Ο Σ.Κυπριανού σε ένα Πορτρέτο

Αδιαμφισβήτητα από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής για πολλές δεκαετίες. “Παιδί” μιας εποχής (δεκαετία του ’50) που γέννησε τον αγνό πατριωτισμό και την αυτοθυσία. Ο Σ.Κυπριανού είχε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η τύχη, οι ιστορικές συγκυρίες στάθηκαν πολύ ευνοϊκές γι΄αυτόν. Υπουργός εξωτερικών (11 χρόνια) Πρόεδρος της Δημοκρατίας (άλλα 11), και Πρόεδρος της Βουλής (5 χρόνια). Αποδεδειγμένα μια ζωή βαθιά πολιτικό ον, ζωντανή μαρτυρία ιστορίας για 50 χρόνια. Ο Σ.Κυπριανού δεν ήταν ένας χαρισματικός πολιτικός. Μέτριος έως κακός ρήτορας, αρεσκόταν στη διατύπωση πολύπλοκων εκφράσεων, συχνά μη καλά διατυπωμένων. Ωστόσο, απέδειξε με έργα πως όταν διαμόρφωνε στόχους, πολύ συχνά τους υλοποιούσε. Έδινε (ίσως ηθελημένα) την εντύπωση πως δεν μπορούσε, αλλά στο τέλος έκανε το δικό του. Σημαντικός σταθμός στην πορεία του ήταν η σύγκρουση του με το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών. Αυτό του προσέδωσε κύρος και (κυρίως) αξιοπιστία. Τα χρόνια της Προεδρίας του, είχαν εμφανή σημάδια της ταύτισης Κόμματος-Κράτους. Το ΔΗΚΟ μετατράπηκε σε “παράρτημα” του κράτος, και πολλές δραστηριότητες του κόμματος είχαν απλά “διεκπεραιωτικό” χαρακτήρα. Ο Σ.Κυπριανού συνέβαλε αποφασιστικά στην υποβάθμιση της πολιτικής ζωής, όταν έπειθε τον κόσμο πως για να πάει μπροστά αρκεί μια κομματική ταυτότητα. Σε αυτό το δρομολόγιο δεν ήταν ο μόνος, άλλοι απλώς ήξεραν να καμουφλάρονται με λόγια.

Πεισματάρης στην εφαρμογή των στόχων του, δεν ευτύχησε να έχει (ή να επιλέγει) τους πιο άξιους για συνεργάτες του. Είχε, όμως, τη δυνατότητα να ασκεί γοητεία στους γύρω του, να περνά τη γραμμή του. Το δικό του φωτοστέφανο υπήρξε η γενική εικόνα του ως πατριώτη πολιτικού. Στενοί του συνεργάτες, αν και του καταλόγισαν λάθος κινήσεις, εντούτοις αναγνώριζαν πως οι ενέργειες του ήταν χωρίς ιδιοτελή κίνητρα, ήταν “για το καλό του τόπου”. Πολιτικός που δεν είχε αίσθηση της αξίας της σιωπής, ταλαιπώρησε και τον εαυτό του και την πολιτική ζωή με συστηματική αμετροέπεια, και μη προετοιμασμένες ομιλίες.

Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια το στοιχείο αυτό πήρε ακραίες διαστάσεις. Όταν επέλεγε τη σιωπή, ή την εγκράτεια λόγου, οι μετοχές του ανέβαιναν. Σταθερά ευαίσθητος στο να έχει καλές σχέσεις με τις δημοκρατικά εκλεγμένες ελληνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα ενοχλήθηκε από τη δημόσια αποδοκιμασία του μίνιμουμ προγράμματος ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ (1982) από τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Α.Παπανδρέου και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση. Στα πλαίσια αυτά έκανε και μια ιστορική χειρονομία προς το Σ.Κ.ΕΔΕΚ ψηφίζοντας (το ΔΗΚΟ) το Β.Λυσσαρίδη (1986) για Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Μια ενέργεια ιδιαίτερα θετική, ήταν κίνηση Κυπριανού που επέβαλε στο ΔΗΚΟ. Εντέλει αυτή “πνίγηκε” στις διαβουλεύσεις του 1987/88.

Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε με αρκετή πιστότητα την πολιτική του φιλοσοφία στο Κυπριακό. Στη συνέχεια και μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τις ραγδαίες αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο. Επιφυλακτικός στις μεγάλες κινήσεις που έφεραν την Κύπρο στα πρόθυρα της ένταξης (6 Μαρτίου 1995, κείμενα 82 Ελσίνκι), διαφώνησε με τις μεγάλες πρωτοβουλίες του Γ.Κρανιδιώτη προς την κατεύθυνση της διπλωματίας των διασυνδέσεων. Είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στις δικές του προσωπικές εμπνεύσεις, και αυτό το στοιχείο ενισχύθηκε περισσότερο από την απρόσμενα θετική για τον ίδιο και το κόμμα του έκβαση του Β΄γύρου των Προεδρικών εκλογών του 1993. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του (και του ΔΗΚΟ) έπεισαν ένα ολόκληρο κόμμα να κάνει τις “υπερβάσεις” του. Το 1983 με το ΑΚΕΛ, το 1993 με τον Γ.Κληρίδη (και 4½ χρόνια συγκυβέρνησης). Ως ιστορική παρουσία πήρε επαίνους, πήρε κριτικές. Ως κύριος πρωταγωνιστής μιας πολυτάραχης 50χρονης ζωής, ανήκει στη σφαίρα της δημόσιας ιστοριογραφίας. Κρίνεται με τα μέτρα της εποχής του, ως δημιουργός πολιτικών δραστηριοτήτων.