Η εθνική μας μοναξιά
Οι παραδόσεις είναι ισχυρές, στην νεοελληνική ανάλυση είναι ένα κυρίαρχο ρεύμα. Στο καφενείο, στην προφορική ιστορία, στα τραγούδια, ένας από τους καϋμούς της ρωμιοσύνης εκφράζεται με τη θεωρία του «ανάδελφου έθνους». Το ελληνικό έθνος στην πορεία του μέσα στους αιώνες ήταν μόνο του, δεν βρήκε φίλους, όλοι ήθελαν να το «φάνε», ήταν ένα έθνος περικυκλωμένο από εχθρούς και είχε απέναντί του διάφορους ανά τους αιώνας «ανθέλληνες».
Ο Χ. Σαρτζετάκης («ανάδελφον έθνος»), o Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ( «οι δυνάμεις του κακού βυσσοδομούν..» ) και ο Δ. Μητροπάνος («μοναδική και σπάνια, γυρνάς μεσ’ τα Βαλκάνια..») διατύπωσαν με πυκνό νόημα μερικές από τις όψεις αυτού του νεοελληνικού καϋμού.
Η εξέλιξη της νεότερης ελληνικής ιστορίας έγινε εν μέσω πλήθους από συγκρούσεις με τις κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής (1821, βαυαροκρατία, ξενοκρατία, «προστάτιδες» δυνάμεις, 1897, 1922, εμφύλιος, 1974 κ.ά.). Οι επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά του μετά την ανεξαρτησία ελληνικού κράτους υπήρξαν ιδιατέρως απροκάλυπτες. Θεωρώ ως βάση αυτής της συνεχούς κακοδαιμονίας την επιβολή από τις προστάτιδες δυνάμεις του βασιλικού θεσμού-από τον Όθωνα και ύστερα. Σε μια ολόκληρη ιστορική διαδρομή οι συνεχείς επεμβάσεις των ισχυρών δυνάμεων στην περιφερειακή Ευρώπη και στον αποικιακό κόσμο είναι μέρος της ιστορικής διαδρομής μεγάλου αριθμού χωρών. Η Κύπρος έζησε για αιώνες αυτή τη τραγική πορεία.
Η Ελλάδα από το 1981 και η Κύπρος από το 2004 με την ελεύθερη επιλογή των πολιτών τους θέλησαν να ανήκουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αποφάσισαν να δουλέψουν σε ένα άλλο ρυθμό, να εντάξουν το πεπρωμένο τους σε μια άλλη μορφή ιστορικής «συγκατοίκησης» (αποδέχομαι την συμμετοχή μου, τις ελεύθερες συμβάσεις που αυτή συνεπάγεται). Αυτή η εξέλιξη δεν έχει βελτιώσει σε πολλούς την αντίληψη ότι το ελληνικό έθνος παραείναι «μόνο». Κάθε προσπάθεια να προσαρμοστούμε στο νέο περιβάλλον ερμηνεύεται ως «πίεση» των Βρυξελλών, κάθε πρόβλημα έχει τη «λύση» του στην καταγγελία μιας μορφής οργάνωσης που εμείς ελεύθερα έχουμε επιλέξει.
Οι αριθμοί βοηθούν να ερμηνεύσουμε κομμάτια της πολιτικής επικαιρότητας. Στην τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2005) το 59% των ε/κ θεωρούν την ΕΕ ως κάτι κακό ή μάλλον κακό. Στο γενικό ερώτημα εάν θεωρείται την ΕΕ ως «κάτι καλό» θετική απάντηση έδωσε το 41% των κυπρίων- ένα από τα πιο χαμηλά στην ΕΕ των 25, πολύ κοντά σε εκείνο το ποσοστό των άγγλων και των αυστριακών… Δεν είναι κανένας κύπριος υποχρεωμένος να ψηφίσει αλλιώς ή να λέει κάτι από υποκρισία . Εάν δεν σου αρέσει κάτι το απορρίπτεις, δεν συμμετέχεις σε αυτό, δικαιούσαι να κάνεις άλλες επιλογές. Υπάρχει όμως κάτι που κρύβεται πίσω από τους αριθμούς: ότι είναι δύσκολο ή ζόρικο η ευθύνη βαραίνει τους άλλους ( τώρα άλλοι είναι η ΕΕ) όπως παλαιότερα έφταιγαν οι προηγούμενοι ξένοι. Η διαφορά είναι προφανής. Στην σημερινή περίπτωση εμείς ψηφίζουμε τη συμμετοχή μας, στην προηγούμενη περίπτωση οι επεμβάσεις ήταν προϊόν πολιτικής ισχύος και επιβολής. Συνεπώς υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά που συνδέεται με την αλλαγή της γεωπολιτικής ισορροπίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο με την πτώση του ανατολικού συνασπισμού και τη δημιουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων που επιτρέπει στους λαούς να επιλέγουν ελεύθερα την μια ή την άλλη πορεία. Η ερμηνεία που συχνά κυριαρχεί στην Κύπρο είναι ιδιαιτέρως παραδοσιακή: πιστεύουμε ότι η συμμετοχή μας στη ΕΕ σημαίνει μόνο δικαιώματα ή απαιτήσεις, αιτήματα ή προγράμματα, τι σχέση έχει η Κύπρος με τον κοινοτικό προϋπολογισμό, πως οι άλλοι θα ασχοληθούν μαζί μας ή πως θα ακούσουν τα αιτήματά μας. Αυτή η εσωστρεφής και μερικώς κακόμοιρη προσέγγιση είναι η νέα έκφραση της «εθνικής μας μοναξιάς», ή μια μοντέρνα εκδοχή της θεωρίας του «ανάδελφου έθνους». Είναι η «φυσική» εξέλιξη μιας ολόκληρης διαδρομής η οποία είχε τις βάσεις της στην κυριαρχία του καταγγελτικού λόγου, που και αυτή έχει τη βάση της στη θεωρία του μικρού και ανάδελφου λαού, αυτού που οι ξένοι επιδιώκουν τον αφανισμό και την εξόντωσή του.
Η επιλογή της ΕΕ ως νέας στρατηγικής για την Κύπρο εισηγείται την αναθεώρηση αυτής της παραδοσιακής ανάλυσης. Ο κόσμος λειτουργεί διαφορετικά από την 1η Μαίου 2004. Απαιτεί μια άλλη πολιτική στάση.
Στον παρόντα ιστορικό χρόνο ο Κ. Σημίτης με τις πλούσιες εμπειρίες του στα ευρωπαϊκά ζητήματα διατυπώνει μια διαφορετική γνώμη για το ζήτημα αυτό: «Συλλογικά στην πολιτική μας ζωή η προσπάθεια αποφυγής ευθυνών στο διεθνές πεδίο εκδηλώνεται με τη συνωμοσιολογία. Συνωμοτούν εναντίον μας στην ΕΕ γι’ αυτό δεν πετυχαίνουμε αυτό που δικαιούμαστε και αξίζουμε, για παράδειγμα, την ειδική ρύθμιση για τον καπνό ή την ανοχή για την χρήση πεπαλαιωμένων πλοίων. Όμως κατά κανόνα δεν υπάρχουν «συνωμοσίες». Αυτό που δικαιούμαστε και αξίζουμε συχνά δεν το πετυχαίνουμε γιατί δεν προετοιμαστήκαμε, δεν οργανωθήκαμε, δεν δουλέψαμε, γιατί εκλαμβάνουμε τις ιδεοληψίες μας ως πραγματικότητα, γιατί αγνοούμε τα συμφέροντα και τις ικανότητες των άλλων».( Κ. Σημίτης «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα», 1996-2004).