Ο Σόιμπλε ως άλλοθι
Αυτό το φαινόμενο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γιατί βοηθά μόνο την επανάληψη των ίδιων πολιτικών που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση κάποιων που είναι οι «κακοί» και των άλλων που αυτονομάζονται οι «καλοί» του έργου επειδή προφανώς οι δεύτεροι ελέγχουν τα μικρόφωνα. Πολύ απλά: ορισμένοι από τους ευρωπαίους εταίρους μας αντιλαμβάνονται με έναν τρόπο λανθασμένο, βίαιο και επιθετικό την πολιτική που οδηγεί σε αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο της Κύπρου. Η αντίληψη αυτή δεν είναι παραγωγική γιατί οι αλλαγές χρειάζονται χρονικό πλαίσιο, δεσμεύσεις, πειθώ και συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα στις μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς η «σχολή Σόιμπλε» δεν αποτελεί τη λύση, γιατί στην πράξη δυναμιτίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την έννοια της κοινοτικής αλληλεγγύης.
Ωστόσο, η προσπάθεια που κάνουν ορισμένοι στην Κύπρο να αποδώσουν όλες τις ευθύνες στην τρόικα ή στους εταίρους ή στους ξένους γενικά, είναι μια πολύ φτωχή κίνηση για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες για το πού ήταν και πού βρίσκεται η Κύπρος. Αυτή η πρωτοφανής απόπειρα να μεταθέσουν λάθη και παραλείψεις στους ώμους άλλων, είναι απελπιστικά αδιέξοδη. Ένα μόνο παράδειγμα: Ποιος ευθύνεται που οι Κυπριακές Αερογραμές σύντομα θα σταματήσουν να υπάρχουν; Ποιος ψήφιζε νομοσχέδια και έστελλε εκατομμύρια στον πίθο των αεροπορικών Δαναϊδων αρνούμενος να πάρει πολιτικές ευθύνες για όσα όλοι έβλεπαν να έρχονται; Η κυπριακή οικονομία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, άλλωστε το νομοσχέδιο για την εξυγίανση της Λαϊκής Τράπεζας ήταν στη Βουλή από τον περασμένο Ιούλιο. Οκτώ μήνες το νομοσχέδιο ήταν στο ράφι ώσπου ήρθε ο επίλογος της στις 22 Μαρτίου με απόφαση της ίδιας Βουλής που προστάτευε την ακινησία.
Συνολικά θεωρώ ως επικίνδυνη πολιτική υποκρισία αυτοί που έχουν την κύρια ευθύνη για τη διπλή χρεοκοπία της Κύπρου (πορεία στη διχοτόμηση, πορεία στη χρεοκοπία) να ρίχνουν τη μπάλα της ευθύνης σε άλλους. Ο κυνισμός της «σχολής Σόιμπλε» είναι το άλλοθι για να κρύψουν ευθύνες και να στρέψουν τη δημόσια συζήτηση σε άλλες διαδρομές. Όμως τα ερωτήματα είναι απλά και σαφή: πόσα μέτρα υιοθέτησαν σε επίπεδο κυβέρνησης και βουλής και ποιο αποτέλεσμα είχαν στα δύο χρόνια που η Κύπρος ήταν εκτός αγορών; Ποιος εκτίμησε στοιχειωδώς σωστά τον κίνδυνο και πόσοι στήριξαν μια πολιτική σταθεροποίησης της οικονομίας προετοιμάζοντας και πείθοντας την κοινή γνώμη για το ποια πολιτική ήταν η πιο συμφέρουσα για τον τόπο μπροστά στο δωρεάν μάθημα της Ελλάδας;
Ο Σόιμπλε ως άλλοθι δεν σημαίνει κάτι σημαντικό για το μέλλον της Κύπρου. Τα πράγματα είναι μπροστά μας με τον πιο εκρηκτικό τρόπο. Η κυπριακή κομματική ελίτ οδήγησε σε ασφυξία την οικονομική ζωή του τόπου γιατί έβαζε κατά τρόπο βάναυσο τα κομματικά συμφέροντα πάνω από τις αναπτυξιακές ανάγκες της Κύπρου. Η ένταξη στην ΕΕ (2004) και αργότερα η ένταξη στην ευρωζώνη (2008) απαιτούσαν μια προσαρμογή στο νέο περιβάλλον με συνεχή πολιτική μεταρρυθμίσεων για να αντιμετωπίσουμε τις συνεχείς αλλαγές στον ευρωπαϊκό κοινωνικό χώρο. Για παράδειγμα η υπόθεση της αλλαγής στον κατάλογο διοριστέων στη μέση εκπαίδευση έχει πάει αρκετές φορές στη Βουλή, αλλά ακόμα καρκινοβατεί ανάμεσα σε φλυαρίες για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και στο κυπριακό δόγμα «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλο το ίδια μένουν». Ενταχθήκαμε στην ΕΕ το 2004 και σχεδόν δέκα μετά οι ημικρατικοί οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Γάλακτος και το Συμβούλιο Ελαιοκομικών Προϊόντων λειτουργούν σε αντίθεση με την κοινοτική πρακτική. Το ΓΕΣΥ είναι ανύπαρκτο και το Σφαγείο ή το ΧΑΚ κρατικά. Συνεπώς η οργή κατά Σόϊμπλε αφορά όσους αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ένα δικό μας σχέδιο ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων, και όχι εκείνους που επιχειρούν χοντροειδώς να σκεπάσουν τις ευθύνες τους για τον σημερινό εκτροχιασμό.