Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ αποκτά κάποιες καινούργιες φόρμες γραφής. Τρία ενδεικτικά, χαρακτηριστικά της:

1. Φαίνεται πως κάνει μικρά βήματα αμφισβήτησης (στην πράξη) σε σχέση με την παραδοσιακή σοβιετική διάκριση του κόσμου σε «μαύρο» και «άσπρο». Δηλαδή, πως ο κόσμος υπάρχει χωρισμένος «δυνάμει» σε δύο κόσμους – του ιμπεριαλισμού (Αμερική) και της ειρήνης (Σ. Ένωση). Και επομένως, οφείλει ο καθένας να τοποθετείται κάνοντας επιλογές (δεσμευτικές) ανάμεσα σε δύο «γραμμές». Αυτός «κάθετος» διπολισμός (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ), τουλάχιστον σε ορισμένες όψεις του (λ.χ. Κίνα, Ελλάδα) φαίνεται πως έμπρακτα αναθεωρείται.

2. Αυτός ο έμπρακτος αναθεωρητισμός οδηγεί στο συμπέρασμα πως η σοβιετική διπλωματία ασκεί (και εν μέρη ασκείται) στη λεγόμενη πολιτική των αποχρώσεων. Παρεμβαίνει δηλαδή σε ορισμένα διεθνή ζητήματα, υπερβαίνοντας τη στενή λογική που επιδιώκει απόκτηση (και μόνο) σοβιετικών πόντων ή μονοσήμαντης αξιοποίησής τους προς δόξα της προοπτικής του παγκόσμιου διπολισμού. Παραδείγματα: Αναβάθμιση σχέσεων με Ιταλικό Κ.Κ., μείωση εν γένει της πολεμικής κατά τους ευρωκομουνισμού, ενίσχυση (μέσω Συρίας) των προσπαθειών Αραφάτ για άρση του σχίσματος στους κόλπους της ΟΑΠ, κινήσεις για ύπαρξη γεφυρών επαφής με Ισραήλ, βελτιώσεις στη Μεσανατολική πολιτική της.

3. Μια παράδοση δεκαετιών όπου το «γνωστό» και το «δεδομένο» βασιλεύουν, μάλλον περνά στην σφαίρα της αμφισβήτησης. Η Σοβιετική διπλωματική μηχανή εμπλουτίζεται και με το στοιχείο του χρονικού αιφνιδιασμού στις κινήσεις της, λ.χ. Σοβιετικές προτάσεις για το Κυπριακό. Ένας βραδυκίνητος μηχανισμός – στηριγμένος στην αυτοϊκανοποίηση της πάντα ορθής διάγνωσης, λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις ως προέκταση του συντηρητισμού και της «ασφάλειας» που το γνωστό συνήθως δρομολογεί (περίοδος Μπρέζνιεφ).

Αυτές οι τρεις σύντομες διαπιστώσεις, βεβαιώνουν πως και μετά την πολιτική Γκορμπατσόφ (συν Σεβαρντνάτζε, Ντοπρίνιν) βρίσκεται υπό διαμόρφωση μια ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ σε επιλογές, τακτικές κινήσεις, ύφος, και προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Μόσχας. Ο Φρανσουά Μιττεράν σε παρόμοιες περιπτώσεις συνηθίζει να λέει: «Παρομοίασα τα γεγονότα της ιστορίας, με έναν καλπάζον άλογο. Μερικοί από τους αναβάτες καταφέρνουν να το δαμάσουν. Άλλοι δεν φτάνουν μέχρις εκεί, αλλά έστω κι αν δεν το δαμάσουν, τουλάχιστον το κάνουν να ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση». Μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι σκέψεις Μιττεράν «δένουν» με τα υπό διαμόρφωση δεδομένα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Μιττεράν προσθέτει πως «ο χρόνος αποτελεί καλό συνεταίρο…». Ας τον αφήσουμε, λοιπόν, να δώσει εκείνος τα δικά του (επιπλέον) στοιχεία, τουλάχιστον για να δούμε το είδος αυτού του συνεταιρισμού.

ΑΝΟΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΕΟΚ

Ο ίδιος ο Σοβιετικός ηγέτης Μ. Γκορμπατσόφ δηλώνει πως «η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ προσδιορίζεται από την εσωτερική πολιτική της». Επομένως θεωρεί πως η αλληλεξάρτηση των «δυο» πολιτικών δημιουργεί όρους και προϋποθέσεις για ένα ολικό βήμα προς επεξεργασία νέων θέσεων. Στον ευρωπαϊκό χώρο θα ξεχωρίζαμε δύο σημαντικά γεγονότα. Για την Α. Ευρώπη ο Μ. Γκορμπατσόφ επίσκεψη στην Πράγα, (11 Απριλίου 1987), δηλώνει πως «ουδείς έχει δικαίωμα προνομιακής θέσης στους κόλπους του σοσιαλιστικού κόσμου. Η αυτονομία κάθε κόμματος, η ευθύνη του απέναντι στο λαό του, το δικαίωμα του να επιλύει με τρόπο αυτόνομο τα προβλήματα ανάπτυξης της χώρας του, αποτελούν για μας αρχές απαράβατες…»

Στο χώρο της Δ. Ευρώπης το άνοιγμα προς την ΕΟΚ (επαφές Μπεναβίντες – Μποζίκιν) είναι από την «φύση» του κάτι καινούργιο. Ωστόσο δεν είναι το μόνο. Μια σειρά από διπλωματικές πρωτοβουλίες της Μόσχας στοχεύουν ακριβώς στο να καταδείξουν τη νέα ταυτότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι πυκνές επαφές ανάμεσα σε κυβερνήσεις και κόμματα της αντιπολίτευσης χωρών της Δ. Ευρώπης λ.χ. Βρετανία, Γαλλία. Με άλλα λόγια η Μόσχα επιχειρεί να δει την Δ. Ευρώπη έτσι όπως σήμερα παρουσιάζεται να είναι: μια Ευρώπη των πολλών (πολιτικών) ταχυτήτων, επομένως να την αναλύσει πέρα από το παραδοσιακό σχήμα περί Ευρώπης «προέκτασης» ή «βραχίονα» της πολιτικής των ΗΠΑ και μάλιστα δίπλα στη δική της «αυλή». Μερικοί πολιτικοί σχολιαστές ερμηνεύουν την Σοβιετική ευρωπαϊκή «στροφή» σαν αποτέλεσμα της επιθυμίας της να παίξει το ευρωπαϊκό «χαρτί», εναντίον των ΗΠΑ ή έστω ανταγωνιστικά με αυτές: Αν αυτή η ερμηνεία έχει ένα μέρος ρεαλισμού, τότε θα πρέπει να προεκτείνουμε την ερμηνεία αυτή πέρα από τη λογική του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων. Πως δηλαδή η διπλωματική σχολή της Μόσχας κινείται πια στον κόσμο ερμηνεύοντας την πολλαπλότητα των κόσμων όχι όπως θα ήθελε να είναι (ιμπεριαλισμός – σοσιαλιστικός κόσμος) αλλά όπως είναι: με ισορροπίες και δεσμεύσεις, με βήματα σημειωτόν και κυρίως με αποδοχή του δικαιώματος στην αντιπαλότητα, σε περιφερειακό επίπεδο – ιδεολογία, συμμαχίες. Ας καταγραφεί εδώ το παράδειγμα της Σαντινιστικής Νικαράγουας ως ένα τέτοιο εντυπωσιακό δείγμα αυτών των καινούργιων δρόμων της σοβιετικής διπλωματίας. Στο στενά δυτικοευρωπαϊκό χώρο, το άνοιγμα της Μόσχας προς την ΕΟΚ έχει και πιο προσδιορισμένες συνέχειες. Πάνω από 100 βιομηχανικές φίρμες έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για κοινές επιχειρήσεις μέσα και με τη Σ. Ένωση (Ιανουάριος 87). Αυτό το πολιτικοοικονομικό άνοιγμα ερμηνεύεται σαν ένας τρόπος επιβεβαίωσης της ρήσης Γκορμπατσόφ (σύνδεση εξωτερικής με εσωτερική πολιτική) και μάλιστα με πανευρωπαϊκές προδιαγραφές και ρυθμούς. Ωστόσο ειδικότερες αναφορές με ελληνικό «περιεχόμενο» έχουν ήδη καταγραφεί: Η είδηση έρχεται από την Κύπρο αλλά το βεληνεκές της έχει πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Ο διευθυντής του πρώτου ευρωπαϊκού τμήματος – του Σοβιετικού Υπουργείου Εξωτερικών Νικολάι Αθανασιέφκσι (6 Απριλίου 1987) σε δηλώσεις του στη Λευκωσία δίνει μια είδηση που – ενδεχομένως – να αποδειχτεί σαν μια από τις πιο σημαντικές ειδήσεις αυτής της χρονιάς:

«Το Κυπριακό είναι το μόνο πρόβλημα που παραμένει άλυτο επί 24 χρόνια στην Ευρώπη η οποία ως σύνολο θα πρέπει να καταβάλει προσπάθειες για να το λύσει» (Ελευθεροτυπία, Αθηνών 7 Απριλίου 87). Αυτή η έκφραση «η Ευρώπη ως σύνολο», αναδεικνύει ακριβώς αυτό που ονομάστηκε στην προηγούμενη ενότητα ως πολιτική των αποχρώσεων, η οποία υπερβαίνει (στην πράξη) την λογική περί παγκόσμιου διπολισμού. Η δήλωση Αθανασιέφσκι, και μάλιστα σε χρονικό διάστημα που εντυπωσιάζει, γίνεται είδηση προσδιορισμένη. Η εφημερίδα το «Ποντίκι» (15 Μαϊου 1987) αποκαλύπτει – και η ελληνική κυβέρνηση την ίδια μέρα επιβεβαιώνει – πως η Σοβιετική Ένωση έκανε «κρούσεις» στην προεδρία της ΕΟΚ (Λεό Τίντεμανς) ώστε να «δοθεί υποστήριξη στα πλαίσια της πολιτικής συνεργασίας των 12 στη σοβιετική πρόταση για Διεθνή Διάσκεψη στο Κυπριακό».

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ

Ασφαλώς και είναι σπουδαίας σημασίας το γεγονός πως αυτός ο διπλωματικός αναθεωρητισμός σε ρυθμό Γκορμπατσόφ διέρχεται πολυεπίκεντρα και από το Κυπριακό. Δημιουργεί ορισμένα ρήγματα σε παραδοσιακά σοβιετικούς τρόπους αντίκρυσης του Κυπριακού που απαιτείται και να μελετηθούν επαρκώς και κυρίως να αναλυθούν τα αίτια κίνησής τους. Στο γενικότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο, οι ισορροπίες επιμένουν: Α) Το δυτικό-ευρωπαϊκό άνοιγμα της Μόσχας δεν σημαίνει ότι αναιρεί ισορροπίες δεκαετιών όπως κυρίως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύ δε περισσότερο δεν σημαίνει πως η Μόσχα έχει κλείσει τα μάτια της μπροστά στις υπαρκτές αντιπαλότητες με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Εξάλλου οι δεσμεύσεις της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας θα βασανίζουν τον κόσμο της για δεκαετίες ακόμη. Η ενιαία Ευρώπη, έγινε σχηματικά Ανατολή – Δύση.

Β) Το ότι όμως μέσα σ’ αυτές τις πολιτικοστρατιωτικές αντιπαλότητες (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ, ΝΑΤΟ – Σύμφωνο της Βαρσοβίας), δημιουργείται ένας χώρος διαλόγου (πολιτικού, εμπορικού) ανάμεσα στους δύο ευρωπαϊκούς πόλους και μάλιστα με όρους πρωτοποριακούς, αυτό εκ των πραγμάτων θα υποβοηθήσει στη μείωση της έντασης, και στη δημιουργία κλίματος για ξεπέρασμα πτυχών της μαχητικής συνύπαρξης ανάμεσα στις δύο Ευρώπες. Επίσης να υπογραμμιστεί και το είδος των νέων σχέσεων: ο ευρύς πολιτικός χώρος της «Δύσης» κινείται με διάφορες ταχύτητες, εν μέρει και στρατηγικές. Το ότι η Σ. Ένωση αναπτύσσει πολυεπίπεδες σχέσεις με αυτή τη Δυτική Ευρώπη, σημαίνει πως αναλύει με όρους μακροπολιτικής τη δυναμική των συγκρούσεων ακόμα και μέσα στους κόλπους της ΕΟΚ, των δύο ταχυτήτων (Βορράς – Νότος στους 12).

Γ) Θα ήταν σίγουρα μια υπερβολή πρώτου μεγέθους να στηριχθεί στα σοβαρά η άποψη πως μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, γίνονται κοσμογονικές μεταβολές. Άλλωστε μόνο ρομαντικοί της πολιτικής θα μπορούσαν να υποστηρίξουν (ή και να κάνουν) κάτι τέτοιο. Όμως αυτή η μικρή κινητικότητα που παρουσιάζεται στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης επί Ευρωπαϊκού εδάφους κρύβει ένα σημαντικό κύκλο έρευνας ή και τοποθετήσεων σε στρατηγική βάση.

Δ) Η Ευρώπη σταδιακά «συνομιλεί» με τον ενιαίο χαρακτήρα της και το ιστορικό πολιτιστικό της πρόσωπο. Η Ευρώπη δεν τεμαχίζεται, ούτε αρκείται σε οριοθετήσεις σε ρυθμούς Βερολίνου. Η άποψη της ΕΝΙΑΙΑΣ Ευρώπης, από τα Ουράλια όρη ως τον Ατλαντικό ωκεανό αποτελεί ένα προγραμματικό όραμα που ενώ λαμβάνει υπόψη τις διαμορφούμενες σήμερα ισορροπίες (και δεν τις υποτιμά), εντούτοις δικαιούται, να αποκτήσει και εκείνη ένα καινούργιο προσανατολισμό. Εκείνου που υπερβαίνει δημιουργικά το σχίσμα του Βερολίνου, στοιχίζει όρους για μια Ευρώπη των λαών της και βεβαίως αγωνίζεται να κατακτήσει το δικαίωμα στην άρθρωση αυτόνομης φωνής έξω από την λογική των φιλόδοξων κηδεμόνων της. Ασφαλώς και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να «χαλαρώσει» το ιδεολογικό τσιμέντο που περιβάλλει (ή που διασχίζει) τις δύο Ευρώπες. Που σημαίνει πως το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσά τους μπορεί να αρχίσει να λειτουργεί με όρους περισσότερο πολιτικούς και λιγότερο στρατιωτικούς. Για να ανθίσει – μακροχρόνια – ένα ευρωπαϊκό μοντέλο πολυφωνίας.

Αλλά, αν αυτά τα ζητήματα υπό τις σημερινές τους οπτικές μοιάζουν σαν κουβέντα με την ουτοπία, εν τούτοις, ας μη διαφεύγει της προσοχής μας πως αυτές οι δημιουργικές ουτοπίες έζησαν για αιώνες μέσα σε ιδεολογικά εργαστήρια στον ίδιο τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Επομένως όταν μιλάμε για μια επιτάχυνση σχέσεων ανάμεσα στις δύο Ευρώπες, σημαίνει πως, καλούμε την δημιουργική ουτοπία να πάρει θέση σε ιστορικό ραντεβού. Εκείνο της Ενιαίας Ευρώπης, του πολιτικού, κοινωνικού, και πολιτιστικού πλουραλισμού της.

EΦΗΜΕΡΙΔΑ, Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, 1987