Εξ αφορμής Χριστόδουλου…
Η ορολογία «αφελληνισμός» είναι πασίγνωστη αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Ελλάδας Χριστόδουλος την έφερε ξανά στο προσκήνιο. Ταυτίζει το Σχέδιο Ανάν με τον «αφελληνισμό» της Κύπρου, λέει ότι είναι «ανθελληνικό» και κάνει αναφορές σε «ύμνο και σημαία» που θα σβήσουν, ενώ προειδοποιεί πως μετά την Κύπρο θα έρθει η σειρά του Αιγαίου και της Θράκης. Η παρέμβαση Χριστόδουλου (22-2-2004)εισάγει ορισμένα μεθοδολογικά ζητήματα, και ασφαλώς μεγάλα ζητήματα επί της ουσίας της παρέμβασης του.
Η διαδικασία καλύπτει το απλό ερώτημα. Πώς διατυπώνονται τόσο βαρύτατοι χαρακτηρισμοί κατά του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου το οποίο στην καταπληκτική του πλειοψηφία θέλει διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν; Μήπως και το Ε.Σ. επιδιώκει «αφελληνισμόν»; Πώς τεκμηριώνεται μια τέτοια κατηγορία; Μήπως σχεδόν όλη η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας επιδιώκει «αφελληνισμόν» της Κύπρου;
Προφανώς ο αρχιεπίσκοπος δεν αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει οτιδήποτε. Δημιουργεί, κλίμα….
Το θέμα δεν είναι καινούργιο. Τα τελευταία χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδας έδωσε ορισμένες ηρωϊκές «μάχες» που αξίζει να σημειωθεί πως όλες της βγήκαν ανάποδα (ταυτότητες, Μακεδονικό, σχέσεις με Πατριαρχείο). Είναι η ίδια εκκλησία που βοήθησε με τον αμετροεπή της λόγο την «ειδική» ελληνική ήττα πάνω στο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων (συλλαλητήρια, αυτοπαγίδευση, για να μείνει στο τέλος το κράτος των Σκοπίων σκέττη «Δημοκρατία της Μακεδονίας…»
Αυτή η παραδοσιακή ειδική σχέση, ανάμεσα στην εκκλησία και τα εθνικά ζητήματα δεν προχώρησε στην Αλβανία. Η λαμπρή προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου έθεσε τα πράγματα πάνω σε μια διαφορετική τροχιά (προτεραιότητα στην ουσία του χριστιανικού έργου, λόγος μεστός).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επεδίωξε να έχει έναν «ειδικό» ρόλο ανάμεσα στην πολιτική και την εκκλησιαστική ισορροπία της Ελλάδας. Πιστός σε μια προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στην εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων και στην εμμονή στη θεωρία ότι το ελληνικό έθνος είναι ένα ιδιαιτέρως ειδικών προνομίων έθνος – εκλεκτόν άρα και ανάδελφον – προασπίζει μια άποψη που δεν μπορεί να κριθεί από το λαό, άρα στερείται πνεύματος ευθύνης, αυτής που προκύπτει από την εκάστοτε εκφρασμένη λαϊκή θέληση.
Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων δεν κοστίζει τίποτα – πλην ίσως σε κάποια σκαμπανεβάσματα της δημοτικότητας του. Αυτό που μετρά είναι η έλλειψη σεμνότητας, η απουσία ευθύνης, και στοιχειώδους σεβασμού στην εκλελεγμένη ηγεσία της Κύπρου και της Ελλάδας και μάλιστα την ώρα μιας πολύ δύσκολης διπλωματικής μάχης.
Στην πραγματικότητα είναι μια συνειδητή «έμπνευση» που έχει εμφανή στόχο την άσκηση πίεσης (ή και τρομοκρατίας) ότι κάθε άλλη άποψη από τη δική (του) συνιστά «προδοσία» και «αφελληνισμόν». Αυτή η επιθετική συμπεριφορά είναι μια χαρακτηριστική όψη του νεοελληνικού εθνικιστικού λόγου, μια προσπάθεια να υποταχθεί κάθε άλλη άποψη στην κατηγορία του «ενδοτισμού» ,της «ηττοπάθειας», και της «προδοσίας» των ιερών και των οσίων του έθνους. Η απάντηση σε αυτό τον στείρο εθνικιστικό λόγο είναι πολύ συγκεκριμένη. Ο Κώστας Σημίτης έδειξε (και ανέδειξε) ένα διαφορετικό δρόμο για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής με διαφορετικά κριτήρια, στάσεις, επιλογές, δράσεις. Μια σειρά από αποτελεσματικές πολιτικές (σοβαρή Ελλάδα, ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., νέα προσέγγιση στις Ε/Τ σχέσεις, Ελσίνκι) είναι κτισμένες πάνω στην πρακτική της ισχυρής Ελλάδας (ισχυρότερη οικονομία, συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, διεθνείς συμμαχίες, εφικτοί στόχοι).
Αυτός είναι ο λόγος που ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δοκίμασε να γίνει το αντίπαλο μπλοκ απέναντι στον κόσμο των ιδεών που εξέφρασε και εκφράζει ο Κ. Σημίτης. Απέτυχε. Ο κόσμος αλλάζει, οι πολίτες προοδεύουν, οι ιδέες εξελίσσονται, οι πρακτικές αναθεωρούνται. Οι Χριστόδουλοι έχουν ολοένα και λιγότερη απήχηση…