Μια επέτειος, μια σχολή..

Επί αγγλοκρατίας, στις 15 Ιανουαρίου 1950, η ε/κ ηγεσία διενήργησε ένα είδος ανοικτού δημοψηφίσματος υπό την συντονιστική καθοδήγηση της Εκκλησίας. Σχεδόν στο συνολό τους οι ε/κ ψήφισαν υπέρ της αυτοδιάθεσης/ένωσης με την Ελλάδα. Το αίτημα μετεφέρθη στον ΟΗΕ και τα διαβήματα άρχισαν. Η ε/κ ηγεσία, κυρίως το εκκλησιαστικό τμήμα της, επέμενε στην προβολή του αιτήματος γιατί το δίκαιο «έπρεπε» να τύχει ευρείας προβολής. Ο ΟΗΕ το αγνόησε. Το αίτημα δεν βρήκε ανταπόκριση στο διεθνές πεδίο. Η ε/κ πολιτική ελίτ δεν μπήκε στον κόπο να δει γιατί ο ΟΗΕ ήταν αρνητικός, να σκεφθεί αν μπορούσε να υπάρξει όφελος από κάποια άλλη κίνηση. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να αναλυθεί το γεγονός ότι η ε/κ ηγεσία πίστευε ακράδαντα ότι τα ιστορικά δίκαια θα υπερισχύσουν πάσας άλλης σκοπιμότητας ή και συσχετισμών δύναμης και ότι, αργά ή γρήγορα, ο ελληνισμός της Κύπρου θα δικαιωθεί. Αγνοήθηκαν κορυφαία ζητήματα ανάλυσης όπως οι συσχετισμοί δύναμης μέσα στην Κύπρο το 1950, η διεθνοπολιτική αδυναμία της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο, η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα και η εξάρτησή της από τους –κατά Παπανδρέου-«δύο πνεύμονας», το παγκόσμιο περιβάλλον και οι αδυσώπητοι νόμοι του Ψυχρού Πολέμου, η στάση της Τουρκίας και η σύμπλευση ΗΠΑ-Τουρκίας στα πλαίσια της υπεράσπισης του τουρκικού οικοπέδου απέναντι στη σοβιετική μηχανή, η αγγλική περιφερειακή πολιτική σε σχέση με τις εξελίξεις στο Σουέζ και η γενικότερη πολιτική του Λονδίνου στις παγκόσμιες εξελίξεις.

Η ε/κ ελίτ με την επικυριαρχία μιας ανάλυσης στερούμενης επιστημονικής/ορθολογικής βάσης ή και διαχείρησης, θεώρησε ότι όλα θα προχωρήσουν καλά φτάνει να είμαστε «πιστοί στο στόχο». Είναι αρκούντως χαρακτηριστικό ότι ουδείς ε/κ ηγέτης θυμήθηκε την ιστορικής βαρύτητας συμβουλή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου το 1931 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Λευκωσία, γνωστής ως «τα Οκτωβριανά». Η ε/κ ηγεσία αγνόησε κάθε πτυχή της ανάλυσης Βενιζέλου: σταδιακή αυτοκυβέρνηση, περισσότερες ελευθερίες, διαχείρηση του κυπριακού κατά τρόπο που να παρεμποδίζει την ανάμειξη της Τουρκίας, το αίτημα για αυτοδιάθεση να τυγχάνει διαχείρησης στο διμερές πλαίσιο ανάμεσα στους ε/κ και το Λονδίνο. Ωστόσο, η ε/κ ηγεσία θεώρησε ότι κατέχει διπλωματική γνώση πολύ πέραν της ευφυίας ενός Βενιζέλου. Η θέση ενός κορυφαίου πολιτικού, διαβλήθηκε στην Κύπρο εν μέσω χαρακτηρισμών γιατί αποσυντόνιζε τις βεβαιότητες μιας ρηχής ηγεσίας. Η εμπειρία, η γνώση, η επαφή με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, οι επαφές με άλλες χώρες που επηρέαζαν τα συμφέροντα της Κύπρου θεωρήθηκαν ως ήσσονος σημασίας ζητήματα και αγνοήθηκαν. Ότι δεν ταίριαζε στο ιδεολογικό «κουτί» που σχημάτισε η τότε ε/κ ελίτ με πρώτο βιολί την ηγεσία της κυπριακής εκκλησίας, απεβλήθη κατά τρόπο απόλυτο.

Η αποτυχία του εγχειρήματος του 1950 αποδόθηκε στους ξένους, στην αγγλική δολιότητα, επίσης και σε κακούς έλληνες διπλωμάτες που δεν είχαν το σθένος να θέσουν το κυπριακό στο διεθνές πλαίσιο «εγκαίρως». Δεν πέρασε από το μυαλό της τότε κυπριακής ελίτ ότι τίποτα δεν επρόκειτο να της χαριστεί επειδή είχε δίκαιο. Η θέση της Κύπρου στον τότε κόσμο θα έπρεπε να κατακτηθεί με την ανάλυση, τις επιλογές, τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της ηγεσίας της. Δεν πέτυχε, αλλά –ακόμα πιο σημαντικό- δεν θέλησε να οργανώσει μια ευρύτερη συζήτηση για τη στρατηγική των ε/κ. Αλλά για να θέσεις επί τάπητος ζητήματα χρειάζεται να αναγνωρίζεις τη σημασία της γνώσης, της εμπειρίας, του ορθολογισμού και της επαφής με το διεθνές περιβάλλον.

Λάρκος Λάρκου