Δεκαπέντε χρόνια στο παραπέντε!
Δεκαπέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2004, το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Τι πήγε στραβά και η ε/κ κοινότητα πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων μια σημαντική δυνατότητα για να αλλάξει τη μοίρα της; Η σκληρή ρητορεία του τότε ε/κ ηγέτη, η διχαστική πρακτική και οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε, απέβλεπαν στη δημιουργίας μιας θολής ατμόσφαιρας για να μην απαντηθεί το απλό ερώτημα: Γιατί δεν διαπραγματεύτηκε ο ε/κ ηγέτης; Γιατί πήρε ένα πρώτο σχέδιο από τον ΟΗΕ και το χειροτέρεψε; Πώς ένα σχέδιο του ΟΗΕ στην μια εκδοχή του ήταν καλό, ενώ στην επόμενη εκδοχή του ήταν ολόμαυρο;
Η επιβολή της δια πυρός και σιδήρου σιωπής, απέβλεπε στη συγκάλυψη για όσα ακόμα παραμένουν μετέωρα. Η κυπριακή πολιτική «σχολή», εκπαίδευσε ολόκληρη γενιά από πολιτευτές που άλλα σκέφτονταν, άλλα έκαναν, έπαιζαν σε δύο ή τρία ταμπλώ, πιστεύοντας ότι όλοι οι άλλοι ήταν κουτόφραγκοι. Αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, ωστόσο, επιδέξιοι ερασιτέχνες, δημιουργούσαν στην κοινή γνώμη εξάρσεις από φαντασιακές νίκες για να «αντισταθμίσουν» τα δεδομένα που δημιουργούσε η γύρω μας σκληρή πραγματικότητα. Ελάχιστο ενδιαφέρον έδειχναν για ότι ονομάζεται ανάλυση των δεδομένων, πρόβλεψη από τις επιπτώσεις της μιας ή της άλλης εξέλιξης, ζύγισμα κόστους-ωφέλειας. Αυτά λείπουν όταν απουσιάζει η στρατηγική σκέψη, όταν απουσιάζει η ανάλυση γύρω από το μακροπρόθεσμο συμφέρον του νησιού, και, βεβαίως, η αίσθηση ότι ένας ηγέτης λαμβάνει αποφάσεις και δεν κρύβεται πίσω από ψευδείς εικόνες που ο ίδιος φρόντισε να δημιουργήσει.
Η ουσία στην περίπτωση του τότε ε/κ ηγέτη βρισκόταν στο ότι, ούτε κατανόησε, ούτε προσπάθησε να μάθει τι σημαίνει ένταξη στην ΕΕ, τι συνεπάγεται για τη διαδικασία επίλυσης, πώς μια εξελικτική εφαρμογή μιας λύσης ισούται με την πεμπτουσία της συμμετοχής μας σε μια πολυεθνική, οιωνεί ομοσπονδιακή, οντότητα. Υπέγραψε στη Στοά του Αττάλου στις 16 Απριλίου 2003 την Συνθήκη Προσχώρησης, θεωρώντας ότι ήταν «κάτι» καλύτερο από τη συμμετοχή μας στους αδέσμευτους.
Πολλοί ε/κ ασπάστηκαν την κυρίαρχη τότε θεωρία «να ενταχθούμε στην ΕΕ, να διαπραγματευτούμε ύστερα από θέση ισχύος». Η θεωρία αυτή ήταν μη σοβαρή: η Κύπρος έλαβε το εισιτήριο για την ένταξη στις 16 Απριλίου 2003. Η Λευκωσία θα μπορούσε να πείσει για δύο σενάρια:
Πρώτον, μια τελική φάση διαπραγματεύσεων σε διασύνδεση με την 1η Μαϊου 2004, αφού πρώτα αξιοποιούσε τα εργαλεία που προσέφερε η ένταξη εργαζόμενη πάνω σε αυτά επί ένα ολόκληρο χρόνο (θεμελιώδεις ελευθερίες, ασφάλεια, οικονομία, υποδομές κλπ).
Δεύτερο, αλλαγή της ημερομηνίας για την τελική φάση σε διασύνδεση με την απόφαση των «25» για καθορισμό ημερομηνίας για έναρξη των ενταξιακών διαραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας- 3 Οκτωβρίου 2004, έξι μήνες μετά την ένταξη και ενάμιση από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης.
Κανένα από τα δύο σενάρια δεν έγινε, γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού του ε/κ ηγέτη δεν ήταν η επίλυση, αλλά το παιχνίδι με το χρόνο και η συντήρηση του status quo.
Για να επιτύγχανε, είτε το σεναριο ένα, είτε το σενάριο δύο, έπρεπε να αντιλαμβάνεσαι ότι η επίλυση στο κυπριακό και η πρόοδος στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας πήγαιναν «μαζί», να είσαι αξιόπιστος συνομιλητής της ευρωπαϊκής ηγεσίας, και να έπειθες τους συνομιλητές σου ότι αυτό που έλεγες το εννοούσες.
Η ΕΕ παρέχει το αναγκαίο υλικό, αυτό που δεν διαθέτει, λόγω της φύσης του, ο ΟΗΕ:
Ιστορικό παράδειγμα: στις Ιδέες Γκάλι (1992) περιλαμβανόταν πρόνοια για «διπλά δημοψηφίσματα» σχετικά με την ένταξη της νήσου στην ΕΕ. Αυτή η πρόνοια του ΟΗΕ ξεπεράστηκε στο «γήπεδο ΕΕ» χάρις στη Συμφωνία της 6ης Μαρτίου 1995 (συμφωνία Αλαίν Ζιπέ-Γιάννου Κρανιδιώτη, έναρξη ενταξιακών συνομιλιών έξι μήνες μετά το τέλος της τότε Διακυβερνητικής).
Παραδείγματα από το Brexit: η ΕΕ έχει την ισχυρή δυνατότητα να προσαρμόζει τα δεδομένα σε νέα «μέτρα», εφόσον αυτά ικανοποιούν, σε μια δεδομένη συγκυρία, το μακροπρόθεσμο συμφέρον της ίδιας, ή μιας χώρας-μέλος, ή μιας περιοχής -στην περίπτωση της Κύπρου η επίλυση με ισχυρή ώθηση στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Η τελική διακωμώδηση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων, από την πλευρά του ε/κ ηγέτη, έδειξε ότι γνώριζε καλά, την κυρίαρχη στο νησί «μεγάλη σχολή των μικρών τεχνασμάτων», αυτή που μάς οδήγησαν βήμα βήμα στην ανυποληψία και στο περιθώριο.
Καταληκτικά: ο τότε ε/κ ηγέτης υπήρξε εκ πεποιθήσεως ιδεολόγος της επιβολής της ε/κ άποψης επί των τ/κ, άρα αντίθετος με κάθε συμβιβαστική συμπεριφορά, ένας πολιτευτής με αντιευρωπαϊκή κουλτούρα, γι’ αυτό αρνήθηκε κάθε προσπάθεια για να παίξει η ΕΕ ουσιώδη ρόλο στην αλλαγή πορείας. Ακόμα και η απόπειρα, την υστάτη, του Επιτρόπου Γ. Φερχόιγκεν να έρθει βελτιωμένη πρόταση στο εδαφικό με την έγκριση Ερτογάν (τα σημαντικότερα ε/κ χωριά της Καρπασίας σε ειδική ζώνη που θα υπαγόταν απ’ ευθείας στην κεντρική κυβέρνηση), αφέθηκε να εξατμιστεί. Ενώ διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις στο Μπούργκενστογκ, ο ε/κ ηγέτης πήγε προσχηματικά σε Σύνοδο στις Βρυξέλλες επί τριήμερον, (ενώ, θα μπορούσε κάλλιστα να στείλει τον Υπεξ) για να αφήσει, έτσι το χρόνο να τρέχει για να μπορεί να έχει περισσότερα «εργαλεία» για την επιτύχει την καταστροφή της προσπάθειας.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, η ιστορία δείχνει ότι επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας: πολιτευτές με αγωνίες για την καρέκλα τους αδιαφορούν για την παρέλευση του χρόνου, καταγγέλλουν γιατί δεν μπορούν να σχεδιάσουν, να εμπνεύσουν, να επιλύσουν…
Λάρκος Λάρκου