Σφραγίδα Σημίτη στα εθνικά θέματα…
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μια μακρά ιστορία κινήσεων, συναντήσεων και τελικώς απογοητεύσεων. Ο διάλογος κορυφής πήρε ποικίλες μορφές (Καραμανλής – Ντεμιρέλ, Παπανδρέου – Οζάλ, Μητσοτάκης – Γιλμάζ) και ωστόσο, αυτές οι συναντήσεις δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς. Η εξομάλυνση δεν επήλθε και το κόστος της μη εξομάλυνσης επενέργησε στην πιο άγρια σελίδα του τελευταίου κύκλου με την κρίση των Ιμίων.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η παρούσα Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Κ. Σημίτη έχει μια διαφορετική οπτική στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου όσο και στο Υπουργείο Εξωτερικών, υπάρχει ως κινητήρια δύναμη η θέση ότι η Ελλάδα πλέον πρέπει να υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα με ευελιξία, με κινήσεις που θα τις δίνουν πόντους ότι αναζητεί λύσεις, ότι επιθυμεί να είναι πόλος συνεργασίας στην περιοχή. Αυτό είναι το μέγιστο για την Ελλάδα. Να έχει πρώτο ρόλος τα Βαλκάνια και το αποδεικνύει με τις κινήσεις της στο Αλβανικό, αλλά και να εξομαλύνει βήμα με βήμα τις ελληνοσκοπιανές σχέσεις με κορυφαίο γεγονός τη συνάντηση Γκλιγκόροφ – Πάγκαλου στα Σκόπια. Επομένως, στον τομέα της βαλκανικής της πολιτικής η Αθήνα πηγαίνει πολύ καλά, είναι σήμερα ο ισχυρός παράγων σταθερότητας, ομαλότητας, συνεργασίας και συγκλίσεων στην πιο ταραγμένη γωνιά της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Αυτό το στοιχείο επενεργεί αυτομάτως και στο πιο δύσκολο κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας, αυτό που αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (Αιγαίο) και την άλλη διάσταση του Κυπριακού.
Η Αθήνα έχει πολύ καλή γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος και εξ αυτού οι κινήσεις της έχουν το προνόμιο της πρωτοβουλίας, των κινήσεων που ωθούν την αντίπαλη πλευρά σε εξ ανάγκης αντιδράσεις. Έτσι το τελευταίο διάστημα η Αθήνα δια δηλώσεων Πάγκαλου ξεκαθάρισε ότι ευνοεί την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας κάτω από τρεις προϋποθέσεις – λύση στο Κυπριακό, άρση της επιθετικότητας στο Αιγαίο, ανθρώπινα δικαιώματα μέσα στην Τουρκία. Το ότι η Αθήνα με τόση σαφήνεια έδωσε αυτές τις θέσεις συνέβαλε σε μικρές ανταποδόσεις, μόνο όμως στο επίπεδο των εντυπώσεων από την πλευρά του Στρατηγού Καρανταγί (επίσκεψή του στην Ελληνική Πρεσβεία, 25η Μαρτίου). Πέραν αυτών των γενικών κατευθύνσεων, το επιτελείο του Ελληνικού ΥΠΕΞ έδωσε και ορισμένες σκέψεις του για μερική προώθηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε όσον αφορά διαδικαστικές κινήσεις, είτε πρωτοβουλίες επί της ουσίας. Απορρίπτοντας ο Γ. Κρανιδιώτης την ολλανδική πρόταση για «Επιτροπή Σοφών» που θα μελετούσε και θα υπέβαλλε ιδέες για τις Ε/Τ σχέσεις, αντί-εισηγήθηκε τη δημιουργία μιας Μικτής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας – Τουρκίας που θα μελετήσει τα προβλήματα και θα υποβάλει υπόμνημα προς τις δύο κυβερνήσεις.
Αυτό το στοιχείο είναι συμπληρωματικό, αφού σε αυτή τη λογική – ως μεσοπρόθεσμο ζητούμενο – η Αθήνα πρότεινε την υπογραφή ενός συμφώνου μη επιθέσεως ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτές οι πρωτοβουλίες είναι πολύ σημαντικές, επειδή – εκτός άλλων – δίνουν την εικόνα στην Αθήνα ότι αναζητεί διεξόδους, ότι κάνει προσπάθειες για ρυθμίσεις σε ότι δεν βλάπτει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Παραμένει, βεβαίως, η πάγια ελληνική θέση (ήδη από το 1976) για ρύθμιση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτές τις κινήσεις της Αθήνας επηρεάζουν κατά αποφασιστικό τρόπο και ορισμένες πλευρές της διαχείρισης του Κυπριακού από τη συνολική Κυπριακή ηγεσία. Στη Λευκωσία, όσοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν το πώς λειτουργεί η Αθήνα στα εθνικά ζητήματα, απλώς δεν συνεισφέρουν στα νέα δεδομένα, όπως με ταχύτητα διαμορφώνονται από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Εάν, ωστόσο, ορισμένοι επιχειρήσουν να τραυματίσουν αυτές τις επιλογές, επειδή αυτό «επιβάλλει» ο προεκλογικός τους εαυτός, τότε ας έχουν υπόψη τους ότι ο Κυπριακός Ελληνισμός ακούει και βλέπει πολύ περισσότερα, απ’ ότι συνέβαινε πριν 10 ή 20 χρόνια…
Είναι γνωστό, ότι η Αθήνα επιθυμεί όπως η Λευκωσία επιδείξει ένταση επιθυμίας για διεξαγωγή διακοινοτικών συνομιλιών με μια ορισμένη λογική. Η Αθήνα σήμερα εκτιμά ότι η πολιτική των «πέντε όρων» (Α. Παπανδρέου / Εθνικό Συμβούλιο, 1995) δεν πείθει δεν είναι παραγωγική υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες. Γι’ αυτό εισηγείται όπως το κέντρο βάρους της απόδειξης της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς να είναι ο νέος κύκλος συνομιλιών και όχι οι προκαταρκτικοί όροι του. Αυτό το δίδυμο των κινήσεων, θα βοηθήσει αποφασιστικά το κλίμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας νέος κύκλος διαβουλεύσεων που αποτυγχάνει εξαιτίας του μεσαιωνικού Ραούφ, και μάλιστα στις παραμονές της έναρξης των ενταξιακών συνομιλιών, είναι ένα ισχυρό χαρτί της Λευκωσίας απέναντι στα κέντρα αποφάσεων στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.
Το ότι ορισμένα τμήματα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας αντιμετώπισαν θέσεις της Αθήνας, όπως τις εξέφρασε στη Λευκωσία ο Υφυπουργός Εξωτερικών Γ. Κρανιδιώτης, με μάλλον ζηλωτική διάθεση, αποδεικνύει ότι μερικοί αισθάνονται πολύ μακριά από τις συνολικές προσεγγίσεις της Αθήνας (Αιγαίο, Κύπρο), έστω και εάν δηλώνουν ικανοποιημένοι μετά τις, κατά καιρούς, συναντήσεις τους με τον Κ. Σημίτη και το Ε.Γ. του ΠΑΣΟΚ… Οι εσωτερικές έριδες σε διάφορα κόμματα, οι περιπέτειες που συνήθως δημιουργούν οι προεκλογικές μας ημέρες, δεν πρέπει να ακυρώσουν τις ιεραρχήσεις μας και να αποπροσανατολίσουν τις επιλογές μας. Η Τουρκία είναι ένας ισχυρός αντίπαλος, με πολύ καλή διπλωματική μηχανή. Γι’ αυτό απέναντι στον όγκο και τους αριθμούς της, πρέπει να αντιτάξουμε την ποιότητά μας, την ενότητά μας, τη συλλογική μας δράση σε όλα τα επίπεδα. Οι εκλογές είναι πρόκληση για ενότητα μέσα από την πολυφωνία και όχι μέσο για διασπάσεις και διολισθήσεις προς τη στασιμότητα…
Ο Κ. Σημίτης επισημοποιεί τον τρόπο σκέψης της Αθήνας με την πιο διαυγή μέθοδο σε ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων (6/5/96). Με την κριτική του άποψη στις πρακτικές της στασιμότητας και με τη διατύπωση μιας νέας σχολής διαχείρισης της εξ ανατολών απειλής. Ο λόγος Σημίτη είναι πλήρως κατανοητός:
«Θέλω να επισημάνω ότι εξίσου σημαντικά ερωτηματικά και αβεβαιότητες εμπεριέχει και η στρατηγική της στασιμότητας, της περιχαράκωσης, της ηρωϊκής άρνησης. Η τελευταία είναι συγχρόνως βολική γιατί δίνει την εντύπωση ότι μεταφέρεται η ευθύνη από τους πολιτικά υπεύθυνους χειριστές – την Κυβέρνηση και την αντιπολίτευση – σε ξένα κέντρα που επιβουλεύονται τα εθνικά μας συμφέροντα»…
Λάρκου Λάρκου