Μια άλλη ανάγνωση της αποχής
Οι ευρωεκλογές ως συγκριτικά πιο χαλαρές εκλογές ανέδειξαν βασικά στοιχεία που διαπερνούν το πολιτικό μας σύστημα. Η αποχή σε μεγάλο βαθμό ήταν μια πράξη αποδοκιμασίας, μια «αρνητική» ψήφος για εκείνα που οι μισοί κύπριοι ψηφοφόροι είδαν ως μη αποδεκτά. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτό το μέγεθος της αποχής θα εμφανιζόνταν σε προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές, αλλά σε κάθε περίπτωση ουδείς μπορεί να αγνοήσει το πολιτικό νόημα της αποχής στις 25 Μαίου. Κάθε ορθολογικός παρατηρητής της εξέλιξης της πολιτικής ζωής της νήσου αντιλαμβανόταν τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε το κομματικό μας σύστημα εδώ και χρόνια. Τυποποιημένα προγράμματα, εκλογικές υποσχέσεις που έδιναν λύσεις εύκολες και απλές, ελπίδες που ματαιώνονταν κάθε πενταετία, αναγνώριση του ρουσφετιού ως μιας «συνήθους» πρακτικής που όλοι αισθάνονται την «πεποίθηση» ότι τους αναλογεί ένα ποσοστό, κόμματα που θεωρούσαν ότι «ανώτερο στάδιο» του πολιτικού αγώνα ήταν η κατάληψη του κράτους. Η οικονομική ανάπτυξη αντί να αποκτήσει σχέδια και ρυθμούς, απέκτησε μια ισχυρή διαπλοκή συμφερόντων που αποδυνάμωσε την ανάπτυξη και συνέβαλε αρκετά στη σημερινή κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα. Η οικονομία αντί να αποκτήσει αυτονομία από το κράτος, αναπτύχθηκε πάνω σε μια αδιαφανή σχέση ανάμεσα στο κράτος, το τραπεζικό σύστημα και την κομματική ισχύ, όπως δείχνουν τα χαριστικά δάνεια τραπεζών προς διάφορες κατευθύνσεις και χρώματα, δάνεια και διαγραφές δανείων που ορίζουν την έννοια της διαπλοκής.
Η πορεία προς την χρεοκοπία δεν ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Προέκυψε από μια πολιτική που υιοθετήθηκε, όχι γιατί η κυπριακή κοινωνία «γεννήθηκε» για να χρεοκοπήσει. Το κράτος αντί να διαμορφώνει πολιτικές για την ανάπτυξη, να μεταφέρει πόρους στις περιφέρειες και να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις, λειτούργησε με τον παλαιοκομματικό τρόπο. Έτσι το κράτος απέκτησε τεράστια ελλείμματα, έγινε δυσκίνητο και γραφειοκρατικό και μέσα από την επέκταση μιας διανεμητικής πολιτικής μετατράπηκε σε μηχανισμό που προώθησε την ανισότητα, τις διακρίσεις και την κοινωνία των «δύο τρίτων». Ο υπέρμετρος δανεισμός, οι ανορθολογικές λύσεις, οι πελατειακές υποχρεώσεις, οι πολιτικες σκοπιμότητες, αντικατάστησαν το σχεδιασμό, τον εκσυγχρονισμό και τα αναγκαία μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις του διεθνούς περιβάλλοντος. Καθώς το πελατειακό κράτος προχωρούσε με βήμα ταχύ στον εκτροχιασμό, καμμιά εποπτική αρχή δεν ήταν σε θέση να «εποπτεύσει» γιατί οι διορισμοί προέκυπταν από το πελατειακό δίκτυο, οι δεσμεύσεις αποδείχθηκαν πιο ισχυρές από την πρόβλεψη στα στοιχειώδη.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι οι οργανισμοί που ελέγχονται από το δημόσιο είτε χρεοκόπησαν, είτε εμφανίστηκαν με τεράστια ελλείμματα. Αυτό συμβαίνει γιατί στις δεκαετίες που πέρασαν κυριάρχησε ο ανορθολογισμός ο οποίος γέμισε τους οργανισμούς με ελλείμματα και αυθαίρετες πρακτικές. Από ένα σημείο και μετά, κανένας δεν τολμούσε να λάβει μέτρα από τον φόβο του πολιτικού κόστους και την αντίδραση των συντεχνιών. Κανένας δεν έθεσε κανόνες για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, σχεδιασμό για ουσιώδη μείωση των ελλειμμάτων, για αναπτυξιακές πολιτικές που θα έδιναν σύγχρονες λύσεις σε παλαιά προβλήματα, για οργανισμούς με κέρδη στην ανοικτό ανταγωνισμό και όχι με κέρδη και ασυδοσία πίσω από το κρατικό μονοπώλιο όπως βεβαιώνει το σκάνδαλο με πρωταγωνιστή την CYTA στη Δρομολαξιά.
Το κράτος αντί να εποπτεύει μια αναπτυξιακή πολιτική και να θέτει ρυθμιστικούς κανόνες, έγινε το ίδιο εμπόδιο για τις μεταρρυθμίσεις και μέρος του προβλήματος, που οδήγησε πρώτα την κοινωνία και μετά την οικονομία στη χρεοκοπία. Η τέως Γενική Ελέγκτρια της Δημοκρατίας Χ. Γεωρκάτζη στην κατάθεσή της στην Ερευνητική Επιτροπή για την οικονομία στις 24 Απριλίου 2013 μίλησε για «καθυστερημένα έσοδα του κράτους ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα οποία γύρω στα 950 εκατομμύρια είναι βεβαιωμένοι φόροι και οφείλονται στο ΤΕΠ με την είσπραξη τους να εκκρεμεί για πολλά χρόνια». Ανέφερε επίσης ότι «υπάρχουν 160.000 ανεκτέλεστα εντάλματα με αξία 135 εκατομμυρίων ευρώ από τα οποία τα περισσότερα οφείλονται στο κράτος. Αυτά είναι εντάλματα που μπορεί να εκκρεμούν για 10 χρόνια ίσως και περισσότερο».
Η απουσία μιας αναπτυξιακής στρατηγικής αντικαταστάθηκε με επιστροφή στο παρελθόν, με συγκρούσεις για το «γόητρο» όπως αυτή με το «τσεκούρεμα» της ΑΤΑ, σε διαχωρισμό των πολιτών σε «φίλους» και «εχθρούς» του κάθε φορά φιλοκυβερνητικού κόμματος. Οι «φιλεργατικές» μάχες όλες (!) οδήγησαν ή οδηγούν στην απώλεια θέσεων εργασίας, σε καταστάσεις που θέτουν κρίσιμα ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα οργανισμών όπως η CYTA, η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, η Αρχή Ηλεκτρισμού και το κρατικό Σφαγείο. Οι κοινωνικές εκρήξεις δεν μπορεί να μετρηθούν ακόμα καθώς η τρόικα νομίζει ότι η CYTA μπορεί να λειτουργεί με το ένα τρίτο του σημερινού προσωπικού της, ενώ τα ελλείμματα σε συνταξιοδοτικά ταμεία δεν έχουν λογικές οροφές (CYTA, ΡΙΚ).
Η αποχή στις Ευρωεκλογές συνιστά μια ηχηρή αποδοκιμασία για εκείνα που δεν αρέσουν ή που προκαλούν την οργή των πολιτών. Επιστρέφουν οι πολίτες στην πολιτική αν η πολιτική αφορά μια διαφορετική διαδρομή και ανάλυση, επιστρέφουν στο μέτρο που θα παρουσιαστεί ένα πειστικό σχέδιο και μια ρεαλιστική πρόταση γύρω από την κοινωνική μας εξέλιξη. Οι πολίτες έχουν ισχυρό ένστικτο και αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες και προσέχουν τα πειστικά τα επιχειρήματα. Αν λ.χ. ένα κόμμα έδειχνε την αναγκαία στιβαρότητα και ψήφιζε την πρώτη εκδοχή του Μνημονίου στη Βουλή τον Μάρτιο του 2013, αν έδειχνε ένα διαφορετικό τρόπο προώθησης του δημόσιου συμφέροντος, αν αποφάσιζε να ηγηθεί και όχι να είναι σκιτσογράφος αποφάσεων, είμαι βέβαιος ότι στις Ευρωεκλογές θα κατέγραφε μια θεαματική βελτίωση της αξιοπιστίας του. Οι πολίτες αναζητούν τις κάθε φορά εφικτές λύσεις και γυρίζουν την πλάτη τους στις πρακτικές που οδηγούν σε επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου και σε περιθωριοποίηση της κοινωνικής τους δραστηριότητας.