Ο ευρωπαϊκός στρατός τρέχει το 2003…
Το Ελσίνκι δικαίως έχει ταυτιστεί με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την Κύπρο. Δικαίως όμως θα μπορούσε να ήταν στη δική μας ανάλυση και η Σύνοδος – Σταθμός της Ε.Ε. στις προσπάθειες για την ενδυνάμωση της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ασφάλεια και την Άμυνα. Τα πρώτα βήματα έγιναν στο Ελσίνκι, αλλά πίσω από αυτό υπήρξαν οι εντατικές διαβουλεύσεις ανάμεσα σε Λονδίνο – Παρίσι – Βερολίνο. Οι θετικές διαθέσεις των τριών επέτρεψαν στη φινλανδική προεδρία να δώσει – για πρώτη φορά στη 40χρονη ιστορία της Ε.Ε. – δείγματα γραφής για την ανάπτυξη στρατιωτικών επιχειρήσεων υπό την ηγεσία της Ε.Ε., με την προσθήκη της φράσης (παρ. 27) «σε περίπτωση που το ΝΑΤΟ δε συμμετέχει σε αυτές ως σύνολο». Στα ειδικά στοιχεία του πρώτου βήματος, αναφέρονται (παρ. 28) οι προθέσεις για κοινό στρατό 50-60 χιλιάδων ατόμων, έως το 2003, με την κατάλληλη διοικητική υποστήριξη, με αλλαγές στις δομές και με νέα πολιτικά και στρατιωτικά όργανα, υπό το φως των νέων εξελίξεων.
Σημεία ειδικού βάρους έχουν την επιμέρους αξία τους:
α) Το κείμενο συμπερασμάτων του Ελσίνκι «αναγνωρίζει την πρωταρχική ευθύνη του Σ. Α. του ΟΗΕ, για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Το σημείο αυτό (παρ. 26) είναι και μια ευθεία αυτοκριτική για πολλές ευρωπαϊκές δυνάμεις σε σχέση με τις τριγωνικές σχέσεις ΟΗΕ – ΝΑΤΟ – Ε.Ε. στην περίπτωση του Κοσσόβου.
β) Η Τουρκία ως συνδεδεμένο μέλος της Δ.Ε.Ε., καθώς η τελευταία στο τέλος αυτού του έτους θα ενσωματωθεί στην Ε.Ε., θα είναι σε θέση να συμβάλλει στη στρατιωτική διαχείριση των κρίσεων. Υπό μίαν και σαφή προϋπόθεση, πως θα τηρείται η «αυτονομία της Ε.Ε. αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων», άρα θα κινείται – εάν το επιθυμεί – κάτω από τις αποφάσεις και τις ανάγκες όλων των κρατών – μελών.
γ) Στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας (6/2000) θα υπάρξει περισσότερη εμβάθυνση στο ζήτημα, αλλά και το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων έως το Μάρτιο του 2000 να έχει υλοποιήσει όργανα και ρυθμίσεις σύμφωνα με τα κείμενα του Ελσίνκι.
δ) Ασφαλώς τα κείμενα λένε πολλά, αλλά τα περισσότερα βρίσκονται πάνω απ’ αυτά. Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε., οι ειδικές σχέσεις Ουάσιγκτον – Λονδίνου, και επιπλέον οι προβληματικές ιστορικά επιλογές του Βερολίνου, θα καθορίσουν το κύριο περιεχόμενο των υπό δημιουργία εξελίξεων. Το Παρίσι εμφανίζεται να επιθυμεί πιο γρήγορες εξελίξεις, να είναι πιο θετικό στην οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας τη Γηραιά Ήπειρο. Το Λονδίνο έχει δημοσιοποιήσει το ρόλο που επιδιώκει στο διεθνές σύστημα, με τον αυτοπροσδιορισμό του ως «καθοδηγητή» και «συνδέσμου» ανάμεσα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και αντιστρόφως. Αυτό επιτρέπει ορισμένα βήματα – απόδειξη το Ελσίνκι – γι’ αυτό και το Λονδίνο για να έχει πιο ενεργό ρόλο στις εξελίξεις επανεξετάζει μερικώς την κλασική ατλαντική του προσκόλληση, συμμετέχοντας σε διαβουλεύσεις με το Παρίσι και το Βερολίνο, χωρίς να σπάει τον ομφάλιο λώρο με την Ουάσιγκτον.
ε) Το διεθνές σύστημα έχει την ειδική μονοπολική του διάσταση και οι ΗΠΑ ασκούν ένα παγκόσμιο ηγεμονικό ρόλο. Αυτή η ισορροπία δεν είναι ισορροπημένη. Χρειαζόμαστε έναν πολυπολικό κόσμο, έναν κόσμο με διαφορετικές ισορροπίες ισχύος, με νέα αντίληψη για τη συνεργασία και τις διεθνείς σχέσεις. Είναι γι’ αυτό που το Ελσίνκι έδωσε ορισμένα πρώτα βήματα για το ευρωπαϊκό μέλλον, καθώς στην παρ. 27 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «υπογραμμίζει τη βούλησή του να αναπτύξει αυτόνομη ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις…». Σε μια πορεία όπου πολλά και διαφορετικά συμφέροντα συνυπάρχουν στην Ε.Ε., είναι βέβαιο πως τα αργά βήματα είναι τα πιο αποτελεσματικά, εάν θέλουμε η Ε.Ε. να αποκτήσει φωνή και ρόλο στην εξωτερική της πολιτική.
Εφημερίδα, Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ, 2000