Χάγη ναι. Αλλά πώς;
«Για μας, την Τουρκία, το Αιγαίο είναι κάτι πολύ σημαντικό, για να το αφήσουμε να κριθεί από ένα Πολωνό ή ένα Βρετανό δικαστή…»
ΜΕΧΜΕΤ ΑΛΙ ΜΠΙΡΑΝΤ
Μια έγκυρη φωνή, αυτή του Αλί Μπιράντ, κάνει εισαγωγή στο θέμα με ένα τρόπο που εντυπωσιάζει. Μέσα σε λίγες λέξεις, λέγονται τόσα πολλά και υπονοούνται ακόμα περισσότερα. Το Αιγαιακό ζήτημα, μέσα από τα μάτια ενός τούρκου δημοσιολόγου πρώτης γραμμής. Αυτές οι σκέψεις του Μπιράντ διατυπώνονται αμέσως μετά την πρόσφατη κρίση στο Αιγαίο (2 Απριλίου ’87). Εκεί μπήκε (με ελληνική πρωτοβουλία) σε δοκιμασία το «νευρικό σύστημα», αλλά και το είδος της πολιτικής που ασκεί η Άγκυρα στον Αιγαιακό χώρο: να προχωρεί δηλαδή στη δημιουργία επί μέρους τετελεσμένων (έρευνες με «ΣΙΣΜΙΚ») σε θαλάσσιες περιοχές που θεωρεί πως είναι «αμφισβητούμενα ύδατα». Αφού το «ΣΙΣΜΙΚ1» θα έκανε μέρος του «έργου» του, οι διαμαρτυρίες ή οι εκκλήσεις της Ελλάδας θα δημιουργούσαν μια έκρυθμη κατάσταση. Ο διεθνής παράγοντας θα έλεγε: Αφού υπάρχει πρόβλημα, κάνετε διάλογο! Έτσι, μια εντυπωσιακά νικημένη στις εντυπώσεις (και οι εντυπώσεις κρύβουν ουσία) Ελλάδα, θα πήγαινε σε ένα κάποιο διάλογο, με τη σκέψη πώς να καταφέρει να αποφύγει μια χειρότερη «επόμενη μέρα». Από την Τουρκία ένας διδακτικός λόγος. Αυτός του Φερρούχ Μποζμπέιλη: «Πρώτα δημιουργούμε μια πραγματική κατάσταση. Και, στη συνέχεια, θα παρακαθήσουμε στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων πανίσχυροι. Τότε προβάλλουμε τους στόχους μας και τους διαπραγματευόμαστε…». Από την Ελλάδα, ο απαντητικός λόγος του Αντρέα Παπανδρέου (ομιλία στο Υπουργικό Συμβούλιο – 27 Μαρτίου ’87): «Θα ήθελα λοιπόν, να τονίσω ότι αν αυτό (έξοδος «ΣΙΣΜΙΚ») αποτελεί μεθόδευση, είτε του ΝΑΤΟ, είτε των Ηνωμένων Πολιτειών, να μας υποχρεώσουν με μέσον τη δυναμική παρουσία της Τουρκίας στο Αιγαίο, να μας υποχρεώσουν να πάμε σε τραπέζι διαπραγματεύσεων Ελλάδας – Τουρκίας εφ’ όλης της ύλης, εάν αυτός είναι ο στόχος, δεν πρόκειται αυτή η κυβέρνηση να τον δεχθεί. Θα ήθελα αυτό το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο».
Το νευρικό σύστημα Αθήνας – Άγκυρας έδειξε πως ήταν διατεθειμένο να δείξει την αντοχή του μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες και ισοζύγια δυνάμεων στην Αιγαιακή ζώνη. Αυτή η κίνηση, από τη μέρα της Αθήνας, δεν συνοδευόταν μόνο από μια άμεση στρατιωτική κινητοποίηση. Λαμβάνοντας υπόψη και τους διεθνείς κανόνες του παιχνιδιού, συνόδευε τη στρατιωτική της προετοιμασία με μια Χάγη στις διπλωματικές της αποσκευές. Προτείνοντας στην Άγκυρα τη διαδικασία προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (με την από προηγουμένως υπογραφή συνυποσχετικού ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις) δοκίμασε (και εν πολλοίς πέτυχε) να αφαιρέσει από την Άγκυρα πιθανό διπλωματικό της προβάδισμα. Η Αθήνα εισηγείται εκείνο που μια σειρά από χώρες ακολουθούν. Την προσφυγή στη Χάγη. Εκείνο που η διεθνής κοινή γνώμη κατανοεί και εκ πρώτης όψεως αποδέχεται. Γιατί η Τουρκία διστάζει ή αρνείται αυτή τη διαδικασία; Εδώ, ενδεχομένως, να κρύβεται και ένα μέρος των «μυστικών» κινήσεων του Α. Παπανδρέου: «Αν στόχος είναι να με οδηγήσουν σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης (μέσο «ΣΙΣΜΙΚ»), τότε ακριβώς, για να αποφύγω ότι εκείνοι εις βάρος μου σχεδιάζουν, αλλάζω το σκηνικό: παρεμπόδιση δραστηριότητας ΣΙΣΜΙΚ («όχι με λόγια»), προτείνοντας ταυτόχρονα τη διαδικασία εκείνη που, δημόσια τουλάχιστον, είναι δύσκολο σε μια κυβέρνηση να αρνηθεί την αξία της και μάλιστα την ώρα που οι προβολείς της επικαιρότητας βρίσκονταν πάνω από το Αιγαίο. Αυτές οι κινήσεις Παπανδρέου – όχι μόνο τροποποίησαν εν μέρει το σκηνικό – αλλά και έδιναν το δικαίωμα στην Αθήνα να έχει ορισμένες πρωτοβουλίες στα χέρια της και καλούσε το άλλο μέρος να πάρει θέση επί της διαδικασίας. Η Άγκυρα όταν ακούει τη λέξη «Χάγη», αλλάζει βιαστικά το σχήμα προτιμώντας τη «διμερή» αντιμετώπισή του. Η Χάγη, χωρίς να είναι όργανο υπεράνω συσχετισμών και πιέσεων, κρίνει νομικά τα προβλήματα. Η τακτική όμως της Άγκυρας θέλει να οριοθετήσει ότι αυτές οι «διαφορές» αφορούν αποκλειστικά τα «δύο μέρη», επομένως η λύση τους θα κινηθεί κυρίως πολιτικά– και θα ακουμπά προφανώς σε μια σειρά από συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις δυο χώρες.
ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Η δοκιμασία των νεύρων, έδωσε κάποιες – έστω και ασαφείς – ελπίδες πως τα πράγματα οδηγούνται προς τη Χάγη. Ωστόσο μένει να αποδειχθεί αν τελικά η Άγκυρα αποδέχεται αυτή τη διαδικασία, σαν μια πορεία ουσίας. Τόσο οι διπλωματικές πρακτικές της, όσο κυρίως οι λόγοι που τις κινούν, δημιουργούν ορισμένα ερωτηματικά: πόσο ρεαλιστική είναι η φιλοδοξία ώστε το ζήτημα «υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο» να οδηγηθεί μέχρι τέλους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Με άλλα λόγια τι έχει αλλάξει, ώστε εκείνο που η Άγκυρα χτες δεν ήθελε, σήμερα να το αποδέχεται. Εν πρώτοις, θα πρέπει να σημειωθεί πως η Τουρκία – δηλώσεις Οζάλ – ποτέ δεν άνοιξε πλήρως τα χαρτιά της. Ο Οζάλ (29 Μαρτίου) μίλησε για «ενδεχόμενη» αποδοχή της ιδέας για προσφυγή σε διεθνή διαιτησία. Την ίδια μέρα που ο Υπουργός – αρμόδιος για θέματα ΕΟΚ – Αλί Μποζέρ δήλωνε πως «η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε να γίνει, μόνο αφού θα είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας». Αυτή η «προσεκτική» διατύπωση πίσω από τα «ενδεχόμενα» και τα «μπορούσε», διατυπώνεται με πρόδηλη «ασάφεια» πως η πολιτική του «ναι, μεν αλλά» έχει το προβάδισμα σήμερα. Με άλλα λόγια, οι κινήσεις Παπανδρέου, η έγκυρη προβολή της ιδέας περί Χάγης οδήγησε την Άγκυρα στο να κάνει ένα ελιγμό. Ναι, πάμε στη Χάγη, αλλά και «διαβουλεύσεις» έξω από τη Χάγη. Ο Τ. Οζάλ δηλώνει: «Οι δρόμοι που οδηγούν στην ειρήνη, δεν είναι μόνο το Διεθνές Δικαστήριο» (30 Μαρτίου).
Η Ελλάδα δια στόματος Α. Παπανδρέου δηλώνει πως το ζήτημα είναι «η οριοθέτηση και όχι η διανομή της υφαλοκρηπίδας». Με βάση το διεθνές και εθιμικό δίκαιο στις αποσκευές της, επιλέγει τη λύση της Χάγης ακριβώς γιατί η νομική της θέση είναι ισχυρή. Και ένα Διεθνές Δικαστήριο αναμένει η Ελλάδα πως θα τη δικαιώσει, σύμφωνα πάντοτε και με άλλες παλαιότερες θέσεις του – δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα. Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα γνωρίζει- ίσως καλύτερα απ’ όλους -πως μια προσφυγή στη Χάγη με μια δική της μη ισχυρή νομικά θέση ενδέχεται να δημιουργήσει περιπλοκές στις δικές της μακροπρόθεσμες επιθυμίες: αν το Δικαστήριο δικαιώσει εν όλο ή εν μέρει την Αθήνα, τότε δημιουργείται ένα νομικό και ηθικό προηγούμενο που η Άγκυρα οφείλει πια να λαμβάνει υπόψη. Πώς θα μπορεί χωρίς φθορά πια, να προβάλει τις υπόλοιπες διεκδικήσεις της (εναέριος χώρος, χωρικά ύδατα) όταν για το ένα από αυτά έχει δημιουργηθεί νομική κάλυψη – και πρόταση λύσης; Τα περιθώρια για συνέχεια στις διεκδικήσεις θα δεχτούν ένα πλήγμα. Η Αθήνα θα αξιοποιήσει μια θετική γι’ αυτήν απόφαση της Χάγης στο έπακρο. Πώς θα «νομιμοποιείται» η Άγκυρα ώστε να αγνοεί πλήρως ένα νομικό και πολιτικό θέμα και μάλιστα απέναντι σε μια χώρα – μέλος της ΕΟΚ; Μια σειρά από δηλώσεις τούρκων πολιτικών εκφράζουν αυτή ακριβώς την ανησυχία: Ο Μ. Ετσεβίτ δηλώνει: «Το θέμα της υφαλοκρηπίδας είναι πολιτικό» και «πως η Τουρκία τώρα δεν πρόκειται να παρασυρθεί σε μια περιπέτεια διεθνούς δικαστηρίου». Ο Ερντάλ Ινονού τοποθετείται: «Θα αποβεί σε βάρος μας να καταφύγουμε σε διαιτησία, πριν βρεθεί μια λύση μέσα από συνομιλίες και πριν συμφωνηθεί η ουσία της υπόθεσης». Ο Μ.Α. Μπιράντ ισχυρίζεται πως «για την Τουρκία το πρόβλημα δεν τίθεται μόνο νομικά, αλλά ταυτόχρονα πολιτικά και νομικά». Αλλά η πιο εντυπωσιακή – και αποκαλυπτική ταυτόχρονα – δήλωση προέρχεται από τον καθηγητή Μουμτάζ Σοϋζάλ: «Η προσπάθεια του κ. Οζάλ να οδηγήσει την Ελλάδα σε διευρυμένο διάλογο, προσποιούμενος πως δέχεται τη Χάγη, όχι μόνο δεν μπορεί να ξεγελάσει την ελληνική διπλωματία, αλλά ούτε και ένα μικρό παιδί». («Μιλλιέτ» 3 Απριλίου).
ΧΑΓΗ, ΓΡΑΜΜΗ ΑΓΟΝΗ
Μέσα στα λόγια του καθηγητή Σοϋζάλ κρύβεται αλήθεια: Κάτω από το βάρος μιας απόλυτης άρνησης – «όχι στη Χάγη» – και εν όψει του ειδικού ρόλου αυτής της εποχής – προετοιμασία για αίτηση εισδοχής στην ΕΟΚ, 14 Απριλίου – η Άγκυρα «προσποιούμενη πως δέχεται τη Χάγη» προετοιμάζει άλλα: αποφεύγει εν μέρει δυσμενείς εντυπώσεις από μια άρνηση, καταθέτει το ευρωπαϊκό της προφίλ – έτοιμη για διάλογο, παρουσιάζεται ως χώρα που κάνει και υποχωρήσεις χάριν της ειρήνης στην περιοχή. Ωστόσο το κρυφό της χαρτί βρίσκεται αλλού. Αν σήμερα προσποιείται, προς τι η φιλολογία περί Χάγης; Η Άγκυρα φαίνεται να επιθυμεί (και θα προσπαθήσει γι’ αυτό) ώστε στο δρόμο προς τη Χάγη, να βρεθεί χώρος για να θέσει από την «πίσω πόρτα», τις διεκδικήσεις της – χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, αποστρατικοποίηση νησιών Α. Αιγαίου. Ο Τ. Οζάλ είναι σαφής: «Πριν πάμε στη Χάγη, υπάρχει υποχρέωση να συζητήσουμε ο ένας απέναντι στον άλλο» (30 Μαρτίου). Στην ευθύτητα της δήλωσης Οζάλ, η διπλωματική έκφραση, του Μ. Α. Μπιράντ: «Πρώτα θα έπρεπε να μιλήσουμε πολιτικά σε ένα «διευρυμένο διάλογο με την πρόθεση να πάμε στη Χάγη…». Αυτή η επιδίωξη της τουρκικής διπλωματίας, ο «διευρυμένος διάλογος» κατά Μπιράντ, είναι κατά τα φαινόμενα ο τωρινός προσανατολισμός της. Και η Χάγη πού πάει; Γνωρίζοντας φιλοδοξίες και στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μπορούμε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό πως οι πιθανότητες μιας από κοινού προσφυγής στο Δ.Δ. της Χάγης είναι εξαιρετικά περιορισμένες – αν όχι μη υπαρκτές. Η Άγκυρα ωστόσο δε θα σταματήσει εκεί. Γιατί η ουσία γι’ αυτήν δεν είναι η Χάγη. Σε αυτήν την συγκυρία – και γνωρίζοντας τις θέσεις Παπανδρέου – ενδεχομένως να επιδιώκει περισσότερο παιχνίδι με το χρόνο και με τις εντυπώσεις. Αν τελικά επιτύχει – πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο – αυτό τον διευρυμένο διάλογο, τότε ο τακτικός στόχος θα έχει επιτευχθεί. Αν όχι (πράγμα πιθανότερο), τότε θα κινηθεί πιο επιθετικά στο διεθνές «παζάρι», ώστε οι εντυπώσεις πως η Τουρκία ζητούσε «διάλογο» (σε αντίθεση με την αδιάλλακτη Αθήνα) να κινηθούν προς την μεριά της. Θα κινηθούν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. να δίνεται συστηματικότερα προς τα έξω η εικόνα της «μετριοπαθούς» Τουρκίας. Άλλωστε, ποιος μπορεί εδώ να μη θυμηθεί πώς χειρίστηκε η τουρκική διπλωματία την υπόθεση (και την αποτυχία) της συνάντησης κορυφής Κυπριανού – Ντενκτάς (Γενάρης ’85) στην Νέα Υόρκη και κυρίως πώς κατάφερε, σε ένα μεγάλο ποσοστό, να εμφανίζει την κυβέρνηση μιας ημικατεχόμενης χώρας, σαν κυβέρνηση «αδιάλλακτη» και «αντίθετη με τους κανόνες του διαλόγου»; Άλλο βέβαια, θέμα το κατά πόσο η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση δεν είναι άμοιρη ευθυνών για μια πορεία που επέλεξε – χωρίς παπούτσια στ’ αγκάθια… Από την αθηναϊκή πάντως πλευρά, οι δηλώσεις Παπανδρέου φαίνεται πως προσδιορίζουν πολιτικό πλαίσιο πορείας. Ιδιαίτερα δε πρέπει να τονιστεί η βαρύτητα που δίνει ο Α. Παπανδρέου σε αυτό τον προσδιορισμό. Καλώντας τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ «να μη πιστεύουν σε φήμες» δηλώνει: «Αλλά εκείνο το οποίο έχω καθήκον να σας πω – και αυτό με δεσμεύει, είναι το μόνο θέμα επί του οποίου εμείς θα προχωρήσουμε – είναι η διερεύνηση του εάν μπορούμε με κάποια διαδικασία να καταλήξουμε σε συνυποσχετικό. Αυτό είναι το θέμα για μας. Και αν ακουστούν άλλα, απλώς δεν αληθεύουν… (ομιλία Α. Παπανδρέου σε σύνοδο της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ 8 Απριλίου). Αυτή η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού και κυρίως η επιθυμία του να προσδιορίσει το ως που μπορεί να κινηθούν οι διερευνητικές επαφές, αλλά και το πως (επίπεδο εμπειρογνωμόνων) φανερώνει πως η Αθήνα αντιλαμβάνεται καλά πως αν μπει σε τροχιές «διευρυμένου διαλόγου» (χωρίς πλαίσιο αρχής και τέλους) που σε κάθε φάση διαλόγου θα προστίθεται κι ένα καινούργιο θέμα προς συζήτηση θα την οδηγήσει σε πανηγυρικό «παιχνίδι με το χρόνο». Εκεί δηλαδή που αναζητούσε βήμα διεξόδου (Χάγη) να καταφέρει να μπει στο χορό ενός ατέλειωτου (έτσι κι αλλιώς) αμανέ.. Το όλο κλίμα, έτσι όπως φαίνεται να διαμορφώνεται μετά την κρίση, απαιτεί τουλάχιστον – εξαιρετικά προσεκτικές κινήσεις. Αυτός ο τουρκικός στόχος, ο ονομαζόμενος «διευρυμένος διάλογος», δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πάγιες τουρκικές θέσεις, ενταγμένες στις μετά την κρίση συνθήκες. Δηλαδή μια πιο «εύπεπτη», ή πιο κομψά σερβιρισμένη, εκδοχή τους… Άλλωστε, τι εν τω μεταξύ επήλθε ώστε να αναμένει κανείς βελτιώσεις ή αλλαγές στόχων σε ότι αποκαλείται «αυτονομία του τούρκικου επεκτατισμού»; Ελιγμούς ναι, αλλά οι αλλαγές;
Στην Αθήνα τα πράγματα επικεντρώνονται σε τρία βασικά σημεία:
1) Οι χειρισμοί κατά τη διάρκεια της κρίσης, έδωσαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης. Όχι μόνο γιατί οι πρωτοβουλίες ήταν κυρίως δικές της, αλλά και γιατί αποδείχθηκε πως μια αποφασιστική πολιτική εμπεριέχει από τη φύση της και «κέρδη» και «θετικές εντυπώσεις», αρνούμενη έτσι τον παραδοσιακό ρόλο του «φτωχού συγγενή» όπως για δεκαετίες παρουσιαζόταν να είναι η Αθήνα.
2) Με κάποιες «λαμπρές» εξαιρέσεις ένα Μέτωπο Εθνικής Ευθύνης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις αναπτύχθηκε κατά τις ημέρες της κρίσης. Αυτό το ισχυρό μέτωπο, έστω και, συγκυριακά, ήταν ένα βήμα εθνικής θωράκισης.
3) Οι μέρες της κρίσης, το Αιγαιακό «λεξιλόγιο», το είδος των διαφορών: πώς μέσα σ’ όλο αυτό το πλήθος των δύσκολων ευνοιών, αλλά και δύσκολων ουσιών, πορεύεται η γνώση και η συνειδητή συμμετοχή του έλληνα πολίτη; Ασφαλώς και το πρόβλημα μένει: ένα αναβαθμισμένο κίνημα που θα στοχεύει σε πλήρη ανάδειξη του φαινομένου «τούρκικος επεκτατισμός», ένα ποιοτικά συγκροτημένο κίνημα αποτροπής αυτού του φαινομένου, απαιτεί κυρίως τη βαθιά γνώση του όλου θέματος από τους ίδιους τους πολίτες. Για να μπορούν οι πολίτες να ερμηνεύουν περισσότερο πολιτικά και λιγότερο συναισθηματικά κινήσεις και ενέργειες των ημερών της κρίσης- μιας κρίσης που δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί πως εν καιρώ θα υπάρξει ξανά..
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ , 1987