Αλλάζει η Τουρκία;
Η Τουρκία αλλάζει ή μένει ακίνητη; Η σημερινή Τουρκία είναι διαφορετική ή είναι ίδια με την Τουρκία του Ετσεβίτ; Αυτό το θεμελιακό ερώτημα απασχολεί δικαίως κάθε πολιτική ανάλυση αφού αποτελεί τον κεντρικό της πυρήνα. Προσωπικά εκτιμώ ότι το κατ’ εξοχήν πολιτικό ρητό τα «πάντα ρει», ισχύει και στην περίπτωση της Τουρκίας. Τι αλλάζει και σε ποιο επίπεδο, τι δεν αλλάζει και σε ποιο επέπεδο, θα επιχειρήσω να καταδείξω πιο κάτω.
Στις δεκαετίες των Ετσεβίτ (δεκαετίες ’70 και ’80), πλήθος από δηλώσεις και κινήσεις στην Τουρκία απεδείκνυαν ότι οι επιθετικές/αναθεωρητικές δυνάμεις είχαν τον κεντρικό ρόλο στις τελικές αποφάσεις. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές δηλώσεις «εποχής»:
Σε έκδοση του τουρκικού ΓΕΣ το 1975 υπάρχει η εξής διατύπωση: «Υπάρχει επιτακτική ανάγκη από άποψη ασφαλείας της Τουρκίας να δημιουργηθεί μια ζώνη ασφαλείας έξω από τα σημερινά σύνορά της που να περιλαμβάνει τα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται πολύ κοντά της…».
Ο λεγόμενος «πρωθυπουργός» Ν. Έρογλου στις 7 Μαίου 1986 μίλησε σαν Ντενκτάς: «ένας τρόπος υπαρχει για την κατάργηση των συνόρων (στην Κύπρο). Με τη μετάβαση στις νότιες ακτές του νησιού…».
Ο τέως ΥΠΕΞ της Τουρκίας Μ. Εζεμπέλ δηλώνει στις 22/1/1975 ότι «η Κύπρος είναι το πρώτο βήμα προς την περιοχή του Αιγαίου».
Ο τέως πρωθυπουργός της Τουρκίας Μ. Ουλουσού μέσα στην τουρκική εθνοσυνέλευση δήλωσε στις 23 Μαίου 1986 ότι «μπορεί να αναγκαστούμε να διαλύσουμε το δακτύλιο των νησιών του Αιγαίου που δεν επιτρέπουν στην Τουρκία να αναπνεύσει και έχουν γίνει ένας βατήρας για το πήδημα στη Μ. Ασία…».
Ταυτόχρονα με ενέργειες όπως λ.χ. σεισμικές έρευνες στο Αιγαίο (Χόρα, Σισμίκ), ή με στρατιωτικές επιλογές (στρατιά του Αιγαίου, παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου) εκδήλωσε την διάθεσή της για αλλαγές σε ότι θεωρεί «ζωτικά» της συμφέροντα στο Αιγαίο. Αυτή η πρακτική ήταν πολυδιάστατα επιθετική: απέναντι στη Συρία για το ζήτημα της Αλεξανδρέτας («αποτελεί κίνδυνο για το ΝΑΤΟ» δήλωσε ο Υπουργός Άμυνας Σ. Γιαβουζτούρκ το 1985, απέναντι στη Βουλγαρία («θέλουμε πίσω και τα τρία εκατομύρια ομοεθνών μας που ζουν εκεί») δήλωνε ο Τ. Οζάλ το 1986 και απέναντι στο Ιράκ θέτοντας ζήτημα Κιρκούκ και τουρκομάνων που διαβιούν εκεί.
Οι δηλώσεις και οι ενέργειες είχαν άμεση σχέση με την εσωτερική πολιτική ζωή της (τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα, 1960, 1971, 1980) με την συστηματική και απροκάλυπτη παρουσία της στρατογραφεικρατίας στην πολιτική ζωή. Η πολιτική ελίτ στην Τουρκία αξιοποίησε τις ισορροπίες ισχύος ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ παίζοντας το χαρτί των ΗΠΑ και αξιοποιώντας τη γεωπολιτική της αξία ως «ένα θαυμάσιο αεροπλανοφόρο αραγμένο μπροστά στη Σοβιετική Ένωση…».
Είναι ίδια η Τουρκία των Ετσεβίτ με την Τουρκία του Ερντογάν; Εκτιμώ ότι αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει. Η Τουρκία έχει διανύσει ένα δρόμο γι’ αυτό και οι χώρες της ΕΕ συμφώνησαν μαζί της έναρξη ενταξιακών συνομιλιών στις 3 Οκτωβρίου 2005. Μια σειρά από εξελίξεις οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα:
Η άσκηση της δημοκρατίας έκανε βήματα προόδου, γι’ αυτό και οι βουλευτικές εκλογές του 2007 αποτυπώνουν (συγκριτικά) με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη βούληση των τούρκων, οι πιο πολυφωνικές από το 1923 έως σήμερα. Η οικονομία παρουσιάζει άνθηση αφού πρώτα ο Ερτνογάν απέσυρε το κράτος από σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες και ενίσχυσε τα κίνητρα για ξένες επενδύσεις. Μικρά βήματα έγιναν στον τομέα που αφορά τα δικαιώματα των κούρδων γι’ αυτό και η πλειοψηφία τους ψηφίζει «κορδόνι» Ερτνογάν.
Τα πιο πάνω φανερώνουν δύο αλήθειες: η μια λέει ότι η Τουρκία αλλάζει, έχει προχωρήσει. Δεν είναι ίδια με την Τουρκία των Ετσεβίτ. Η άλλη αλήθεια λέει ότι ταυτόχρονα μένουν πολλά να γίνουν. Η Τουρκία είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση που χρειάζεται ειδική ανάλυση. Δεν είναι μια δημοκρατία δυτικού τύπου, ο στρατός ακόμα αποτελεί τροχοπέδη μοναδική σε ευρωπαϊκή κλίματα. Το παράδειγμα με το άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα φανερώνει ότι καμία άλλη υποψήφια χώρα δεν ξεκίνησε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τόσο χαμηλές επιδόσεις σε θέματα έκφρασης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ασφαλώς μένουν πολλά να γίνουν όπως οι μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η ΕΕ στα πλαίσια των ενταξιακών συνομιλιών. Ωστόσο η σύγκριση είναι σαφής: υπό τις προηγούμενες συνθήκες ο Ερντογάν θα είχε τη τύχη του Ερμπακάν, ενώ σήμερα ένας εισαγγελέας ονόματι Α. Γιαλτσίνκαγια προσπαθεί να αλλάξει το ρου των εξελίξεων. Γι’ αυτό η ΕΕ στηρίζει ανοικτά τον Ερντογάν με επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία του προέδρου της Επιτροπής Χ. Μ. Μπαρόσο και του Επιτρόπου Όλι Ρεν στις 14 Απριλίου 2008 και με ομιλία Μπαρόσο στην τουρκική εθνοσυνέλευση…
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Τουρκία είναι ακίνητη, ότι τίποτα δεν αλλάζει ή κυρίως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτή η ανάλυση, κατά την άποψή μου, είναι μια επιφανειακή προσέγγιση η οποία έμεινε καθηλωμένη σε δεδομένα μιας άλλης εποχής. Αρνείται να δει τις αλλαγές και κυρίως αρνείται να διαπιστώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται αυτές οι προσαρμογές. Οι αλλαγές ορισμένες φορές είναι μικρές, άλλοτε ανεπαίσθητες, άλλοτε πιο εμφανείς. Το σύστημα είναι εθνικά ενωμένο σε ορισμένες επιλογές του όπως λ.χ. οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο. Άλλοτε το σύστημα είναι εθνικά διάτρητο όπως λ.χ. η άρνηση του τέως προέδρου Σεζέρ να συναντήσει τον Ταλάτ. Και άλλοτε το σύστημα επιχειρεί να βρει «κοινές» στάσεις ανάμεσα στον αναχρονισμό (λ.χ. εγγυήσεις του ’60 στην Κύπρο) και την προσπάθεια για προσαρμογή στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Αυτή, η Τουρκία των αντιφάσεων, εκτιμώ ότι είναι η Τουρκία με την οποία η Κύπρος θα προσπαθήσει να επιλύσει το κυπριακό στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Είναι μια ουτοπία να περιμένει κανείς πρώτα η Τουρκία να γίνει…Σουηδία και μετά να επιχειρήσει προσπάθειες. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το κλειδί της λύσης -στις παρούσες ισορροπίες ισχύος- είναι η αξιοποίηση του στρατηγικού πλεονεκτήματος της ΕΕ με τη συμμετοχή της Κύπρου ως πλήρες μέλους σε αυτήν. Η ΕΕ έχει τις δυνατότητες να δώσει πειστικές απαντήσεις στις αντιφάσεις που η Τουρκία παρουσιάζει, να ασκεί τον εποπτικό της ρόλο σε μεταβατικά χρονοδιαγράμματα και να εγγυηθεί τώρα και μέσα στο χρόνο τις καλύτερες ημέρες για όλη την Κύπρο. Τα πράγματα δεν είναι απλά, ούτε ποτέ ήταν. Γι’ αυτό σε κάθε συγκυρία είναι εθνικά ωφέλιμο να αναλύεις με ορθολογισμό τις εξελίξεις, να αξιοποιείς τα πλεονεκτήματά σου και να επιχειρείς να κερδίζεις το μέγιστο, υπό τις περιστάσεις, όφελος για τους στόχους που θέτεις και που είναι σε θέση να φέρουν πιο κοντά την υλοποίηση της συλλογικής επιδίωξης για την ελεύθερη και ενιαία Κύπρο.