Το κόστος της λύσης

Η συζήτηση σχετικά με το κόστος της λύσης αποτελεί ένα προσφιλές θέμα στις δημόσιες συζητήσεις. Στη δική μου ανάλυση, το ζήτημα διαθέτει τρία επίπεδα συζήτησης:

Πρώτο, σε μια ενδεχόμενη συμφωνία, οι ίδιες οι πρόνοιες που θα έχουν οι διάφορες πτυχές της λύσης. Μέσα σε μια συμφωνία είναι μεγάλης σημασίας να υπάρχουν πρόνοιες ή ρυθμίσεις που θα διευκολύνουν την επίλυση ζητημάτων σχετικά με το περιουσιακό. Για παράδειγμα, είναι «κλειδί» η επιστροφή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ε/κ υπό ε/κ διοίκηση, ή η παροχή δυνατότητας στους πολίτες να έχουν την ευχέρεια της ατομικής επιλογής σχετικά με την περιουσία τους (πώληση, ανταλλαγή) έξω από την εσωτερική δικαιοδοσία στην περίπτωση που θα σχηματιστεί μια «Επιτροπή Αποζημιώσεων».

Δεύτερο, η εξωτερική υποστήριξη μιας συμφωνίας μέσα από τρεις τρόπους: α, ευρωπαϊκά προγράμματα που μπορεί να στηρίξουν ειδικές λύσεις σε επιλεγμένες ζώνες (π.χ. ανοικοδόμηση Αμμοχώστου), ένταξη πτυχών της λύσης στα Διαρθρωτικά Προγράμματα της ΕΕ (υποδομές, οδικά δίκτυα, αλιευτικά καταφύγια, λιμάνια), β, οργάνωση Διάσκεψης Δωρητών που θα ενισχύσουν ένα ταμείο υποστήριξης της επίλυσης, πράγμα σύνηθες στην παγκόσμια πολιτική πρακτική, όπως έδειξε η πρόσφατη διάσκεψη δωρητών στο Σαρμ Ελ Σέικ για την ανοικοδόμηση της Γάζας, και, γ, δυνατότητα των κυπρίων του εξωτερικού να στηρίξουν οικονομικά τη διαδικασία επίλυσης.

Τρίτο, η σοβαρή συζήτηση διαπλέκεται με την κινδυνολογία και κατ’ αυτό τον τρόπο διατυπώνονται ισχυρισμοί ή αριθμοί που έχουν ως μόνο στόχο την αποτροπή της προόδου με το «επιχείρημα» ότι αφού το κόστος είναι ψηλό, και το ρίσκο της αβεβαιότητας μεγάλο, να αποφύγουμε και τα δύο. Ας συζητήσουμε ένα ζήτημα που ορισμένοι θεωρούν «χαρτί» υπέρ της ακινησίας. Λοιπόν, από πότε η υπόθεση της ελευθερίας της Κύπρου είναι θέμα «κόστους»; Από πότε η επένδυση και το κόστος για την ανοικοδόμηση ενός κατεστραμμένου από το χρόνο σπιτιού αποτελεί «κόστος», που πρέπει να αποφύγουμε; Από πότε η αποφυγή μιας ευθύνης ανοικοδόμησης, σημαίνει «άσ’ το παρακάτω», άρα άφησέ το στην περισσότερη φθορά στο χρόνο και τη διολίσθηση στην τελειωτική καταστροφή;

Αυτό το «επιχείρημα» πραγματικά εντυπωσιάζει γιατί ντύνεται μερκές φορές το μανδύα της ανένδοτης ρητορείας, με μια γνωστή επένδυση κινδυνολογίας από διάφορες κορώνες για το ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό ή πόσα θα «χάσουμε» πληρώνοντας για την ανοικοδόμηση της πατρίδας μας. Αυτή η ανάποδη συζήτηση μπορεί να ανατραπεί μέσα από το επιχείρημα πόσα κοστίζει κάθε μέρα η μη λύση ή πόσο είναι το κόστος σε μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων που δεν μπορούν να υλοποιηθούν εξαιτίας της εισβολής.  Εύκολα μπορεί κάποιος να μετρήσει τις τεράστιες ευκαιρίες, δυνατότητες, χρόνο και χρήματα που χάνονται στους περιορισμούς στην αναπτυξιακή διαδικασία, στις υποδομές, στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στο κόστος μετακινήσεων, στις αποστάσεις, στις αναγκαίες ρυθμίσεις που, υπό άλλες συνθήκες, θα συνεπάγονται πρόοδο και ευημερία για τους πολλούς.

Το κόστος της μη λύσης είναι τεράστιο και αυτό είναι το στοίχημα για την ανατροπή και την επίλυση. Μια Κύπρος με λυμένο το κυπριακό δεν θα έφτανε στον αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, ούτε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2013, ούτε θα δεχόταν τις περιοδικές αξιολογήσεις της τρόικας. Ο περιορισμός για δεκαετίες του κυπριακού μοντέλου ανάπτυξης στο 60% της νήσου, οδήγησε στην εξάντληση του πρωτότυπου σχεδιασμού, και, σε συνδυασμό με την έλλειψη εποπτικών αρχών και περιφερειακής  συνεργασίας οδήγησε στην πτώση του κυπριακού «εμβλήματος».

Το ζήτημα που συνδέεται με το κόστος της λύσης δεν αφορά μόνο τους οικονομολόγους -άλλωστε είναι η πολιτική που οφείλει να σχεδιάζει και να αλλάζει τα δεδομένα στηριγμένη σε πολιτικές αποφάσεις. Οι οικονομολόγοι  συχνά μετρούν αριθμούς, σενάρια, πιθανότητες. Η μεγάλη πολιτική οφείλει να κατευθύνει εξελίξεις (και τους οικονομολόγους) με βάση μια πολιτική απόφαση: ανατροπή στους συσχετισμούς δύναμης, προώθηση μεγάλων στόχων, όπως ελευθερία, ασφάλεια και ανάπτυξη σε μια ενωμένη Κύπρο.