Η άλλη εγκύκλιος.
Η άλλη «εγκύκλιος» μάλλον θα έπρεπε να προηγηθεί εκείνης του Υπουργείου Παιδείας σε σχέση με την «καλλιέργεια πνεύματος ειρηνικής συμβίωσης με τους τ/κ». Η άλλη «εγκύκλιος» αφορά την καλλιέργεια πνεύματος συμβίωσης μεταξύ των ελληνοκυπρίων. Εξηγούμαι: το πρόβλημα έρχεται από πολύ παλιά, έχει εμπεδωθεί στο χρόνο ως μια «φυσιολογική» κοινωνική ζωή, και έτσι συνεχίζει αδιατάρακτα τη βασιλεία του. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 η Κύπρος, όπως και όλος σχεδόν ο πλανήτης, επηρεάστηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και τη διπολική σύγκρουση ανάμεσα στον Δυτικό και τον Ανατολικό Κόσμο. Οι «Δύο Κόσμοι» επεζήτησαν την σύγκρουση με όλα τα μέσα, και αυτός ο τρόπος επηρέασε απολύτως την Κύπρο. Γι’ αυτό και οι ε/κ έζησαν το δικό τους εμφύλιο. Δεν ήταν εμφύλιος με τα όπλα όπως έγινε στην Ελλάδα ή με δικτατορίες όπως έγινε στην Ισπανία. Ο δικός μας εμφύλιος ήταν εμφύλιος άλλου τύπου: κάθετη διαίρεση της κοινωνίας μας σε μπλε και κόκκινες κοινωνίες. Δύο μικροί και μεγάλοι πόλοι σε όλο το φάσμα της κοινωνικής δραστηριότητας με δύο καφενεία, δύο ποδοσφαιρικές ομάδες, δύο συντεχνίες, δύο μπύρες, δύο κρασιά, από τη Λευκωσία έως το πιο απομακρυσμένο χωριό της νήσου. Ο δικός μας κοινωνικός διπολισμός ισοδυναμούσε με διαρκή, καθημερινό εμφύλιο με αντιπαλότητες που δεν είχαν αυθεντικό πολιτικό περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα ήταν μια τεχνική της σύγκρουσης, όχι μια πολιτική της επίλυσης γι’ αυτό και προσέφερε «συνεπές» πελατειακό δίκτυο τόσο στην παραδοσιακή δεξιά όσο και στην παραδοσιακή αριστερά. Ο διπολισμός δημιούργησε ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες συγκρουσιακή κουλτούρα, κλίμα τυφλού φανατισμού, για μισό περίπου αιώνα. Ήταν οι ίδιες ιδεολογίες που την ίδια στιγμή είχαν και την πρώτη ευθύνη για να χειριστούν το κυπριακό ζήτημα αλλά ταυτόχρονα να αναλύσουν και το ρόλο της τ/κ κοινότητας σε μια πορεία λύσης. Αυτή η διαρκής καχυποψία είχε τη δική της μερική ευθύνη που η σύγκρουση αυτή στη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα του 1955- 59, έφθασε στην πραγματική αιματοχυσία ανάμεσα στους ε/κ.
Είναι βέβαιον ότι αυτή η κατάσταση συνέβαλε τα μέγιστα λ.χ. στην πολυδιάσπαση του προσφυγικού κινήματος μετά την εισβολή, όπως επίσης και στην αδυναμία να στηθεί ένα μέτωπο συμμετοχής και διεκδίκησης από τους πολίτες. Ούτε η τουρκική εισβολή επηρέασε το σύστημα του κοινωνικού διπολισμού. Ακόμα και εκδηλώσεις καταδίκης της εισβολής γίνονταν συχνά διά δύο, κάποτε και διά τρία.
Είναι σημαντικό να καταγραφεί με σαφήνεια η θέση ότι ένα ε/κ εσωτερικό μέτωπο συμφιλίωσης με το ιστορικό του παρελθόν είναι σε καλύτερη θέση να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης και να συμβάλει με τον δικό του τρόπο στην επίλυση του κυπριακού. Δεν είναι εύκολο γιατί από παλιά κουβαλά στις πλάτες του την κουλτούρα της διαρκούς αντιπαράθεσης. Είναι όμως αναγκαίο να αλλάξει εάν θέλουμε να δούμε την Κύπρο πέρα από την συγκυρία. Γι’ αυτό η άλλη «εγκύκλιος» αφορά ένα δικό μας εσωτερικό θέμα, που συνδέεται με τις επιλογές της κοινωνίας μας και τις προτεραιότητας της κομματικής ηγεσίας που ευθύνεται γι’ αυτά τα αδιέξοδα. Η αλλαγή σελίδας αφορά μια νέα πολιτική πρακτική, εκείνη που επιθυμεί να κλείσει τις τεχνητές ρήξεις του παρελθόντος προωθώντας με έργα την ενότητα μέσα από την πολυφωνία. Η πίεση της συγκυρίας μπορεί να αλλάξει μερικώς τη θεωρία της. Εξαρτάται από την πορεία του κυπριακού και τους συσχετισμούς δύναμης απέναντι σε μια δεδομένη συγκυρία που απαιτεί σημαντικές αποφάσεις από τους πρωταγωνιστές της.