Πλαίσιο αρχών για μια νέα πολιτική

Ομιλία σε εκδήλωση προβληματισμού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, 1996
Λευκωσία, 10 Μαρτίου 1996

Εθνικά Θέματα

Απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων στις νέες συνθήκες είναι να υπάρχει διάθεση αδέσμευτης από τα παραδοσιακά σχήματα σκέψης και με την αποδοχή της  βασικής διαπίστωσης ότι ο κίνδυνος προέρχεται «εξ Ανατολών» για το  σύνολο του ελληνισμού.

Κυπριακό – Ελληνοτουρκικές σχέσεις

Με γνώμονα την πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, θα πρέπει να προωθηθεί η σύνδεση της με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ασφαλείας (ΔΕΕ, Συνεταιρισμός για την Ειρήνη).

  • Στόχος η ικανοποίηση των ελληνοκυπρίων στο πρωταρχικής σημασίας θέμα της ασφάλειας σε περίπτωση επίλυσης του Κυπριακού.
  • Προώθηση θα πρέπει να τύχει και η Μεσογειακή Πολιτική της Κύπρου με συγκεκριμένα πολιτικά – οικονομικά προγράμματα συνεργασίας (αξιοποίηση αποτελεσμάτων Ευρωμεσογειακής Διάσκεψης Βαρκελώνης). Έτσι οι γεωστρατηγικοί ρόλοι που λειτουργούσαν έως σήμερα ως μειονεκτήματα, μετατρέπονται σε πλεονεκτήματα.
  • Το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) για να αποφύγει τον εκφυλισμό πρέπει να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς στην ολοκλήρωση του, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
  • Σταδιακή απεξάρτηση της εξωτερικής πολιτικής από τους προσωπικούς χειρισμούς, με εισαγωγή θεσμών συλλογικής και επιστημονικής πολιτικής (αναδιάρθρωση και αναβάθμιση Εθνικού Συμβουλίου με συμμετοχή τεχνοκρατών, ενίσχυση ομάδων εργασίας μέσα και έξω από το Κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών, υποβοήθηση ανάπτυξης ανεξάρτητων ερευνητικών κέντρων με αξιοποίηση σχετικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων).
  • Σύσταση Μόνιμης Γραμματείας του Εθνικού Συμβουλίου με κύριο στόχο την εγγύηση της συνέχειας και της συνέπειας σε ότι αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
  • Θεσμοθέτηση της συνεργασίας – συντονισμού Ελλάδας και Κύπρου με βάση τρεις άξονες:

α. συνεργασία σε όλα τα Εθνικά Θέματα.

β. ανάδειξη της οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο διεθνή χώρο, ειδικότερα στο μεσογειακό, βαλκανικό και ευρωπαϊκό.

γ. υπέρβαση της θεωρίας του «εθνικού κέντρου», κάτι που προϋποθέτει την οικοδόμηση σχέσης εταιρικότητας, όπου η Κύπρος δεν έχει μόνο να πάρει αλλά έχει και να δώσει, πράγμα που επείγει να γίνει συνείδηση και πράξη.

Άλλα εθνικά θέματα

Βασική αρχή η Κύπρος στηρίζει και αξιοποιεί έμπρακτα όλες τις επιλογές που απελευθερώνουν τον παράγοντα ομαλοποίηση – διπλωματική και οικονομική επιρροή στον ευρύτερο χώρο (Βαλκάνια, Μ. Ανατολή). Η πιο πάνω λογική βρίσκεται την εφαρμογή της στη στήριξη τρεχουσών επιλογών στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και στο θέμα των Σκοπίων. Ο χώρος της πρώην ΕΣΣΔ, και ο εκεί Ελληνισμός είναι ένα πεδίο όπου ρεαλιστικά η Κύπρος μπορεί να αναπτύξει δράση πολύμορφης στήριξης, καταξιώνοντας έτσι την εταιρική σχέση με την Ελλάδα και τον Ελληνισμό της διασποράς. Ο Ελληνισμός της διασποράς έχει αποκτήσει την αυθυπαρξία του. Μόνο εάν ιδωθεί μέσα από τη σχέση της «εταιρικότητας» θα μπορέσει να ξεπεραστεί η αναποτελεσματική πλέον παραδοσιακή λογική της «αξιοποίησης» του. Μέσα από αυτήν την οπτική θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και να υποστηριχθούν πρωτοβουλίες όπως η δημιουργία Παγκόσμιου Συμβουλίου του Ελληνισμού. 

Για την Κυπριακή Κοινωνία

Τόσο το εθνικό θέμα, όσο και οι ιδιομορφίες στην ανάπτυξη της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας επηρεάζουν καταλυτικά τη διάρθρωση και το βαθμό συνοχής της. Βασική, όμως, προϋπόθεση για αντιμετώπιση των αδυναμιών και προβλημάτων της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας είναι από τη μια, οι ιδιομορφίες να μην ανάγονται σε άλλοθι, και από την άλλη το κυπριακό να αντικρίζεται ως κίνητρο για εκσυγχρονισμό – αναδιάρθρωση και όχι ως ανασταλτικός παράγοντας για κάτι τέτοιο. Η οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης του κοινωνικού ιστού, προσκρούει στις αδυναμίες επικοινωνίας. Οι απόψεις και οι ιδέες μοιάζουν να κινούνται σε παράλληλα, μη εφαπτόμενα κανάλια, κυρίως γιατί η σύγκρουση ιδεών, συγχέεται με την αντιπαράθεση προσώπων. Γι’ αυτό και κατά κανόνα επιλέγεται η οδός των παράλληλων μονολόγων, της αλληλοανοχής και της εκχώρησης ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε ζώνες ιδεολογικής επιρροής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναπτύσσονται εύκολα και άλλα φαινόμενα, όπως η αποφυγή του δημοσίου διαλόγου, η ξύλινη γλώσσα των δημοσίων προσώπων και η συνομωσία της σιωπής.  Κανένα βήμα προς τα εμπρός δεν είναι εφικτό, εάν προηγουμένως δεν καταξιωθεί στην κυπριακή κοινωνία το αγαθό της αντιπαράθεσης ιδεών, και ο διαχωρισμός ανάμεσα στις συγκρούσεις προσωπικού χαρακτήρα και εκείνες των ιδεών.

Είναι προφανές ότι ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός συναρτάται άμεσα με τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων. Οι πελατειακές σχέσεις μπορεί βραχυπρόθεσμα να συντηρούν την επίφαση των κομματικών μηχανισμών, μακροπρόθεσμα όμως μειώνουν το κύρος του πολίτη. Ήδη, η έντονη τάση απομάκρυνσης του πολίτη από την πολιτική και κομματική ζωή, αντανακλά της δυσπιστία που παράγει ο θεσμός του ρουσφετιού. Αυτό, ίσως, αποτελεί και μια πρώτη άσκηση πίεσης προς τα πολιτικά κόμματα για αλλαγή του τρόπου συμπεριφοράς προς τον πολίτη. Θα πρέπει, όμως, για να είναι αποτελεσματικότερη αυτή η έκφραση δυσαρέσκειας, να συστηματοποιηθεί.

Αξιοκρατία, αλλά πώς

Ένα άλλο πρόβλημα που μαστίζει την κυπριακή κοινωνία είναι το σύνολο των «γραπτών και άγραφων νόμων» που ευνοούν την γεροντοκρατία και την ανακύκλωση των ιδίων προσώπων στις θέσεις – κλειδιά (εντός και εκτός κρατικών υπηρεσιών). Αυτό έχει σαν συνέπεια τη μη αξιοποίηση αξιόλογου δυναμικού της κυπριακής κοινωνίας και την εξώθηση ενός τμήματος του στο μόνιμο εκπατρισμό. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος περνά μέσα από μια ριζοσπαστική αντίκρυση του θεσμικού πλαισίου. Για να είναι εφικτή, όμως, η μεταρρύθμιση θα πρέπει να είναι και κοινωνικά αποδεκτή. Αυτό προϋποθέτει τη σταδιακή κατάργηση των στοιχείων εκείνων που γεννούν την καχυποψία στην κοινωνία, ότι πίσω από τους όρους «αξιοκρατία», «άρση της μονιμότητας» κ.λ.π. κρύβεται ο κίνδυνος για το ακριβώς αντίθετο αξιοποίηση δηλαδή, της τυχόν ελαστικότερης μορφής νόμων και θεσμών, από κέντρα εξουσίας για περαιτέρω προώθηση της αναξιοκρατίας.

Κόμματα – Πελατειακό Σύστημα

Η ταξική διαστρωμάτωση στις βιομηχανικές κοινωνίες έχει γνωστό σχήμα. Μεγάλος αριθμός εργαζομένων με εξαρτημένη εργασία, μικρός αριθμός αγροτών και αυτοτελώς εργαζομένων και μικρός αριθμός κεφαλαιούχων. Στην Κύπρο το σχήμα δεν είναι όμοιο. Μικρός ο αριθμός των εργατών, μεγάλος ο αγροτικός, ισχυρή ομάδα αυτοαπασχολουμένων. Οι μισθωτοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία, εργοδοτούνται στο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται το φαινόμενο της πολλαπλής απασχόλησης. (Ο δημόσιος υπάλληλος, στο όνομα της συζύγου του διατηρεί ένα δεύτερο επάγγελμα, είτε συναφές είτε όχι, με την πρώτη του απασχόληση.) Έτσι, η μερική απασχόληση δίνει επιπλέον εισοδήματα, γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να διαβαθμίσουμε σαφή ταξική διάρθρωση, και κατ’ επέκταση ταξικές συγκρούσεις στην Κύπρο. Αυτή η χαλαρή και πολύπλοκη διαστρωμάτωση οδηγεί συνήθως σε αγώνες διεκδικήσεων από το κράτος. Όχι αυτού που είναι εκφραστής της άρχουσας τάξης, αλλά εκείνου του κράτους που είναι προστάτης ειδικών συμφερόντων για ομάδες και στρώματα του πληθυσμού. Τα παραδοσιακά κόμματα της Κύπρου είναι προσαρμοσμένα στα πιο πάνω δεδομένα διαρθρωμένα με ποικίλα χαρακτηριστικά, απευθύνονται σε όλους, έχουν ασαφή προγράμματα, που ικανοποιούν σχεδόν όλους και δεν ενοχλούν κανένα. Στην πράξη, το μόνο χειροπιαστό πρόγραμμα τους είναι η κατάληψη του κράτους, εάν νικήσουν στις Προεδρικές εκλογές, το πελατειακό σύστημα παροχών και εξυπηρετήσεων. Το πρόβλημα, ολοένα και οξύνεται επειδή το κράτος παροχών βρίσκεται σε κρίση.

Προϋποθέσεις για τον εκσυγχρονισμό

α. διαχωρισμός του κράτους από το κάθε φορά φιλοκυβερνητικό κόμμα. Τα μέλη ενός φιλοκυβερνητικού κόμματος δεν έχουν περισσότερα προνόμια από όσα έχει – συνταγματικά – ο κάθε πολίτης, είτε ανήκει σε φιλοκυβερνητικό είτε σε αντιπολιτευόμενο κόμμα.

β. συμβάλει στην ανάπτυξη από κάθε άποψη, η αντιπαράθεση εκσυγχρονιστών και λαϊκιστών μέσα σε διάφορα κόμματα. Βοηθά στην αυτογνωσία του κομματικού φαινομένου, ώστε τα πελατειακά κόμματα να εξελιχθούν σε κόμματα προγραμμάτων και όχι γενικόλογων συνθημάτων.

γ. περισσότερη πληροφόρηση, κριτικός λόγος, ώστε ο θεσμικός συνδικαλισμός να διεκδικήσει λύσεις που θα βελτιώνουν ή θα αλλάζουν τις πελατειακές συναλλαγές. Εάν τα κενά γεμίζουν με αποδεκτά συστήματα δράσης, τότε θα μειωθεί αισθητά ο «ενδιάμεσος» ρόλος των πολιτευτών.

δ. περισσότερη πληροφόρηση, κριτικός λόγος για ότι είναι ευρωπαϊκή πρόκληση για μας. Φιλελευθεροποίηση σε ποικίλους τομείς, ανταγωνισμός που υποχρεώνει σε θεσμικές αλλαγές, περισσότερη δημοκρατία, συμμετοχή στα κόμματα. Η ψήφιση νόμου από την κυπριακή Βουλή για την ποινικοποίηση του ρουσφετιού, ουδέν πρόβλημα θα λύσει. Μάλλον θα οδηγήσει στη διακωμώδηση των θεσμών. Η μείωση της έντασης του ρουσφετιού είναι αποκλειστικό θέμα πολιτικής βούλησης, θεσμικής μεταρρύθμισης και όχι νομοθετημάτων που επισημοποιούν τη διγλωσσία και δεν πείθουν κανέναν.

ε. η συμβολή των Μ.Μ.Ε. στο να γίνεται συστηματικός διάλογος επί των πιο πάνω θεμάτων είναι απαραίτητη. Η ρήξη με τη συνήθεια χρειάζεται κριτικούς πολίτες.

στ. η οργανωμένη παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες, έχει επίσης σημαντικότατο ρόλο να διαδραματίσει, κυρίως στον τομέα της διαμόρφωσης  του αυριανού πολίτη. Χωρίς την εγγύηση της προοπτικής στο μέλλον, ότι οικοδομηθεί στο παρόν θα είναι μετέωρο.

Για να επιτύχει μια μεταρρύθμιση θέλουμε κόμματα με διαφορετικές αξίες. Εκείνα που να παράγουν πολιτική και προγράμματα. Όχι διανομές λαφύρων, πελατειακές συσχετίσεις και αρχηγικά μοντέλα δράσης. Τα κόμματα με προγραμματικούς στόχους – τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση – είναι η επαρκής απάντηση σε πλήρη αδιέξοδα.

Το συνδικαλιστικό κίνημα

Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη δομή των σύγχρονων κοινωνιών, επιφέρουν αναπόφευκτες αλλαγές και την αποστολή του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, οι συντελούμενες αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας – συνέπεια και τω διεθνών πολιτικών εξελίξεων – καθώς και οι μεταβολές στη σχέση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, είναι παράγοντες που αναδιαρθρώνουν παγκοσμίως τις ταξικές διαστρωματώσεις και σχέσεις.

Όσα συμβαίνουν σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες δεν μπορούν να αφήνουν αδιάφορο το κυπριακό συνδικαλιστικό κίνημα. Πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που οι εγγενείς ιδιαιτερότητες της ταξικής διαστρωμάτωσης  στην Κύπρο, όπως καταγράφονται στην προηγούμενη ενότητα, καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη αναπροσαρμογής προτεραιοτήτων. Το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να διαδραματίσει διευρυμένο και πιο ευέλικτο ρόλο στο χώρο της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Ζητήματα πολιτισμού, ποιότητας ζωής, παιδείας, περιβάλλοντος και ανεργίας, αναζητούν ένα νέο συνδικαλιστικό λόγο και ρόλο στη διαμόρφωση των όρων αντιμετώπισης τους. Αυτή τη μετεξέλιξη αποζητούν και οι επιπλέον ανάγκες συλλογικού αγώνα λόγω του εθνικού θέματος, καθώς και οι ανάγκες άμβλυνσης φαινομένων «συντεχνιακού ανταγωνισμού» κατά τομείς εργασίας. Για να μπορέσουν όμως τα συνδικάτα να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο πρέπει να απαλλαγούν από σύνδρομα του παρελθόντος. Προσεγγίσεις που θέλουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να περιορίζουν τη φιλοσοφία και τις πρακτικές τους στο πνεύμα των συνεχών διεκδικήσεων, στην έννοια του «κεκτημένου» και στο στείρο συντεχνιασμό, τείνουν να τις οδηγήσουν στην κοινωνική περιθωριοποίηση. Πολύ χειρότερα, η κομματική εξάρτηση εκφυλίζει το γενικότερο ρόλο τους και τις καθιστά ουραγούς των κοινωνικών εξελίξεων. Η ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος για δεκαετίες παραμένει μόνο ένα σύνθημα. Η ενοποίηση του προϋποθέτει σοβαρές πολιτικές αποφάσεις, κάτι που τα παραδοσιακά κόμματα δεν είναι σε θέση να τις πάρουν. Η απόλυτη εξάρτηση από τα κόμματα, η χρησιμοποίηση του ως βραχίονα άσκησης μικροπολιτικής, η συμμετοχή του στις εξυπηρετήσεις, οδηγεί το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει άλλη επιλογή από την πραγμάτωση της βασικής αρχής για την ουσιαστική λειτουργία του. Ότι δηλαδή, η κοινωνική αποδοχή συνιστά προϋπόθεση των όποιων κατακτήσεων και πως αυτή θα κερδηθεί μόνο αν αναπτυχθεί ένας ελεύθερος, αυτόνομος, σύγχρονος συνδικαλιστικός λόγος.

Κύπρος – Ευρωπαϊκή Ένωση

Η πορεία στον 21ο αιώνα είναι η συμμετοχή στη νέα διευρυμένη οικογένεια των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ είναι ο χώρος μας, στον κόσμο των «ανοικτών συνόρων» και του σύγχρονου διεθνούς πολιτικού ανταγωνισμού. Η συμμετοχή των μικρών κρατών στην ΕΕ προϋποθέτει συμπόρευση με τους εταίρους και πρωτοβουλία στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Για την Κύπρο σημαίνει πρωτοβουλία στη ζώνη που καλύπτει την Ανατολική Μεσόγειο και αποτελεί περιφέρεια πρώτιστου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Οι πρωτοβουλίες απαιτούν ενδοευρωπαϊκές συμμαχίες, υπό το πρίσμα της αναθεώρησης του συστήματος λήψης αποφάσεων και της καθιέρωσης της σταθμισμένης ψήφου.

Η συμπεριφορά στους κόλπους της ΕΕ πρέπει να φέρει ως αξίωμα τη σφραγίδα της συνεργασίας, της επιμέτρησης του εθνικού συμφέροντος με το ευρωπαϊκό. Η επίκληση ζητήματος ζωτικού συμφέροντος πρέπει να στοχεύει στη διαμόρφωση θέσεων αλληλεγγύης στην ΕΕ προς τις κυπριακές θέσεις. Όταν τα συμφέροντα «κοινοτικοποιούνται» και τα εθνικά θέματα θα ακολουθούν την ίδια πορεία, που είναι η καλύτερη για τη διασφάλιση τους.

Ηττημένη πολιτική στην ΕΕ είναι η απομόνωση, η μοναχική πορεία, η απουσία από τη συνεχή διαδικασία διαπραγμάτευσης και διασύνδεσης συμφερόντων, εθνικών, περιφερειακών, ευρωπαϊκών. Η στρατηγική που οδήγησε στην ιστορική απόφαση των Βρυξελλών, στις 6 Μαρτίου 1995 για την ένταξη της Κύπρου και την ΤΕ της Τουρκίας, παρά τις παραλείψεις σε κάποια σημεία της, αποδίδει σημαντικά το νόημα μιας νέας διπλωματίας στην ΕΕ.

Οι πραγματικές  δυνατότητες

Η άσκηση πολιτικής στην ΕΕ προαπαιτεί τη συνολική αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων μας. Οι Υπουργοί και όχι σπάνια και οι ίδιοι οι αρχηγοί κρατών ακολουθούν την πλέον προσφιλή τακτική στην ΕΕ, των απευθείας διαβουλεύσεων με τους ομολόγους τους, του συντονισμού με άλλους εταίρους, της πραγματοποίησης «γύρου των πρωτευουσών», προ σημαντικών συναντήσεων, όπως οι σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η συγκρότηση «λόμπυ» στήριξης των θέσεών μας , ιδιαίτερα σε σχέση με την ένταξη της Κύπρου, σε συνάρτηση με το Κυπριακό, απαιτεί πλήρη ενεργοποίηση των πολιτικών δυνατοτήτων, μέσα στο πνεύμα μιας συνολικής στρατηγικής που χαράσσει η Λευκωσία, με συμμετοχή και άλλων φορέων, όπως οργανώσεις και ομάδες πίεσης με άμεση πρόσβαση στις Βρυξέλλες.

Τα εθνικά συμφέροντα μπορούν να διασφαλιστούν με την ενεργότερη ανάμιξη της ΕΕ σε αυτά και μέσω των ευρύτερων διεργασιών στην Ένωση, με την μετάθεση του κέντρου βάρους στις Βρυξέλλες.

Μέσα από αυτή τη δοκιμασία, η διπλωματία της Κύπρου θα κριθεί,

  • από το πόσο παρενέβη στις σημαντικές εξελίξεις και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση των αποφάσεων
  • από το τι θα εξασφαλίσει σε σχέση με τα μείζονα εθνικά θέματα

Οι στόχοι στη Διακυβερνητική

Α. για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) στόχος είναι η διασφάλιση των ελληνικών συνόρων ως εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και η εισαγωγή ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής. Θα πρέπει να αλλάξει το άρθρο 5 της ΔΕΕ στη διακήρυξη Πέτερσμπουργκ, ότι η ρήτρα δεν ισχύει εάν η διένεξη αφορά κράτη μέλη της ΕΕ ή κράτη μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Το θέμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα του περιορισμού της άσκησης βέτο στο σύστημα λήψης αποφάσεων και τον διορισμό ενός Ευρωπαίου Υπουργού Εξωτερικών.

Β. για μια ισχυρή Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) που να αποτελεί τον «ευρωπαϊκό πυλώνα»  άμυνας με πρωταγωνιστικό ρόλο σε ζητήματα που αφορούν τη Γηραιά Ήπειρο. Η  ΔΕΕ θα πρέπει να ενσωματωθεί θεσμικά στα όργανα της ΕΕ.

Γ. για τη διεύρυνση, η Κύπρος και η Μάλτα μαζί με κάποιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που δεν ανατρέπουν το οικονομικό πλεονέκτημα των μεσογειακών υποψηφιοτήτων μπορούν να αρχίσουν μαζί και να συγκροτήσουν το «επόμενο κύμα» προσχώρησης. Η συγκυρία μιας «ομαδοποίησης» με χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, των οποίων η ένταξη ενδιαφέρει πρωτίστως τη Γερμανία και (κατά δεύτερο λόγο) τη Βρετανία και τη Γαλλία, προσφέρει θετικά στοιχεία στη διαπραγμάτευση για υπέρβαση των αντιρρήσεων που προβάλλονται για την κυπριακή αίτηση λόγω του πολιτικού προβλήματος.

Δ. για το σύστημα λήψης αποφάσεων, η συμφωνία στην επέκταση της πλειοψηφίας αποτελεί διαδικασία αποτροπής της παράλυσης. Δεν θα πρέπει να αφορά θέματα που σχετίζονται με τις εξωτερικές σχέσεις.

Ε. για την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση, η συμμετοχή σε κατοπινό στάδιο των κρατών που δεν θα πληρούν τα κριτήρια Μάαστριχτ θα πρέπει να προσλάβει, μια πιο πολιτική παρά τεχνοκρατική ερμηνεία και να λάβει υπόψη πολιτικά δεδομένα όπως ο βεβαρημένος προϋπολογισμός σε ζητήματα άμυνας ορισμένων χωρών όπως η Ελλάδας και η  Κύπρος.

Στ. για την κοινωνική Ευρώπη, η ενσωμάτωση της Κοινωνικής Χάρτας της Βάσεως Παπανδρέου και η υλοποίηση της Λευκής Βίβλου του Ζακ Ντελόρ θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρώπης των εργαζομένων.

Ζ. για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια τίθενται οι βάσεις μιας νέας διπλωματικής διεκδίκησης για την Κύπρο σε σχέση με το θέμα των εποίκων στα κατεχόμενα.

Οι μεγάλες επιλογές για την διπλωματία της Κύπρου για διασφάλιση των συμφερόντων της, απαιτούν, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η σύμπτωση θέσεων, εδραίωση συμμαχιών με τους πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κυρίως με εκείνες της χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Την τελευταία δεκαετία έχει αποδειχθεί ότι οι «μικροί» της ΕΕ δεν μπορούν πλέον να διαμορφώσουν ικανές πλειοψηφίες. Μεσαίες δυνάμεις, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, επιλέγουν σταθερούς συμμάχους ανάμεσα στους ισχυρούς, μπαίνουν στο «παζάρι» των κοινοτικών πόρων στήριξης, αλλοιώνουν τους συνασπισμούς του αναπτυγμένου βορρά και του αναπτυσσομένου νότου.

Κοινοτικό κεκτημένο και λύση

Η πολιτική δυναμική γύρω από το Κυπριακό όπως διαμορφώθηκε την τελευταία εικοσαετία, προϋποθέτει σοβαρότερη προσέγγιση, ρεαλιστικές λύσεις και συμβιβασμούς που θα οδηγήσουν σταδιακά στην πλήρη υλοποίηση μιας δίκαιης λύσης, μέσα από χρονοδιαγράμματα και υπό την αιγίδα και την εποπτεία της ΕΕ και με την ασφαλιστική δικλείδα του θεσμικού πλαισίου της. Η Κυπριακή Κυβέρνηση θα πρέπει να είναι έτοιμη μέσα από αυτό το πρίσμα, να συζητήσει, ως το κράτος που υπέβαλε αίτηση ένταξης προσωρινές εξαιρέσεις  με σαφή μεταβατικά στάδια, υπό την αιγίδα της ΕΕ. Η ΕΕ μπορεί να εντατικοποιήσει τις επαφές της σε αυτό το πλαίσιο και με τις δύο κοινότητες, με τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν μπορούν όμως να συμφωνηθούν προσωρινές παρεκκλίσεις, χωρίς την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής ανάμιξης και της εγκαθίδρυσης ενός νέου διεθνούς πλαισίου για προώθηση λύσης. Στο μεταβατικό διάστημα απαιτείται εξάλλου η συνεχής ευρωπαϊκή εποπτεία.

Ασφάλεια – Εγγυήσεις

Ένα σύγχρονο μοντέλο ασφάλειας για την Κύπρο λαμβάνει υπόψη:

Α. τη συμμετοχή της στους διεθνείς οργανισμούς ασφάλειας και ειδικότερα στη σχέση που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει με τη ΔΕΕ, που προσφέρει το πλαίσιο των μελλοντικών εγγυήσεων. Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αποταθεί επισήμως για την ένταξη της στην ΔΕΕ και να καταθέσει το δικό της πλαίσιο για την ευρωπαϊκή άμυνα αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης. Με προϋπόθεση ένα καλό σχεδιασμό και την εκλογή κυβέρνησης Εργατικών στη Βρετανία, θα μπορούσε το θέμα των Βρετανικών Βάσεων να αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο της μελλοντικής ευρωπαϊκής ασφάλειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Β. τις περιφερειακές συμμαχίες, στηριγμένες κατά κύριο λόγο στην αλληλεπίδραση των οικονομικών συμφερόντων και τον συντονισμό τους με τις ευρωπαϊκές επιλογές. Οι περιφερειακές συμμαχίες για την Κύπρο θα πρέπει στοχεύουν στη δημιουργία μιας ευρείας ζώνης ασφάλειας που δεν θα στηρίζεται μόνο στα κλασσικά αμυντικά σχήματα (όπως γενικά διαλαμβάνει το δόγμα ΕΑΧ) αλλά θα στηρίζεται στην ασφάλεια που προκύπτει για όσους εντάσσονται παραγωγικά στο ευρωπαϊκό οικονομικό οικοδόμημα. Οι συμμαχίες αυτές στοχεύουν επίσης στη διαμόρφωση νέων συσχετισμών και ισορροπιών έναντι του αναβαθμισμένου ρόλου της Τουρκίας.

 Ειδικότερα, οι στρατηγικές οικονομικές επιλογές της Κύπρου εστιάζονται για την πρώτη στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και για τη δεύτερη στη σύνδεση του χώρου αυτού, με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οδούς, από τη Βαλκανική Χερσόνησο προς την Κεντρική Ευρώπη. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να εξισορροπεί και όπου δυνατόν να περιορίζει τη δραστηριότητα της Τουρκίας σε αυτούς τους χώρους.

Δύο άξονες

Α. η μεσογειακή επιλογή, με την προώθηση μίνι ΜΕΖΕΣ (Μεσογειακής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών) με την πολύπλευρη συνεργασία στο σχήμα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος – Συρία – Ιορδανία – Λίβανος – Αυτόνομες Περιοχές Παλαιστίνης. Πρωτοβουλία για προβάδισμα στην εγκαθίδρυση της μεγάλης ΜΕΖΕΣ έως το 2010.

Β. η συμμετοχή στους σχεδιασμούς και την υλοποίηση των διευρωπαϊκών δικτύων, ιδιαίτερα στην ήδη προωθημένη εργασία για το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το δίκτυο μεταφορών.

Τουρκία και Τουρκοκύπριοι

Η Ελλάδα και η Κύπρος στηρίζουν υπό όρους την προσέγγιση της Τουρκίας στην ΕΕ. Η ελληνική διπλωματία αξιοποιεί τις δυνατότητες της στο χώρο της ΕΕ ώστε να ικανοποιεί στο μέγιστο βαθμό τους όρους που θέτει και να τους συνδυάζει με τα ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα, χωρίς έτσι να τίθεται σε απομόνωση από τους κοινοτικούς εταίρους. Η στρατηγική έναντι της Τουρκίας θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις εξελίξεις στην ίδια τη χώρα καθώς στην Άγκυρα αναμένεται να συνεχιστούν τα φαινόμενα πολιτικής παλινδρόμησης. Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες και ειλικρινή βήματα για τη συνεργασία Ε/Κ και Τ/Κ υπό την ομπρέλα της ΕΕ. Πρέπει να καταθέσει προτάσεις πακέτο για ένα νέο πλαίσιο μέτρων εμπιστοσύνης και συμφιλίωσης, προβάλλοντας τα οφέλη της ένταξης για ολόκληρο τον πληθυσμό, την προοπτική υλοποίησης έργων υποδομής, την κοινωνική πρόνοια υπέρ των τουρκοκυπρίων εργαζομένων και την ενίσχυση των τουρκοκυπρίων επιχειρηματιών. Όλα αυτά τα ζητήματα, που αποτελούν ήδη στοιχεία του διαρθρωμένου διαλόγου Κύπρου – ΕΕ θα πρέπει να μεταφερθούν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής κυβέρνησης. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να προσφέρει ένα πλαίσιο πολιτικής συμμετοχής στην τουρκοκυπριακή κοινότητα στο διαρθρωμένο διάλογο, υπό την αίρεση της μη άμεσης ή έμμεσης αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Θα πρέπει, από θέση ισχύος, να αποταθεί στους τουρκοκύπριους και να προβεί σε ανοίγματα προς αυτούς για τη συνολική κατοχύρωση της ευρωπαϊκής συνείδησης. Να πείσει η Λευκωσία ότι προωθεί όλα τα σκέλη της απόφασης της 6ης Μαρτίου 1995 , και αυτήν που αφορά την ενημέρωση των Τουρκοκυπρίων για τα οφέλη της ένταξης. Να καταθέσει επίσης προτάσεις για ευρωπαϊκά προγράμματα δικοινοτικής ωφέλειας και να αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά βήματα για ένα θεσμοθετημένο διάλογο στους κόλπους της ΕΕ, με την εμπειρία και το πρότυπο των πρωτοβουλιών Πωλήν Γκρήν για του Ε/Κ και τους Τ/Κ του Λονδίνου. Στόχος είναι να «σπάσει» το μέτωπο αναχρονισμού του Ραούφ Ντενκτάς και να «μπει» η τουρκοκυπριακή κοινότητα στο τραίνο της ενταξιακής  πορείας.