Αγνοούμενη συμπεριφορά
Στις 30 Αυγούστου 2012 η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο έθεσε το πλαίσιο με σχετική ανακοίνωση:
«Η Επιτροπή Αγνοουμένων συστάθηκε τον Απρίλιο του 1981 με συμφωνία μεταξύ της ε/κ και της τ/κ κοινότητας, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Εντολή αυτής της δικοινοτικής επιτροπής είναι να εξακριβώνει την τύχη των αγνοουμένων χωρίς να αποδίδει ευθύνες για την αιτία θανάτου τους. Από το 2006 και μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο σημαντικότερος χορηγός της Επιτροπής Αγνοουμένων. Συγκεκριμένα, το σχέδιο που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή ’Ένωση για τη στήριξη της Επιτροπής Αγνοουμένων παρέχει βοήθεια για την εκταφή, την ταυτοποίηση και την επιστροφή των σορών των αγνοουμένων στους συγγενείς τους, με πρωταρχικό στόχο τη συγκέντρωση επακριβών και αξιόπιστων στοιχείων σχετικά με την τύχη των αγνοουμένων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το σχέδιο συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των αμοιβαίων ανησυχιών και ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Για να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες, το σχέδιο θα επιδιώξει την προοδευτική συμμετοχή των οικογενειών των αγνοουμένων στην υλοποίησή του, σε πρώτη φάση με ενέργειες ευαισθητοποίησης στη διάρκεια κοινής εκδήλωσης, καθώς και με ενημερωτικές συναντήσεις σε δημοτικά σχολεία».
Είναι πλέον φανερό ότι οι διακηρύξεις και τα κείμενα δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι κάτι δεν πάει καλά με τη διαχείρηση του ζητήματος. Σήμερα οι ταφές των λειψάνων είναι ευκαιρία για τις συνήθεις ομιλίες, αντί για αποτύπωση της γενικής προσέγγισης όπως διατυπώνεται από την ΕΕ. Με άλλα λόγια συχνά ομιλητές εκφωνούν τις κλασσικές ομιλίες, ακόμα πιο συχνά υποκύπτουν στις μικροκομματικές αναφορές, αν ο αγνοούμενος ήταν «του κόμματός μας» ή να φανεί ότι κάποτε μας «ψήφιζε» για να απευθυνθούν έτσι στους συγγενείς. Δεν γνωρίζω πώς επιλέγονται οι ομιλητές, ούτε με ποια κριτήρια κάποιοι δείχνουν το ενδιαφέρον τους για να εκφωνήσουν κάποιο λόγο. Αλλά αν δεν σταματήσει η κομματική χροιά στις διαδικασίες γύρω από τις ταφές και αν δεν οργανωθεί κάτι «που να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των αμοιβαίων ανησυχιών και ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων», τότε το θέμα έχει πρόβλημα ουσίας και κατευθύνσεων.
Είναι κάτι πέρα από απίστευτο να κάνουμε, ακόμα και τις κηδείες των αγνοουμένων υπόθεση των κομμάτων και της αγωνίας να πούνε ότι ανήκε σε εμάς και όχι σε κάποιους άλλους! Είναι πέρα από απίστευτο να μετατρέπουμε τις κηδείες σε εκδηλώσεις υπονόμευσης της διαδικασίας των συνομιλιών με απώτερο σκοπό την παρεμπόδιση της φιλοσοφίας που θέτει η ΕΕ ως πολιτικός και οικονομικός χορηγός της όλης υπόθεσης. Το ερώτημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας γιατί συνδέεται με το μέλλον της διαδικασίας συμφιλίωσης στη νήσο: αν στόχος της ΔΕΑ είναι «να εξακριβώνει την τύχη των αγνοουμένων χωρίς να αποδίδει ευθύνες για την αιτία θανάτου τους», σημαίνει ότι η όλη διαδικασία μοιάζει σε ένα βαθμό με ότι κατακτήθηκε ως διαδικασία συμφιλίωσης στη Νότια Αφρική. Αυτό κάνουμε ή μήπως ακριβώς το αντίθετο; Εντάσσεται η όλη διαδικασία σε μια πολιτική κατεύθυνση ή κάνουμε κάτι πρόχειρο και εν τέλει αντί να βοηθήσει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, κάνουμε δύο βήματα πίσω; Βεβαίως κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ένα τόσο σημαντικό από ανθρωπιστικής πλευράς θέμα, δεν μπορούμε να το βάλουμε σε κάποια κατεύθυνση. Σύμφωνοι, αλλά τότε να έχουμε την τόλμη να ζητήσουμε από την ΕΕ να βγει έξω από τη διαδικασία και μετά να κάνουμε του κεφαλιού μας. Αλλιώς, όταν συνεργάζεσαι με κάποιους δεν λες «λαμβάνω τα χρήματα και μετά σας γυρίζω την πλάτη» αλλά συζητάς την άλλη διάσταση του θέματος και βρίσκεις τις καλύτερες λύσεις που να ανταποκρίνονται στις θεμελιώδεις ανάγκες του κυπριακού μέλλοντος.