Η δαιμονοποίηση του 2004

Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος δημοσίευσε το άρθρο αυτό στις 12 Αυγούστου 2016 στην εφημερίδα «Καθημερινή». Πέρασαν έκτοτε μήνες και δεν είδα κάποια διάψευση ή κάτι άλλο που να διαφοροποιεί στοιχεία που παραθέτει ο συντάκτης του. Για μένα το άρθρο αυτό παραμένει πολύ σημαντικό, καθώς καταρρίπτει αστικούς μύθους και οδηγεί τη συζήτηση πάνω στα πραγματικά δεδομένα. Για ένα θέμα που κάποτε ενθουσίασε, μετά αγνοήθηκε και πιο ύστερα απαξιώθηκε…

Συντάκτης ο Δημήτρης Ρηγόπουλος:

«Πριν από λίγες ημέρες, το Saοd Business School του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έδωσε στη δημοσιότητα μελέτη όπου παρουσιάζεται το κόστος πρόσφατων ολυμπιακών διοργανώσεων εστιάζοντας στα αμιγώς «ολυμπιακά» έργα, δηλαδή σε εκείνα που θεωρούνται απολύτως απαραίτητα για τη διοργάνωση των Αγώνων.

Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι εντυπωσιακά ως προς την περίπτωση της Αθήνας, γιατί ανατρέπουν τη γενικευμένη εικόνα της «καταστροφικής» Ολυμπιάδας που «γονάτισε τη χώρα» και, ως εκ τούτου, έθεσε τις βάσεις για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό από το 2008 και μετά.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης καταμέτρησε το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στα 2,94 δισ. δολάρια, το οποίο υπολείπεται από το αντίστοιχο των διοργανώσεων από το 1992 και μετά. Ετσι, η Αθήνα αποδεικνύεται λιγότερο «σπάταλη» από τη Βαρκελώνη (9,68 δισ.), την Ατλάντα (4,14 δισ.), το Σίδνεϊ (5,02 δισ.), το Πεκίνο (6,81 δισ.), το Λονδίνο (14,96 δισ.) και το Ρίο (4,55 δισ.). Η μελέτη έχει αναγάγει τα ποσά σε τιμές 2015 ώστε να είναι συγκρίσιμα και εξαιρεί το κόστος των έργων που δρομολογήθηκαν από τις διοργανώτριες πόλεις για τη βελτίωση των υποδομών τους (αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι, συγκοινωνιακά έργα κ.λπ.).

Για τους συντάκτες της μελέτης η υπέρβαση των ολυμπιακών προϋπολογισμών θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Οι ίδιοι εντοπίζουν τη ρίζα του κακού στη νομική δέσμευση που αναλαμβάνει η κάθε κυβέρνηση ότι εγγυάται με την υπογραφή της την κάλυψη των επιπλέον εξόδων. Για την ιστορία, η υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού υπολογίστηκε στο 49% για την Αθήνα. Στη Βαρκελώνη η υπέρβαση μετρήθηκε στο 266%, στην Ατλάντα στο 151%, στο Σίδνεϊ στο 90%, στο Λονδίνο 76% και στο Ρίο στο 51%.

Ολα αυτά, όμως, όπως και η αντίστοιχη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που εξέταζε το οικονομικό αποτύπωμα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και το έβρισκε απολύτως θετικό για την ελληνική οικονομία (Ιανουάριος 2015), αποδεικνύονται πολύ λίγα για να κλονίσουν τον μύθο της «ολυμπιακής καταστροφής» του 2004. Είμαι βέβαιος ότι, αν γινόταν έρευνα κοινής γνώμης με θέμα τους Αγώνες του 2004, το γενικό αίσθημα θα ήταν αρνητικό. Εχουμε υποστεί τόση ανεξέλεγκτη προπαγάνδα όλα αυτά τα χρόνια, που είναι αδύνατον να ψελλίσεις έστω και μία θετική κουβέντα για τους Αγώνες της Αθήνας χωρίς να αποφύγεις εκείνο το πολύ διαπεραστικό βλέμμα καχυποψίας και αποδοκιμασίας μαζί, που εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα μιας ψύχραιμης αποτίμησης των γεγονότων.

Φυσικά, δεν φταίει μόνο η «προπαγάνδα». Αν οι ελληνικές κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τους Αγώνες (κυρίως οι δύο κυβερνήσεις Καραμανλή, 2004-2009) τα είχαν καταφέρει σημαντικά καλύτερα στην αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, θα είχαμε αποφύγει τη σημερινή αρνητική διάθεση του κόσμου.

Γιατί αυτό που εξαϋλώθηκε την περίοδο από τους Αγώνες μέχρι σήμερα δεν ήταν μόνο το οικονομικό momentum (το ΙΟΒΕ το υπολόγιζε μεσοσταθμικά στο 0,2% του ΑΕΠ). Κυρίως χάσαμε πολύ γρήγορα εκείνο το μοναδικό αίσθημα ψυχικής ανάτασης και εθνικής αυτοπεποίθησης που συσπείρωσε εκατομμύρια Ελληνες μπροστά σε έναν μεγάλο στόχο. Αυτό ενόχλησε περισσότερο τους κατ’ επάγγελμα εμπόρους της μιζέριας και της καταστροφής, δεξιούς και αριστερούς, και όχι η «σπατάλη» των Αγώνων.

Θα πρέπει να υπέφεραν εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα με τόσους ευχαριστημένους και υπερήφανους Ελληνες, πολίτες και εθελοντές, που είχαν ενωθεί στην προοπτική μιας καλύτερης, πιο λειτουργικής , πιο αποτελεσματικής και πιο σύγχρονης πατρίδας. Ευτυχώς, ορισμένοι εξ αυτών έχουν σήμερα τη χαρά να διανέμουν κάρτες αλληλεγγύης».