Η ανοικτή διπλωματία
Η παράδοση καλά κρατεί, είναι πανίσχυρη, κυριαρχεί αδιατάρακτα. Για δεκαετίες οι συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού αφορούσαν τους ηγέτες που έκαναν τις διαπραγματεύσεις και μια μικρή ομάδα τεχνοκρατών γύρω από αυτούς. Αν υπάρξει αποτέλεσμα, ο διαπραγματευτής θα ενημερώσει το Εθνικό Συμβούλιο. Ο τρόπος αυτός υιοθετείται από όλους, συνεπώς ουδείς θέτει το ερώτημα «μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό, μπορεί κάτι να αλλάξει;». Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε υπάρχει κάποια παράδοση πίσω από το ερώτημα. Το ουσιώδες ζήτημα αφορά το πώς συμμετέχουν οι πολίτες, πώς να γίνουν κοινωνοί μιας προσπάθειας, τι χρειάζεται να γίνει ώστε ο πολίτης να είναι ενημερωμένος πολίτης. Η απάντηση στο ερώτημα αφορά ως ένα βαθμό την άσκηση της ανοικτής διπλωματίας. Οι πολίτες να συζητούν, να δημιουργούν μια πολιτική ζύμωση γύρω από τα μεγάλα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης, να θέτουν ερωτήματα. Τα παραδείγματα υπάρχουν όπως το κεφάλαιο για την ασφάλεια, τις εγγυήσεις, το περιουσιακό, την κατανομή των εξουσιών. Αυτά θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο ενός δημόσιου διαλόγου. Τα κόμματα, τα συνδικάτα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, πολιτιστικοί σύλλογοι και σωματεία θα μπορούσαν να πάρουν αυτές τις πρωτοβουλίες και να θέσουν τα ζητήματα σε ένα ανοικτό, πολυφωνικό, δημόσιο διάλογο μπροστά σε ε/κ ακροατήριο. Αυτή η προσπάθεια εμπλουτίζει την εσωτερική διαδικασία των συνομιλιών, ενισχύει την πολιτική της «υποδομή». Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Εκτιμώ ότι με όλες τις δυσκολίες, είναι προτιμότερο από την παραδοσιακού τύπου διαπραγμάτευση όπως για χρόνια τη γνωρίσαμε. Βοηθά, έστω μερικώς, να θέτουμε ερωτήματα, να κρίνουμε προτάσεις, να συγκρίνουμε γεγονότα και έτσι να δημιουργούμε μια κοινή γνώμη με καλύτερη αντίληψη στα πράγματα.