Πολιτική και Οικονομία
Το ζήτημα της οικονομικής διάστασης στις σχέσεις Ε/Κ και Τ/Κ παραμένει πολύπλοκο και αμφιλεγόμενο. Οι εξελίξεις μετά την 23 Απριλίου 2003 δεν αναλύονται, έτσι, απλά «πάμε εκδρομές» ή «μόδα είναι θα περάσει». Το ζήτημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό: πόσο θέλουμε να μεγαλώσει τη ρωγμή στο τείχος, ποιες πολιτικές θέλουμε ή και εφαρμόζουμε για να αλλάξουμε τις ισορροπίες στην Τ/Κ κοινωνία. Προφανώς αυτά δεν ενδιαφέρουν τους οπαδούς της ακινησίας και της περιχαράκωσης. Οι αλλαγές ενδιαφέρουν την ισχυρή πλειοψηφία των κυπρίων που θέλουν μια διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων.
Η οικονομία είναι πολιτική, όσο και η πολιτική είναι οικονομία. Συνεπώς αυτό το στοιχείο πρέπει να καθορίσει την ανάλυση της προοδευτικής σκέψης, πάνω σε συγκεκριμένα βήματα. Η νέα σχέση οικονομίας και πολιτικής βάζει σε αυτονόητη προτεραιότητα τον αποκλεισμό κάθε σχέσης με το ψευδοκράτος.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί ακριβώς αποσυντονίζει τα σχέδια Ντενκτάς, και θέτει σε περιπέτεια και διεθνή απραξία το δικό του «όραμα». Από εκεί και πέρα όμως, υπάρχει ορισμένο πεδίο ανάπτυξης οικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε ότι δεν είναι ψευδοκράτος, Αυτό επιτρέπει τη διεύρυνση της πολιτικής επικοινωνίας, γιατί η οικονομία αναπτύσσει γέφυρες κοινών συμφερόντων, αλλάζει το κλίμα, επηρεάζει το μυαλό των ανθρώπων, και με τη σειρά τους, όλα αυτά βοηθούν στις διαδικασίες προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Το καθεστώς Ντενκτάς, για δεκαετίες στόχευε στο ανάποδο: οι Τ/Κ να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο δικό του αναχρονισμό, καμμιά επαφή με τον άλλο κόσμο, προσκολλημένοι στο παρελθόν, βουτηγμένοι στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του χθες.
Είναι γι’ αυτό που η προοδευτική πολιτική δράση βλέπει το πώς, αλλάζει αυτός ο κόσμος της ακινησίας πολύ συγκεκριμένες δράσεις.
Οι αριθμήσεις αυτών των δυνατοτήτων δεν βοηθούν. Αυτό που προέχει είναι η κεντρική ανάλυση, το πλαίσιο των αλλαγών, οι δημόσιοι προβληματισμοί πάνω στα μείζονα. Μια κοινή γνώμη που να γνωρίζει τι θέλει και που να γνωρίζει τι δεν θέλει, μια κοινή γνώμη που να γνωρίζει πως να ρυθμίσει το νέο σκηνικό, είναι απολύτως απαραίτητη για τους καιρούς που έρχονται.
Μια τέτοια εξέλιξη βοηθά και την διεθνή εικόνα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οτι συνήθως γίνεται (η Κυπριακή Δημοκρατία να ταυτίζεται με την ε-κ πλευρά) συνιστά μια πολιτική πρακτική που αξιολογείται αναλόγως από τις πρωτεύουσες εκείνες που από εδώ και πέρα θα μας κρίνουν με άλλα κριτήρια. Η συμμετοχή στο ευρωπαικό πλαίσιο δεν είναι συμμετοχή στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η διγλωσσία στην ΕΕ ‘ έχει κόστος. Δεν είναι απλά δημόσιες σχέσεις και «βοηθήστε τους αδυνάτους». Η σκληρή κριτική είναι μέρος του παιχνιδιού για όσα οι συμβατικές δεσμεύσεις προβλέπουν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να δώσει ορισμένες προτάσεις της στις Βρυξέλλες. Αυτές να κινήσουν ορισμένα βήματα στα πλαίσια που η ΕΕ μπορεί να υλοποιήσει.
Η οικονομία και η πολιτική από εδώ και πέρα περνά και μέσα από τη σχέση Βρυξελλών – Λευκωσίας.
Υπάρχουν ευρωπαικά προγράμματα που είναι σε θέση να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση με πρωτοβουλίες από την Κυπριακή Κυβέρνηση. Ετσι διαμορφώνεται μια νέα αντίληψη στα πραγματα, αυτή που δίνει την δυνατότητα στη Λευκωσία να κινείται με άλλη αυτοπεποίθηση στο χώρο αυτό.
Ο Ρ. Ντενκτάς αρνείται κάθε συζήτηση πάνω σε αυτά. Ποιος κέρδισε και ποιος
΄εχασε από τη διαφωνία Φερχόιγκεν- Ντενκτάς γύρω από τις ευρωπαικές ενισχύσεις
σε τρεις δήμους στην κατεχόμενη Κύπρο τον περασμένο Ιούνη
Η διατύπωση τέτοιων προτάσεων είναι μια υπόθεση πολύ σοβαρή γιατί συνδέεται με συνολικές στρατηγικές. Μια διπλή πρόταση της Λευκωσίας στις Βρυξέλλες για μειονεκτούσες ζώνες αφορά λ.χ. την περιοχή της Πιτσιλιάς αλλά και την περιοχή Ανατολικά του Τρικώμου. Η πρώτη υλοποιείται από την Κυπριακή Κυβέρνηση και η δεύτερη πάει στην ευθύνη των Βρυξελλών να βρουν σε συνεννόηση με την κυπριακή κυβέρνηση ορισμένες λύσεις. Η πιθανότερη λύση ειναι η μη λύση. Μένει όμως ως «κεκτημένο» η βούληση, οι καθαρές προθέσεις, η περισσότερη αξιοπιστία στο διεθνές πεδίο Έτσι οικοδομούνται βήμα με βήμα νέες ισορροπίες σε μια συνολική πολιτική διαδικασία η οποία εισάγει ολοένα και περισσότερους κύπριους πολίτες στο ιδεολογικό πλαίσιο του της ΕΕ , ως του «κοινού σπιτιού» με έργα και αποδείξεις.