Η εξωτερική πολιτική του Κ. Καραμανλή
Είναι με μεγάλη απορία που παρακολουθεί κανείς τις επιδόσεις της υπό τον Κ. Καραμανλή εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Η επωδός σε κάθε ευρωπαϊκή σύνοδό ή συμβούλιο υπουργών είναι σταθερή: η Αθήνα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική της Τουρκίας αλλά η Τουρκία οφείλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Ασφαλώς είναι μια σωστή τοποθέτηση που θα ταίριαζε ενδεχομένως στην Ισπανία ή τη Φινλανδία. Η Ελλάδα δεν είναι μια «ουδέτερη» χώρα απέναντι στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα έχει μια σειρά από ζητήματα να αντιμετωπίσει στις σχέσεις της με την Τουρκία (Αιγαίο, Κυπριακό, ελληνισμός στην Κ/πολη, σχέσεις «καλής γειτονίας»). Συνεπώς η γενικόλογη αναφορά του Κ. Καραμανλή ή της Ν. Μπακογιάννη στις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της Άγκυρας δεν συνιστά αυτόματα και διαγραφή σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Αντίθετα: η γενικολογία ευνοεί το σχετικά ανώδυνο πέρασμα του χρόνου με τα βασικά προβλήματα να παραμένουν στο ψυγείο. Η Τουρκία έτσι συσσωρεύει μικρά «κεκτημένα» που ευνοούν τη διολίσθηση σε μια πολιτική «στεγανοποίησης» των θεμάτων που θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί ή να είχαν αλλάξει κατεύθυνση σε κρίσιμες καμπές της ευρωτουρκικής σχέσης. Το κλειδί ήταν η αξιοποίηση της 17ης Δεκεμβρίου 2004 σε σχέση με τη διαδικασία παραπομπής του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όπως είχε συμφωνηθεί το 1999 ή και η αξιοποίηση της έναρξης των ενταξιακών συνομιλιών στις 3 Οκτωβρίου 2005. Στα κείμενα που συμφωνήθηκαν στις 3η Οκτωβρίου 2005
υπάρχουν ορισμένες θετικές αναφορές για την Αθήνα. Στο κείμενο του «Διαπραγματευτικού Πλαισίου» συμφωνήθηκαν και τα πιο κάτω:
«Πλήρης δέσμευση της Τουρκίας υπέρ των σχέσεων καλής γειτονίας και τη δέσμευσή της να επιλύσει τυχόν εκκρεμούσες συνοριακές διαφορές με βάση την αρχή της ειρηνικής επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το χάρτη των Η.Ε., συμπεριλαμβανομένης, εάν απαιτηθεί, της υπαγωγής στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Ούτε αυτά έτυχαν κάποιας αξιοποίησης ή έστω κάποιας αναφοράς ένα χρόνο πιο ύστερα στο Συμβούλιο Υπουργών στις 11 Δεκεμβρίου 2006 ή στο Σύνοδο Κορυφής που ακολούθησε . Η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε τη διαδικασία της «σιωπής» επαναλαμβάνοντας το «δόγμα Μολυβιάτη»- («χαμηλώστε τον πήχυ, μήπως έτσι σμικρυνθούν και τα προβλήματα..»).
Η πολιτική αυτή σήμερα είναι ακόμα πιο καθαρή σε κάθε παρατηρητή των εξελίξεων. Έτσι εξηγούνται οι σημερινές «άγευστες» δηλώσεις Καραμανλή και Μπακογιάννη που λένε τα γενικά και τα αόριστα, χωρίς να συνδέονται με την ανάπτυξη πολιτική βούλησης για να αντιμετωπισθούν τα ουσιώδη. Από τη στιγμή που επιλέγεις την πολιτική της παραπομπής των βασικών θεμάτων στο απροσδιόριστο μέλλον, σημαίνει ότι αρνείσαι την έννοια της διαπραγμάτευσης στο πιο υψηλό επίπεδο. Έτσι η τουρκική τακτική («δώσε χρόνο στο χρόνο»), αποκτά αντικειμενικά ορισμένα συμπαγή πλεονεκτήματα με την παραπομπή κάθε πραγματικού προβλήματος στο ακαθόριστο μέλλον. Η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει την προσέγγισή της. Ικανοποιείται με την στεγανοποίηση κάθε συζήτησης, ικανοποιείται με την απουσία κάθε
διαδικασίας που δίνει στην ΕΕ τη δυνατότητα να ελέγχει το πολιτικό πλαίσιο μιας εξέλιξης. Το ζήτημα είναι γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή έχει παγώσει τις εξελίξεις στο επίπεδο της ΕΕ, αυτές που έδιναν θετική απάντηση στο κεντρικό αίτημα του παλαιού Καραμανλή για παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης…