ΣΚΟΠΙΑΝΟ: 10 XΡΟΝΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΚΕΤΟ

Την Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου οι ηγέτες της Βαλκανικής Περιοχής οργάνωσαν στα Σκόπια τη δική τους συνάντηση κορυφής. Στις παρυφές αυτές της συνόδου ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κ.Σημίτης και ο Πρωθυπουργός της FYROM Γκεορκίεφσκι, είχαν συνομιλίες στο επίκεντρο των οποίων ήταν οι Ελληνοσκοπιανές σχέσεις. Ο Κ.Σημίτης με την λιτή δήλωση “δεν υπάρχει κανένα πακέτο” (23/2) στην ουσία επιβεβαίωσε την όλη προσπάθεια Αθήνας-Σκοπίων για μια συμφωνά-πακέτο. Η πρόταση της Αθήνας παρέχει ισχυρή πολιτική στήριξη στις επιλογές των Σκοπίων -ένταξη στην Ε.Ε., και στο ΝΑΤΟ, σταθερά σύνορα, οικονομική βοήθεια, ανόρθωση της Εκκλησίας της Οχρίδας, και στήριξη στο Πανεπιστήμιο του Τέτοβο κλπ.

Στον κεντρικό πυρήνα της όλης συζήτησης παραμένει το ζήτημα της ονομασίας του Σκοπιανού κράτους. Οι επικρατέστερες λύσεις, όπως έχουν τεθεί προς τελική διαβούλευση, είναι το “Άνω Μακεδονία”, και το “Βόρεια Μακεδονία”, ώστε μέσα από τους προσδιορισμούς “Άνω και Βόρεια”, να καθίσταται σαφής η διαφορά από την Ελληνική Μακεδονία – “Κάτω” και “Νότια”. Οι ονομασίες αυτές είχαν συζητηθεί προς 10ετίας. Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών υπό τη Προεδρία Κ.Καραμανλή αποφάσισε πως η Ελλάδα δεν θα δεχόταν κανένα επιθετικό προσδιορισμό που να περιέχει τη λέξη Μακεδονία. Η δεκαετία πέρασε, το κλίμα είναι διαφορετικό γι΄αυτό και ο Υφυπουργός Τύπου της Ελλάδας Τ.Χυτήρης απέκλεισε το ενδεχόμενο σύγκλισης ενός νέου “Συμβουλίου Αρχηγών” με την κοφτή ρήση “προέχει η συμφωνία” (23/2). Το όλο σκηνικό δημιουργεί την πλήρη διάσταση του. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική αλλάζει προσανατολισμό, αλλά το ερώτημα είναι σημαντικό.

Πως κατόρθωσε να σκοπιανοποιήσει την εξωτερική της πολιτική; Ποιο το κόστος και το όφελος από το δεκαετές εκκρεμές με το δημόσιο; O ορθολογισμός προ 10ετίας ήταν εν συγχύσει. Την εξωτερική πολιτική διαμορφώνει κυρίως η αστάθεια της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, η διαφωνία Πρωθυπουργού-Α.Σαμαρά ως ΥΠΕΞ, η μαζική παρέμβαση της εκκλησίας, οι Μακεδονικές οργανώσεις εξωτερικού. Το αίτημα για καμμιά αναφορά στη λέξη Μακεδονία στο όνομα του κράτους των Σκοπίων δεν πέρασε σε καμμιά νομική φόρμουλα, και αυτό που τελικά μένει είναι η ισχυρή επικράτηση της σκέτης λέξης “Μακεδονία” στο όνομα του κράτους των Σκοπίων στο διεθνές πεδίο. Ότι χειρότερο για τα Ελληνικά συμφέροντα. Στην τότε κρίσιμη περίοδο μια παραγωγική λύση όπως λ.χ. “Σλαβική Μακεδονία”, -ενωμένη σε μια λέξη- μπορούσε να τύχει διαπραγμάτευσης. Το “Σλαβική” προσδιόριζε την εθνική διαφορά, και η Μακεδονία το γεωγραφικό πρόσκτητο. Οι συσχετισμοί δυνάμεων στην Αθήνα ήταν αδιέξοδος, κυριάρχησαν οι ομιλίες, το δίκαιο συναίσθημα, ο φόβος του πολιτικού κόστους. Στα Σκόπια το ασταθές καθεστώς Γκλιγκόρωφ τρεφόταν από τον Σκοπιανό τυχοδιωκτισμό και ήθελε τα πάντα δικά του.

Σήμερα, 10 χρόνια μετά, γίνονται συζητήσεις με ονομασίες ολιγότερον παραγωγικές από το “Σλαβομακεδονία”. Οι τότε πρωταγωνιστές, είτε δεν υπάρχουν (Καραμανλή, Παπανδρέου), είτε λένε περίεργες αντιφάσεις (Μητσοτάκης), είτε άλλοι σιωπούν αιδημόνως (Σαμαράς). Ο τελευταίος από φέρελπις πολιτικός της δεξιάς παράταξης, έπαιξε στο Χρηματιστήριο του Σκοπιανού (κόμμα της ΠΟΛ.ΑΝ.) και έχασε πανηγυρικά -σήμερα εκλιπαρεί τη Ν.Δ. για κάποια συνεργασία, απλώς για να γυρίσει στην πολιτική.

Τότε όλα θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, εάν η κοινή λογική νικούσε τη σύγχυση και τις ανάποδες προτεραιότητες. Μέσα στα Σκόπια υπήρχαν δυνάμεις -και υπάρχουν- με αλυτρωτικές διαθέσεις, με εκτός τόπου και χρόνου επιθυμίες, με εθνικιστικές διαθέσεις. Στην πραγματική πολιτική, όμως, αυτό που μετρά είναι οι πραγματικοί συσχετισμοί δυνάμεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Σκόπια. γι΄αυτό και τα Σκόπια δεν συνιστούν καμμιά απειλή για τα Ελληνικά συμφέροντα. Είναι μια αδύναμη δημοκρατία, με δεκάδες προβλήματα και με εξωτερικές περιπλοκές -ειδικά και τον Αλβανικό εθνικισμό, που απειλεί και τα σύνορά της. Η Ελλάδα ως η κύρια δύναμη σταθερότητας και ειρήνης στα Βαλκάνια, ως η χώρα που υποστηρίζει πλήρως το σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων, είχε και έχει ισχυρούς λόγους για να είναι μια χώρα-στήριγμα για τα Σκόπια.

H συμφωνία Γιουγκοσλαβίας-Σκοπίων (το 2001!) για οριστικοποίηση της μεταξύ της συνοριακής γραμμής, βεβαιώνει με ένα σχεδόν πανηγυρικό τρόπο πως η λειτουργία της Σκοπιανής δημοκρατίας είναι παράγων σταθερότητας στην περιοχή -εμπόδιο στις “Δύο Αλβανίες”, εμπόδιο στην “Μακεδονία του Πιρίν”, εμπόδιο στις όποιες ανακατατάξεις στο Σερβικό πεδίο. Είναι γι΄αυτό που η πολιτική της Αθήνας στο Σκοπιανό υπήρξε κοντόφθαλμη. Για την Ελλάδα και την Κύπρο μια είναι η απειλή, η τουρκική, γι΄αυτό κάθε ανάποδη ιεράρχηση, δεν συνιστά ορθολογική εξωτερική πολιτική. Ζημιώνει την εθνική διάσταση του Κυπριακού και υποτάσσει το ουσιαστικό στο δευτερεύον.

Στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στη Λισσαβώνα το Κυπριακό ηττήθηκε κατά κράτος από το Σκοπιανό (1992) και το χρήσιμο πακέτο Πινέϊρο αχρηστεύθηκε, υπό το φως της αγωνίας Μητσοτάκη να διατηρήσει τη συνοχή της κυβέρνησης του, άρα και την εξουσία στη Ν.Δ.

Σήμερα έχει διαμορφωθεί μια πολύ ισχυρή πλειοψηφία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο που μπορεί να γυρίσει σελίδα στο Σκοπιανό, ψηφίζοντας τη σύντομη λύση. Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., ισχυροί παράγοντες της δεξιάς όπως οι Γ.Ράλλης, και ο Κ.Μητσοτάκης, αλλά και και το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός της Αριστεράς. Ασφαλώς το κλειδί ανήκει στον Κ.Στεφανόπουλο με το πανίσχυρο βεληνεκές. Στα Σκόπια τα δεδομένα είναι ρευστά, αλλά είναι πολύ πιο ρεαλιστικά από ότι ήταν στην εποχή Κ.Γκλιγκόρωφ. Ο Πρωθυπουργός Γκεοργκίεφσκι, ευνοεί γρήγορη λύση, και ο αναδυόμενος αλβανικός εθνικισμός πιέζει τη σκοπιανή πλευρά για να κλείσει άλλες “πληγές” της. Το Ελληνικό πακέτο πήγε στα Σκόπια, αλλά η συμφωνία για το όνομα δεν φαίνεται να κλείνει πολύ σύντομα. Είναι μια εξέλιξη που για λόγους γοήτρου μπορεί να προέλθει από την πλευρά του ΟΗΕ και τον ειδικό απεσταλμένο του Μ.Νίμιτς. Ο χρόνος ωριμάζει σε ένα πλαίσιο διαβαλκανικής συνεννόησης, βελτίωσης του γενικού κλίματος, σε ένα κόσμο με περισσότερη εμπιστοσύνη. Ήδη η Ελλάδα -παρόλη την εκκρεμότητα με το όνομα- έγινε η δεύτερη δύναμη σε εξαγωγές και επενδύσεις στα Σκόπια, και η οικονομία, ως γνωστόν, είναι η άλλη όψη της πολιτικής. Γι΄αυτό και οι εξελίξεις φαίνεται να οδεύουν σε οριστικό ξεπέρασμα της Ελληνοσκοπιανής κρίσης.

Το όλο σκηνικό συνιστά, εν τέλει, ένα μέγιστο “μάθημα” άσκησης στην εξωτερική πολιτική. Οι αναφορές στο χθες είναι χρήσιμες κυρίως για το μέλλον, ένα χρήσιμο “εγχειρίδιο” στον κόσμο του ορθολογισμού, του συσχετισμού δυνάμεων, και της διορατικότητας.