Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και το Κυπριακό

Η Τουρκία στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 17 Δεκεμβρίου 2004 απέκτησε με τη θετική ψήφο των «25» χρονοδιάγραμμα για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με αφετηρία την 3η Οκτωβρίου 2005. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση της τελικής Έκθεσης Προόδου για την Τουρκία από το επιτελείο του τότε Επιτρόπου για τη διεύρυνση Γ. Φερχόϊγκεν στις 6 Οκτωβρίου 2004 και με βάση αυτή την έκθεση η Σύνοδος Κορυφής του Δεκεμβρίου πήρε την τελική απόφαση.

Αυτός ο ευρωτουρκικός σχεδιασμός με επίκεντρο την 3η Οκτωβρίου 2005 προσέφερε και ακόμα προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για αξιοποίηση από την Κύπρο, εξίσου σημαντική με άλλες ανάλογες πολιτικές διασυνδέσεων που έχουν γίνει με επιτυχία στο παρελθόν (6 Μαρτίου 1995, Ελσίνκι, 1999). Αυτό που προσφέρει η νέα συγκυρία είναι η ισχυρή δυνατότητα για πολιτική δέσμευση της Άγκυρας για επίλυση του κυπριακού, σε επίσημη διαβούλευση με τη θεσμική Ε.Ε. Το κυπριακό δεν θα γίνει μέρος του ευρωτουρκικού διαλόγου με ένα αυτόματο τρόπο. Ο πολιτικός χρόνος δίνει στη Λευκωσία αυτή την ευχέρεια ώστε η Άγκυρα να αναλάβει ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, εκείνες που δίνουν επιπρόσθετες εγγυήσεις τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για την πορεία εφαρμογής των σταδίων της λύσης. Δυστυχώς, με επιλογή των τότε κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας, η Τουρκία απέκτησε το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο της 3ης Οκτωβρίου 2005, χωρίς δεσμεύσεις ή σαφείς αναφορές στο κυπριακό. Η Κύπρος έδωσε θετική της ψήφο με αντάλλαγμα το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, δηλαδή έδωσε την ψήφο της έναντι πινακίου φακής! Αντί να αξιοποιήσει το προνόμιο της ομοφωνίας, αντί να διασυνδέσει το αίτημα της κατοχικής δύναμης με την επίλυση του κυπριακού, με την εποπτεία της ΕΕ, προτίμησε το Πρωτόκολλο!. Η κατοχική δύναμη άρχισε ενταξιακές και η Κύπρος αναμένει ακόμα να ανοίξουν κάποια τουρκικά λιμάνια για τα κυπριακά πλοία, κάτι που, ως γνωστόν, ίσχυε μέχρι το 1985… Εάν η πολιτική του Πρωτοκόλλου συνεχιστεί, σημαίνει πραγματική αποσύνδεση της ουσίας του κυπριακού από την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, πορεία δηλαδή στο τυχαίο και κυρίως στο απρόβλεπτο. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ περιλαμβάνουν στα πιθανά σενάρια εξέλιξής τους το στοιχείο του απρόβλεπτου, αφού το χρονικό διάστημα που τις συνδέει είναι πολύ μεγάλο και το πολιτικό περιεχόμενό τους ιδιαίτερα πολύπλοκο.

Γι’ αυτό οι πρωτοβουλίες της Κύπρου πρέπει να έχουν καθαρή σκέψη, σαφείς στόχους, ρεαλιστικές επιδιώξεις. Στην κορυφή αυτών των επιδιώξεων μπορεί να βρίσκεται μια καλά επεξεργασμένη πρόταση της Λευκωσίας που θα αξιοποιεί την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και θα ολοκληρώνεται με εισήγηση για κοινή πρωτοβουλία επίλυσης του κυπριακού από την ΕΕ και τον ΟΗΕ. Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για επίλυση του κυπριακού είναι εφικτή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις:

1) Να διαβουλευτεί η Λευκωσία με τους ευρωπαίους εταίρους της έτσι ώστε να έχει τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες, δημιουργία των πιο κατάλληλων ερεισμάτων μέσα στην ΕΕ έτσι που η αλληλεγγύη των εταίρων μας να εκφραστεί στον πιο κατάλληλο χρόνο.

2) Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζ. Μπαρόζο μπορεί να αποτελέσει τη θεσμική έκφραση αυτής της πορείας αλληλεγγύης. Ήδη ο αυστριακός τεχνοκράτης Λ. Μάουρερ με επίσημε ανακοίνωση της Επιτροπής στις 9 Οκτωβρίου 2009 έχει οριστεί αντιπρόσωπος του Ζ. Μπαρόσο στο κυπριακό και αυτό αποτελεί σημαντική εξέλιξη. Μαζί με τον Λ. Μάουρερ χρειάζεται να οριστεί μια ομάδα από εμπειρογνώμονες από τις Βρυξέλλες που θα έχει έδρα τη Λευκωσία. Αυτή η ομάδα χρειάζεται να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε όλο το υλικό των διαπραγματεύσεων που διατηρεί ο ΟΗΕ, να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ, με ιδέες και εισηγήσεις και ασφαλώς να ελέγχει τη συμβατότητα των συμφωνιών με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Η συνεργασία του απεσταλμένου του ΓΓ του ΟΗΕ στο κυπριακό Α. Ντάουνερ με τον αντιπρόσωπο του προέδρου της Επιτροπής Λ. Μάουρερ είναι ένας συνδυασμός κινήσεων που υπόσχεται περισσότερα.

3) Επιδίωξη για έκδοση μιας «Ειδική Δήλωσης» που να εκφράζει την αποφασιστικότητα των «27» να εγγυηθούν την εφαρμογή της λύσης μέσα από Σύνοδο Κορυφής ανάλογα με το στάδιο που θα βρίσκονται οι εξελίξεις.

4) Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο με ειδικό ψήφισμά του μπορεί να στηρίξει την πορεία επίλυσης του κυπριακού και να εκφράσει την ετοιμότητά του για πολιτική εποπτεία στα στάδια της λύσης.

5) Δυνάμεις της ΕΕ τόσο από τον ευρωπαϊκό στρατό, όσο και από την ευρωπαϊκή αστυνομία είναι πολύ χρήσιμο να ζητηθεί να έχουν ειδικούς ρόλους (μαζί με εκείνες του ΟΗΕ) κατά τη διάρκεια της πορείας εφαρμογής της λύσης.

6) Με πρωτοβουλία της Κυπριακής Κυβέρνησης να κατατεθεί πρόταση στις Βρυξέλλες ώστε η ΕΕ μέσα από τα Ευρωπαϊκά Περιφερειακά Ταμεία και τα Ταμεία Συνοχής να αναλάβει,

α την ανοικοδόμηση της Αμμοχώστου.

β την υποστήριξη στα προγράμματα ανοικοδόμησης για τις στεγαστικές ανάγκες όπως αυτές θα προκύψουν από τα σχεδιαγράμματα της επίλυσης τόσο στις περιοχές που θα επιστραφούν στους ε/κ νόμιμους ιδιοκτήτες τους όσο και στη μετεγκατάσταση σημαντικού αριθμού τ/κ.

γ πρόταση της Κυπριακής Κυβέρνησης στον τ/κ ηγέτη Μ. Α. Ταλάτ για συμμετοχή τ/κ αντιπροσώπου σε ad hoc αντιπροσωπεία που θα διεξάγει επαφές στις Βρυξέλλες για το σκοπό αυτό.

δ πρόταση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ για τη δημιουργία «Ειδικού Προγράμματος για τη Δικοινοτική Συνεργασία». Ο κοινοτικός προϋπολογισμός μπορεί να υποστηρίζει –κατά το ιρλανδικό «πρότυπο»- πρωτοβουλίες που προωθούν το διάλογο και την ανάπτυξη ενός δικτύου επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

7) Σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος- μέλος της ΕΕ, ενώ οι εγγυήτριες δυνάμεις του συστήματος του 1960 (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία) είναι, είτε πλήρη μέλη (Ελλάδα, Μ. Βρετανία) είτε υποψήφια (Τουρκία). Το σύστημα εγγυήσεων του ’60 κυριολεκτικά έχει ακυρωθεί με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 και την για 35 χρόνια συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της. Σήμερα χρειαζόμαστε μια καινούρια θεώρηση των πραγμάτων που να συμβαδίζει με τις νέες τάσεις στον σύγχρονο κόσμο και που να ανταποκρίνεται στην ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρες μέλους της ΕΕ. Το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης –μη αποκλειομένης της στρατιωτικής- στα εσωτερικά ενός κράτους-μέλους της ΕΕ αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ από το 1957 έως σήμερα. Η ίδια η Κύπρος έχει την πρώτη ευθύνη να αναλάβει την επεξεργασία και την προβολή αυτής της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας που θα συνδέει την ίδια με την αμυντική διάσταση της ΕΕ. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ είναι το νέο «σύστημα εγγυήσεων» για την Κύπρο και το παλαιότερο σύστημα είναι ιστορικά ξεπερασμένο και πολιτικό απαράδεκτο. Σε αυτή τη συζήτηση και στην περίπτωση που η πολιτική ηγεσία κρίνει ότι ένα σύστημα εγγυήσεων είναι αναγκαίο για να φθάσουμε σε λύση, τότε είναι πολύ χρήσιμος ο συντονιστικός ρόλος της ΕΕ. Η διαβούλευση ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέλη και τον Ύπατο Εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα της ΕΕ μπορεί να είναι η σταθερά πάνω στην οποία να διεξάγεται κάθε διαβούλευση για κάθε διευθέτηση.

8) Η Ε.Ε., εκ των πραγμάτων, διαμορφώνει μια κοινότητα διαφορετικών ταχυτήτων. Η Κύπρος σε αυτήν την Ευρώπη των διαφορετικών ταχυτήτων έχει πρώτιστο πολιτικό συμφέρον να ανήκει σε ολοένα και περισσότερες ταχύτητες. Κύκλοι που ανήκουν στις προτεραιότητες της Κύπρου είναι οι πολιτικές για την άμυνα, οι ενισχυμένες συνεργασίες στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής, η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και η αναζωογόνηση της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η εισαγωγή του ευρώ στην Κύπρο από την 1η Ιανουαρίου 2008 αποτελεί ένα σημαντικά καινούριο στοιχείο για το σύνολο των προσπαθειών για την επίλυση του κυπριακού. Το ευρώ, εκτός από κοινό νόμισμα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αποτελεί και ένα σύμβολο ενότητας, οικονομικής ισχύος και κοινής αναπτυξιακής δράσης στον ευρωπαϊκό κόσμο. Το ευρώ μπορεί να γίνει το νόμισμα της λύσης. Η σταδιακή προσαρμογή και η τελική υιοθέτηση του ευρώ από την τ/κ κοινότητα θα προσφέρει σημαντικά κίνητρα ανάπτυξης και περαιτέρω ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή οικονομία. Με εργαλείο το ευρώ, η Λευκωσία μπορεί να επιδιώξει τη δημιουργία ενός Συμφώνου Σταθερότητας για το σύνολο της κυπριακής οικονομίας. Αυτό θα επιτρέψει στην κυπριακή επιχειρηματική κοινότητα να προωθήσει νέες μορφές εταιρικής δράσης και να σχηματίσει κοινοπραξίες με αντίστοιχες ευρωπαϊκές, καθιστώντας έτσι το Σύμφωνο Σταθερότητας πολιτικό εργαλείο για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής πρακτικής στην Κύπρο.

Είναι πολύ σημαντικό η Λευκωσία να διατυπώνει με σαφήνεια και πληρότητα θέσεις γύρω από το βασικό πυρήνα στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, το παρόν και το μέλλον αυτής της πολύπλοκης σχέσης. Εκτιμώ ότι χρειάζεται να στηρίζει -κάτω από σαφείς όρους και προϋποθέσεις- την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και να διαφωνήσει ανοικτά με τη ρητορεία Σαρκοζί. Αυτή η δημόσια διατύπωση «πλαισίου θέσεων» δημιουργεί πιο κατάλληλες προϋποθέσεις για να ζητήσει η Κύπρος ανταλλάγματα, να θέσει τους όρους της, να διεκδικήσει τα δικά της οφέλη από μια εξέλιξη που η ίδια επικύρωσε και η οποία δίνει στην Τουρκία νέα κατεύθυνση. Η κυπριακή κυβέρνηση πρέπει να είναι παρούσα στον ευρωπαϊκό διάλογο και να διατυπώσει προτάσεις σχετικά με το ευθύνες της Τουρκίας στην Κύπρο (κατοχή, παραβίαση του ευρωπαϊκού νόμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Αυτή η παρέμβαση της Λευκωσίας δεν πρέπει να είναι ούτε συγκυριακή, ούτε διακηρυκτική αλλά να στοχεύει στη δημιουργία των πιο κατάλληλων προϋποθέσεων για την επίλυση του κυπριακού. Αυτό που παράγει το νέο σκηνικό στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι ένα διαρκές δίκτυο αναπροσαρμογών πάνω στο οποίο η Λευκωσία μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες, να εκδηλώσει τη βούλησή της και με έργα να εφαρμόσει ευρωπαϊκή πολιτική. Έτσι θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να είναι η ΕΕ ο καταλύτης της λύσης.

Στο στρατηγικό επίπεδο μια Τουρκία που να οδεύει προς το δυτικό πολιτικό σύστημα είναι μια επωφελής πολιτική εξέλιξη για τον ελληνισμό. Ασφαλώς με όρους, με προϋποθέσεις που να ικανοποιούν τα ελληνικά συμφέροντα, όχι ενταξιακή πορεία χωρίς ουσιώδη ανταλλάγματα. Πολλοί ευρωπαίοι θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας πρέπει να είναι εικονική. Προτιμούν μια εικονική παρά μια πραγματική σύγκλιση της Τουρκίας με την ΕΕ. Ως γνωστόν, το Βερολίνο και το Παρίσι επιθυμούν η Τουρκία στο τέλος του ενταξιακού της δρόμου να αποκτήσει καθεστώς «Ειδικής Σχέσης» με την ΕΕ, αντί της συμμετοχής της στο δικαίωμα της πλήρους ένταξης όπως συμφωνήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2005 ανάμεσα στους «25» και την Άγκυρα. Γι’ αυτό και ορισμένοι εισηγούνται η Κύπρος να κάνει στροφή, να ακολουθήσει τον άξονα Σαρκοζί-Μέρκελ. Η άποψη Σαρκοζί δεν ταυτίζεται με τα συμφέροντα της Κύπρου. Εκτιμώ ότι η Κύπρος, και η Ελλάδα έχουν κάθε συμφέρον να υποστηρίζουν την πραγματική σύγκλιση Τουρκίας και Ε.Ε. Διότι αυτή η σύγκλιση δημιουργεί και πραγματικές ευθύνες για την Τουρκία, σε σχέση και με το κυπριακό και το Αιγαίο.

Κατά την άποψή μου, είναι προς το συμφέρον της Κύπρου να είναι ανοικτό το σενάριο που διαμόρφωσε η ΕΕ στις 3 Οκτωβρίου 2005. Αυτή η προοπτική επιτρέπει στην Κύπρο στον παρόντα ιστορικό χρόνο να διασυνδέσει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με τις συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ για επίλυση του κυπριακού, τόσο σε επίπεδο κορυφής μέσα στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2009, όσο και σε επίπεδο κειμένων όπως αυτό της αξιολόγησης τον προσεχή Δεκέμβριο.

Η Τουρκία απορρίπτει την «Ειδική Σχέση» και, ως εκ τούτου, δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο για κάτι που θεωρεί «έλασσον». Αντίθετα, η θέση που θέλει την Κύπρο να υποστηρίζει τη διατήρηση της συμφωνίας της 3ης Οκτωβρίου 2005 αλλά με διασύνδεση της ουσίας του κυπριακού (εισβολή-κατοχή) με τις τωρινές συνομιλίες για επίλυση, υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της Κύπρου και συμβάλλει στην αξιοποίηση της ΕΕ ως του καταλύτη για τη λύση μαζί με τις προσπάθειες του ΟΗΕ. Η Κύπρος χρειάζεται να θέσει την ανοικτή διαδικασία της 3ηςΟκτωβρίου 2005 στην υπηρεσία της επίλυσης του κυπριακού και την απαλλαγή της από την κατοχή. Αυτό είναι το δικό μας εθνικό συμφέρον. Ορισμένοι απορρίπτουν αυτή την άποψη επειδή πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι ακίνητη, ότι τίποτα δεν αλλάζει ή κυρίως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτή η ανάλυση είναι επιφανειακή ή δείχνει ότι έμεινε καθηλωμένη σε δεδομένα μιας άλλης εποχής. Αρνείται να δει τις –περιορισμένες, έστω- αλλαγές και κυρίως αρνείται να διαπιστώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται αυτές οι προσαρμογές. Αυτή, η Τουρκία των αντιφάσεων, εκτιμώ ότι είναι η Τουρκία με την οποία η Κύπρος θα προσπαθήσει να επιλύσει το κυπριακό στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το κλειδί της λύσης είναι η αξιοποίηση της συμμετοχής της Κύπρου στην ΕΕ. Η ΕΕ έχει τις δυνατότητες να δώσει πειστικές απαντήσεις στις αντιφάσεις που η Τουρκία παρουσιάζει, να ασκεί τον εποπτικό της ρόλο σε μεταβατικά χρονοδιαγράμματα και να εγγυηθεί τώρα και μέσα στο χρόνο τις καλύτερες ημέρες για όλη την Κύπρο. Είναι αναγκαίο να αξιοποιείς τα πλεονεκτήματά σου και να επιχειρείς να κερδίζεις το μέγιστο, υπό τις περιστάσεις, όφελος για τους στόχους που θέτεις και που είναι σε θέση να φέρουν πιο κοντά την υλοποίηση της συλλογικής επιδίωξης για την ελεύθερη και ενιαία Κύπρο.

Λάρκος Λάρκου, πρόεδρος ΟΠΕΚ Κύπρου

Περιοδικό Monthly Review Μάρτιος 2010