Δωρεάν μαθήματα στα “νέα ελληνικά”!
Το 2010, στην εκδήλωση απονομής του Βραβείου Γιάννος Κρανιδιώτης ο καθηγητής Β. Ράπανος είπε στο ακροατήριο στην αίθουσα εκδηλώσεων της Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία: «μάθετε από το πάθημα της Ελλάδας, είναι δωρεάν, μην ακολουθήσετε τα ίδια, λάβετε μέτρα!». Λίγοι πρόσεξαν τις επισημάνσεις Ράπανου, αρκετοί απλώς τις άκουσαν, ενώ κάποιοι έκαναν πως δεν ήταν παρόντες στην εκδήλωση, ιδιαίτερα αυτοί που κάθονταν στην πρώτη γραμμή.
Σήμερα κάποιος κύπριος ομιλητής θα μπορούσε να αντιστρέψει την επισήμανση μιλώντας σε μια υποθετική εκδήλωση στην Αθήνα: «μάθετε από το πάθημα της Κύπρου, είναι δωρεάν, μην ακολουθήσετε τα ίδια, λάβετε μέτρα!».
Τι είναι αυτό που συμβαίνει και τελικά ούτε το ένα έγινε, ούτε το άλλο; Πως η Κύπρος βρέθηκε στα πρόθυρα χρεοκοπίας και στο κούρεμα καταθέσεων το 2013 αγνοώντας την προηγούμενη ελλαδική εμπειρία; Πώς η Ελλάδα βρίσκεται το 2015 μέσα στην πιο τραγική στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της αγνοώντας την προηγούμενη κυπριακή εμπειρία;
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα, βέβαιον είναι ότι μερικές όψεις της είναι αναγνωρίσιμες.
Πρώτο, το ζήτημα συνδέεται με την ποιότητα που διαθέτει το πολιτικό προσωπικό της κάθε χώρας, τη δυνατότητά του να βρίσκεται σε επαφή με την γύρω πραγματικότητα, τις σχέσεις που αναπτύσσσει με άλλες προσωπικότητες στο διεθνές πεδίο, τη γνώση που διαθέτει για τους κοινοτικούς μηχανισμούς, τη δυνατότητα να πείθει μέσα από συζήτηση και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία με επίγνωση του πλαισίου και των ορίων του. Μια ματιά δείχνει τη (δυστυχώς) εύκολη απάντηση: ένα μικρό ποσοστό είναι σε θέση με τη δραστηριότητά του να διαμορφώσει ουσιωδώς ένα αποτέλεσμα. Νιώθουν πολύ βολικά στην εκλογική τους περιφέρεια, ή στη χώρα τους, αλλά δεν νιώθουν το ίδιο όταν βρίσκεται σε εξέλιξη μια πραγματικά δύσκολη πολιτική συζήτηση στους μηχανισμούς της ΕΕ.
Δεύτερο, η εξαιτίας της οικονομικής κρίσης διεύρυνση της έκτασης της λαϊκίστικής ρητορείας, της ανάδειξης της αμετροέπειας ως στοιχείο που ταυτίζεται με την «μάχιμη» κουλτούρα της «αντίστασης» κατά των «ξένων», της κατίσχυσης της ανορθολογικής σκέψης ως υποκατάστατου της πρόβλεψης, του σχεδίου και της επιδίωξης εφικτών στόχων. Η κρίση δεν ήταν η αιτία, ωστόσο, αυτή πίεσε εξελίξεις και γιγάντωσε το εσωτερικό πνεύμα ενός πανταχόθεν βαλλομένου και μονίμως αδικημένου πολίτη στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Τρίτο, μια βαθειά ριζωμένη αντίληψη επιτρέπει την, κατά περίπτωση, επικυριαρχία του δημαγωγικού λόγου, της συνθηματολογίας ως του εργαλείου που θα κατατροπώσει τους «ανθέλληλες» και θα επιβάλει το δίκαιο σε κάθε ξένο. Το πρότυπο του «Ζορμπά» είχε να κάνει με μιαν εποχή αβεβαιότητας και εντάσεων. Αυτή η κουλτούρα, σήμερα, οδηγεί σε αδιέξοδα γιατί στα χρόνια της συμμετοχής στην ΕΕ, «Ζορμπάς» είναι ο καλά προετοιμασμένος πολιτικός, αυτός που γνωρίζει τι ακριβώς επιδιώκει, που γνωρίζει να δίνει μάχες επιχειρημάτων μέσα στα ευρωπαϊκά συμβούλια, εκείνος που διευρύνει τις δυνατότητες της χώρας του με σύστημα, επιμονή και τεκμηρίωση. Εκείνος που γνωρίζει τι και πότε να διεκδικήσει και πότε να επιδιώξει έναν επωφελή για τη χώρα του συμβιβασμό.
Τέταρτο, οι προεκλογικές υποσχέσεις συχνά δεν κοστολογούνται, και εξίσου συχνά τυγχάνουν υποστήριξης από πλειοψηφίες που έλκονται από τη συνθηματολογία και την πλειοδοσία σε υποσχέσεις. Αυτή η καλλιεργημένη επικυριαρχία του επιφανειακού λόγου οδήγησε την Ελλάδα σήμερα σε αυτά τα τραγικά αδιέξοδα και τους εργαζόμενους στο περιθώριο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας κατάστασης πραγμάτων μέσα στην οποία ένας λαός θεωρεί ότι το «δαιμόνιο της φυλής» είναι από μόνο του ικανό να λύσει σύνθετα προβλήματα που συνδέονται με τη συμμετοχή του σε μια υπερεθνική οργάνωση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Πέμπτο, η παρακμή εκφράζεται με την επιθετική ρητορεία, τους χαρακτηρισμούς, το μίσος κατά των «εχθρών» ως ένδειξη αδυναμίας να επηρεάσεις τις εξελίξεις, εκφράζεται με την περιχαράκωση ως μέρος μιας ηρωικής πορείας προς τη διολίσθηση και το περιθώριο. Η κρίση στην Κύπρο το 2013, η διπλή ψήφος της κυπριακής βουλής που χειροτέρεψε όλες τις διαστάσεις για μια, υπό τις περιστάσεις, καλύτερη λύση, οδήγησε σχεδόν αμέσως σε ολέθρια αποτελέσματα. Η αδράνεια, η αδυναμία να κατανοήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την πραγματικότητα, επέτεινε τα αδιέξοδα και οδηγήσε στο σημείο μηδέν. Αυτό που πρότεινε ο Α. Τσίπρας την 1 Ιουλίου θα μπορούσε να το διαπραγματευτεί μέχρι την 28η Φεβρουαρίου.
Θεωρώ ότι οι δυνάμεις που εκφράζουν μια φιλοευρωπαϊκή στρατηγική τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα συγκροτούν ένα πλειοψηφικό ρεύμα. Η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου, η συνεννόηση με τους εταίρους αποτελούν την καλύτερη επιλογή. Απέναντι υπάρχει η εξαθλίωση, η χρεοκοπία, το χάος. Είναι προς το συμφέρον της Κύπρου, η Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του Ευρώ ως μια απαρέγκλιτη συνθήκη ανασυγκρότησης για το μέλλον.