Το ώριμο μνημόνιο.
Η υπογραφή του «Μνημονίου Συναντίληψης» Κύπρου-Μ. Βρετανίας στο Λονδίνο στις 5 Ιουνίου ανάμεσα στον Δ. Χριστόφια και τον Γ. Μπράουν αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο γύρω από τις διεθνείς σχέσεις. Μέσα σε ένα διπλωματικό κείμενο δίνεται ένας περιεκτικός «ορισμός» για ότι αφορά τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις. Το τελευταίο διάστημα επεκράτησε στην Κύπρο η αντίληψη ότι διεθνείς σχέσεις είναι η καταγγελία και η περιχαράκωση, ότι γύρω μας υπάρχουν μόνο εχθροί που επιδιώκουν τον αφανισμό μας. Σήμερα αυτό αλλάζει και η Κύπρος με τη διεθνή δράση της αντλεί διπλωματική ισχύ από τα ερείσματά της στα κέντρα που λαμβάνονται αποφάσεις. Μια μικρή χώρα όπως η Κύπρος έχει την ευθύνη να ενδυναμώσει τη θέση της στο διεθνές σύστημα, να πιστέψει ότι με ρεαλισμό και σχέδια μπορεί να βελτιώσει τη διεθνή της θέση, εν τέλει να πείσει για την πολιτική της άποψη με πειστικότητα και την κατάλληλη –κάθε φορά-επιχειρηματολογία. Εκτιμώ ότι το ντοκουμέντο που υπέγραψαν οι Χριστόφιας-Μπράουν είναι πλήρες νοημάτων, απευθύνεται σε πολλούς και διαφορετικούς αποδέκτες, και κυρίως δείχνει ότι μόνο με εφικτές πρωτοβουλίες και αποφασιστικότητα μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα.
Στο «Μνημόνιο Συναντίληψης» η Κύπρος ικανοποιείται στο κυπριακό. Οι δύο χώρες «δεσμεύονται να εργαστούν για επανένωση του νησιού, με στόχο την επίτευξη συνολικής και διαρκούς λύσης στη βάση μιας διζωνικής- δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται η ΕΕ. Η διευθέτηση πρέπει να βασίζεται στη μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια». Επιπρόσθετα στην παρούσα συγκυρία το Λονδίνο επιχειρεί να «διαβουλευτεί» με ορισμένες δυνάμεις στην Άγκυρα στηρίζοντας Χριστόφια: «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα στηρίξει οποιεσδήποτε κινήσεις προς την κατεύθυνση της διχοτόμησης ή της αναγνώρισης ή της αναβάθμισης οποιασδήποτε χωριστής οντότητας στο νησί».
Η Μ. Βρετανία ικανοποιείται αφού παίρνει διαβεβαιώσεις για το καθεστώς του 1960. Η Κύπρος συμφωνεί και «το Ηνωμένο Βασίλειο επαναβεβαιώνει τη δέσμευσή του στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης… οι δύο χώρες επαναβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους στις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο των συμφωνιών του 1960…οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να συνεργάζονται εποικοδομητικά σε όλα τα θέματα που πηγάζουν από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης».
Σε άλλο σημείο επαινείται κάθε πρωτοβουλία της κυπριακής κυβέρνησης για οικονομική υποστήριξη στους τ/κ: «το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρετίζει τα μέτρα που λήφθηκαν και προτάθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία προς όφελος της τ/κ κοινότητας», ενώ για πρώτη φορά ανοίγει το παράθυρο με πρόταση της Κυπριακής Δημοκρατίας «για την εγκαθίδρυση διαδικασίας διαπίστευσης για να μπορέσουν να συμμετέχουν τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα των τ/κ σε διεθνή προγράμματα συνεργασίας».
Στα ζητήματα που συνδέονται με την ΕΕ συμφωνήθηκε ότι «οι δύο χώρες θα διεξάγουν τακτικό διάλογο για θέματα που αφορούν την ΕΕ και την Τουρκία, με κοινό στόχο την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση μόλις ικανοποιηθούν όλες οι προϋποθέσεις
… οι δύο χώρες συμφωνούν στην ανάγκη η Τουρκία να εκπληρώσει τις εκκρεμούσες υποχρεώσεις της προς όλα τα κράτη- μέλη, σύμφωνα με το διαπραγματευτικό πλαίσιο και τη διακήρυξη της ΕΕ ημερομηνίας 21 Σεπτεμβρίου 2005». Σε αυτό το σημείο εκτιμώ ότι το Μνημόνιο θα μπορούσε να δώσει πρωτότυπες ερμηνείες σχετικά με τις ευθύνες της Τουρκίας ως υποψηφίου προς ένταξιν κράτους σε σχέση με την επίλυση ενός ευρωπαϊκού προβλήματος όπως το κυπριακό. Η ειδική αναφορά στο «Πρωτόκολλο» με τον όρο «εκκρεμούσες υποχρεώσεις» είναι χρήσιμη αλλά δεν αφορά τον κεντρικό πυρήνα του κυπριακού.
Σε κάθε περίπτωση το Μνημόνιο δείχνει ότι η εξωτερική πολιτική της Κύπρου προσαρμόζεται στα πραγματικά δεδομένα πραγματικών συσχετισμών, διευρύνει τα ερείσματά της και σταδιακά «απλώνει» τις δραστηριότητές της και σε προβλήματα των τ/κ. Με τις επιλογές της δείχνει ωριμότητα, άρα επιχειρεί με τη θετική της δραστηριότητα και τις επιδόσεις της να επηρεάσει τις εξελίξεις αξιοποιώντας διάφορα βήματα στο διεθνή σκηνή.