Το Κυπριακό στις ευρωτουρκικές σχέσεις
Η Έκθεση Προόδου της Τουρκίας στις 6 Οκτωβρίου 2004 έθεσε ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της διασύνδεσης του κυπριακού με τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Αυτό το θέμα υπήρξε σημείο έντονης διαμάχης, πολιτικών αντιπαραθέσεων μέσα στους κόλπους των 15 και μάλιστα σε πολύ σκληρές εποχές/ Η αρχή έγινε τον Απρίλιο του 1988, όταν το Συμβούλιο υιοθέτησε στα συμπεράσματά του τη φράση – κλειδί «το κυπριακό ζήτημα επηρεάζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις». Η ίδια φράση επανελήφθη στο πιο υψηλό επίπεδο τον Ιούνιο του 1990 από το Ευρωπαϊκο Συμβούλιο του Λονδίνου.
Τα δεδομένα που σήμερα υπάρχουν στο κυπριακό δεν ήταν ίδια στις προηγούμενες δεκαετίες. Άλλες ήταν οι ανάγκες, άλλες οι προτεραιότητες. Τότε δύο θέματα κυριαρχούσαν: πρώτο η Κύπρος να αποκτήσει πλήρη ευρωπαϊκή πορεία ένταξης, άρα να αποσυνδεθεί η ένταξη από την προηγούμενη λύση και δεύτερο, να καθοριστεί από τους 15 ακριβής ημερομηνία για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών.
Στις συνόδους Κορυφής της Κέρκυρας (Ιούνιος 1994) και εκείνης του Έσσεν (Δεκέμβριος 1994) υιοθετήθηκε η φράση «η επόμενη διεύρυνση της Ε.Ε., θα περιλαμβάνει την Κύπρο και τη Μάλτα». Με τη φράση αυτή έγινε μια σημαντική πρόοδος στην αποσύνδεση της ένταξης από το πολιτικό ζήτημα της λύσης.
Το 1995 έδωσε μια σημαντική ευκαιρία στην ελληνική διπλωματία να κάνει ένα ακόμα βήμα μπροστά.
Από τον Οκτώβριο του 1994 άρχισε η ουσιαστική συζήτηση μέσα στους 15 γύρω από το ζήτημα της Τελωνιακής Ένωσης Τουρκίας – Ε.Ε.
Η Ελλάδα μετά την πρωταγωνιστική δράση του Γ. Κρανιδιώτη έθεσε όρους για να συναινέσει στον Τουρκικό αίτημα (καθορισμός ημερομηνίας για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Κύπρο, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, ενίσχυση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας).
Με τη Συμφωνία της 6ης Μαρτίου 1995 η Ελλάδα συμφώνησε με την Τ.Ε. Τουρκία (1/1/1996) ασφαλίζοντας το μέγιστο για την εποχή εκείνη αντάλλαγμα για την Κύπρο (καθορισμός έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης για την Κυπριακή Δημοκρατία, έξι μήνες μετά το τέλος της τότε Διακυβερνητικής). Πρέπει να σημειωθεί ότι η Αθήνα αξιοποίησε τη δυνατότητα της ομοφωνίας στο Συμβούλιο για να κάμψει τις αντιδράσεις της γερμανικής προεδρίας, αλλά και της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας. Η φράση – απάντηση Γ. Κρανιδιώτη ήταν πολύ σαφής και αφορούσε και τις τρεις πιο πάνω χώρες: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να δώσει τη συγκατάθεση της στην Τ.Ε. Τουρκιας – Ε.Ε…»
Η Ε.Ε., προώθησε όλα τα συμφωνημένα κείμενα με την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα κείμενα όμως προέκυπταν και προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, σκληρών όρων, συγκρούσεων, αντιπαραθέσεων, αμοιβαίως αποδεκτών συμβιβασμών.
Η πρώτη προτεραιότητα έγινε πραγματικότητα και οι ενταξιακές συνομιλίες με την Κύπρο άρχισαν τον Μάρτιο του 1998.
Παρόλο που οι Σύνοδος Κορυφής στην Κέρκυρα και στο Έσσεν (1994) έκαναν λόγο για συμπερίληψη της Κύπρου και της Μάλτας στην επόμενη διεύρυνση ορισμένες χώρες εξακολουθούσαν να αποκλείουν ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., με άλυτο το κυπριακό. Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία είχαν διατυπώσει ευθέως υπέρ τις αντιρρήσεις τους, ενώ άλλες ήταν απρόθυμες να υποστηρίξουν το κυπριακό αίτημα επικαλούμενες διάφορους λόγους. Πάντως σχεδόν όλες οι χώρες προτιμούσαν λύση και μετά τον Ιούνιο του 1999 η απόπειρα να ονομαστεί ένταξη. Η Τουρκία, υποψήφιο κράτος δεν έτυχε το θέμα πήγαινε στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο.
Στις 12 Ιουλίου 1999 ο Γ. Κρανιδιώτης (Jeremy Gaunt, Reuters) διατύπωσε την Ελληνική στρατηγική για τη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι (Δεκέμβριο, 1999) για το εάν η Τουρκία μπορούσε να πάρει τον τίτλο του υποψήφιου μέλους. Το ελληνικό veto μπορεί να μην ασκηθεί μόνο κάτω από τρεις όρους: απρόσκοπτη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, μη απειλές στο Αιγαίο.
Το έργο αυτό έφεραν σε πέρας τον Δεκέμβριο του 1999 οι Κ. Σημίτης και Γ. Παπανδρέου. Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί πως στο τελικό κείμενο μπήκε και μια σαφής αναφορά για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο. Εάν τα δύο μέρη (Ελλάδα – Τουρκία) δεν επιλύσουν τη διαφορά έως το Δεκέμβριο του 2004, το ζήτημα α παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Έτσι κατακτήθηκε με έργα, με πρόβλεψη, με σκληρή δουλειά η 1η Μαϊου 2004.
Τα κείμενα του Ελσίνκι που κατέγραψαν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., και χωρίς λύση στο κυπριακό ήταν μια πολύ δυνατή βάση για τη συνέχεια.
Συνέδεσαν ακόμα πιο συστηματικά τις ευθύνες της Τουρκίας για επίλυση του κυπριακού και αυτό ενσωματώθηκε το Δεκέμβριο του 2000 στην Εταιρική Σχέση Τουρκίας – Ε.Ε., ως τμήμα των βραχυπρόθεσμων κριτηρίων:
«Με βάση τα συμπεράσματα του Ελσίνκι, η Τουρκια υποχρεώνεται να υποστηρίζει σθεναρά τις προσπάθειες του Γ.Γ. του ΟΗΕ για να έχουν αίσια κατάληξη οι διαδικασίες εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό».
Το ίδιο κείμενο επανελήφθη στην εταιρική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε., του 2003 και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβρη του 2003.
Το κείμενο του Ελσίνκι στο σύνολο του επανελήφθη το Δεκέμβριο του 2002 στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, δίνοντας έτσι την τελική ώθηση για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε.
Αυτή η μακρά δαιδαλώδης, και επίπονη διπλωματική πορεία ξεκίνησε από μια σύντομη διατύπωση έξι λέξεων από το 1988: «το κυπριακό επηρεάζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις».
Από το 1988 έως την 1η Μαϊου 2004 πέρασαν 16 χρόνια. Αυτή η δαιδαλώδης πορεία είχε αίσιο τέλος γιατί δούλεψαν πάνω σε αυτήν, πολιτικοί που είχαν επαφή με τις ευρωπαϊκές πραγματικότητες. Δούλεψαν με αξιοπιστία και εγκυρότητα, δούλεψαν πάνω στην πολιτική των διασυνδέσεων, των κοινών συμφερόντων μέσα στην ευρωπαϊκή λογική.
Η κοινή γνώμη πείθεται, κατανοεί, στηρίζει τις μεγάλες πολιτικές αποφάσεις όταν κάτω από συγκεκριμένους συσχετισμούς δύναμης, διεκδικεί το δικό σου εθνικό συμφέρον (6 Μαρτίου, Ελσίνκι, Κοπεγχάγη) ενταγμένο μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το κυπριακό ήταν στον πυρήνα των ευρωτουρκικών σχέσεων, ακολουθούσε την πορεία προσαρμογής της Άγκυρας στο ευρωτουρκικό πλαίσιο.
Αυτή η δαιδαλώδης πορεία των 16 ετών μπορεί να είναι μια πυξίδα πλεύσης και για τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Μπορεί να αξιοποιηθεί με άλλο βεβαίως υλικό ή ζητούμενο, αφού άλλο πολιτικό πλαίσιο περιβάλει τον προσεχή Δεκέμβριο. Η μέθοδος, όμως, τα εργαλεία διεκδίκησης είναι κοινά εφόσον μιλά κανείς τη γλώσσα των κοινών συμφερόντων, την καθαρή συνεννόηση με τους εταίρους μας και την προώθηση των βασικών συμφερόντων όπως έγινε και άλλες φορές στο παρελθόν.