Αιχμή, η μείωση των ανισοτήτων
Σε μια περίοδο με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, η δημόσια συζήτηση συχνά ακολουθεί την «επιθυμητή» ατζέντα: τερματισμός της κρίσης, έξοδος στις αγορές, επαναφορά στην παλαιά («καλή») εποχή, επιστροφή στην ανάπτυξη και τη διανομή παροχών παλαιού τύπου. Αυτή η συζήτηση προκύπτει γιατί η κυρίαρχη τάση αρκείται στην «επιστροφή» στην παλαιά τάξη πραγμάτων χωρίς αναγνώριση της αιτίας που μας οδήγησε στο κενό, και, χωρίς ένα διαφορετικό σχέδιο για το μέλλον που θα αποκλείει την επιστροφή στα αδιέξοδα του 2013.
Η κοινωνική εξέλιξη για δεκαετίες ακολουθούσε την πεπατημένη: κατάληψη του κράτους από το κάθε φορά φιλοκυβερνητικό κόμμα, προσλήψεις χωρίς αρχές, διανομές παροχών σε συντεχνιακά κινήματα ανάλογα με την πολιτική τους επιρροή και χωρίς ένταξη σε κάποια κατεύθυνση. Έτσι σήμερα ο κρατικός και ημικρατικός τομέας παραμένουν στην πρώτη γραμμή με κυρίαρχη γραμμή τις ανισότητες και την αδυναμία σύγκλισης ανάμεσα στις μεγάλες αντιφάσεις στον τομέα των αμοιβών και των ωφελημάτων.
Οι σημερινές δυσκολίες έχουν την προέλευσή τους σε εσωτερικές αιτίες, πρώτο, γιατί ο τραπεζικός τομές λειτουργούσε χωρίς ισχυρή εποπτεία και, δεύτερο, γιατί το κράτος εξάντλησε τις διανεμητικές του δυνατότητες σε βαθμό που άδειασε τα δημόσια οικονομικά. Η μετάθεση της ευθύνης για τα σημερινές δυσκολίες της κυπριακής κοινωνίας μόνο σε εξωτερικές αιτίες δείχνει ότι θέλουμε να αποφύγουμε ευθύνες, και, κυρίως, δείχνει ότι αρνούμαστε να μελετήσουμε το γιατί απέτυχε το κυπριακό αναπτυξιακό μοντέλο, και εξ αυτού να εργαστούμε σοβαρά για την αναθεώρησή του με δικά μας εργαλεία.
Στόχος μιας νέας πολιτικής είναι η διαμόρφωση κανόνων για σταδιακή μείωση των ανισοτήτων, η πολιτική που θα προωθεί την ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη μέσα στο υπαρκτό διεθνές, ευρωπαϊκό και κυπριακό πλαίσιο εξέλιξης. Η άρνηση της πραγματικότητας, η δημουργία μιας εξωπραγματικής υπόσχεσης που ποτέ δεν θα εφαρμοστεί, συμβάλλει στη σύγχυση ως προς την επιδιωκόμενη πορεία.
Πώς θα προχωρήσουμε από την πρακτική μιας άναρχης πολιτικής ανισοτήτων, σε μια διαδικασία κατανομής του πλούτου στην οποία κύριος στόχος θα είναι νέα κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και ισονομίας; Μια νέα πολιτική, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η πολιτεία έχει ήδη δημιουργήσει ένα σύστημα ανισοτήτων, συνεπώς σήμερα η αλλαγή απαιτεί βήματα σε μακροχρόνια βάση ικανή να ανταποκριθεί σε ένα αίτημα με πλειοψηφική κατεύθυνση.
Σε αυτή τη φάση προτεραιότητα είναι η μεταρρύθμιση της επιδοματικής πολιτικής του κράτους πάνω σε ισχυρά κοινωνικά κριτήρια. Η ισοπέδωση, τα γενικευμένα κριτήρια, η γνωστή υπόθεση με την ΑΤΑ που μεγάλωνε τις ανισότητες εν ονόματι μιας δήθεν ευαισθησίας για τη «δικαιοσύνη», χρειάζεται να αποκτήσουν νέα περιεχόμενα σε μια κατεύθυνση που να υπηρετεί το στόχο της κοινωνικής σύγκλισης. Το κράτος χρειάζεται να στοχεύει τις παροχές, οι έχοντες να πληρώνουν κατά το εισόδημά τους και οι έχοντες λιγότερες δυνατότητες να υποστηρίζονται από ένα κοινωνικό κράτος που θα διαθέτει πραγματικούς πόρους. Οι γενικευμένες παροχές, η υποχώρηση μπροστά σε κάθε συντεχνιακό αίτημα όπως λ.χ. το παλαιότερο «επίδομα ποδηλάτου» σε έναν ημικρατικό οργανισμό, δείχνει ότι η πολιτική που δείχνει τυφλή στα πασιφανή δεν πάει πολύ μακριά.
Το κυπριακό κράτος για δεκαετίες ενίσχυε τα κυρίαρχα στρώματα, αγνοώντας ανάγκες που είχαν άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η ανάπτυξη μιας κοινωνικής ανισορροπίας διευκόλυνε την πελατειακή πρακτική και διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, η ψαλίδα μεγάλωνε και η αναδιανομή έγινε καπνός γιατί δεν υπήρχαν δυνάμεις που θα τολμούσαν να κάνουν το αυτονόητο κάτω από το φόβο του πολιτικού κόστους. Η αναδιανομή απαιτεί μια σαφή στρατηγική για την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη, σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες, ορθολογικά κριτήρια, κοινωνική και επικοινωνιακή πολιτική ώστε η πλειοψηφία να κατανοεί και να απαιτεί την αλλαγή, να διεκδικεί τις διαδικασίες που οδηγούν στην πολιτική της αναδιανομής πόρων και ωφελημάτων. Η σύνθεση απόψεων θα προκύψει μέσα από διάλογο ανάμεσα στο κράτος, τους κοινωνικούς εταίρους, με καθαρή στρατηγική και πλήρη ανάγνωση σε σχέση με τις ιεραρχήσεις που αυτή η συγκυρία δημιουργεί.
Καμιά πολιτική για τη μείωση των ανισοτήτων δεν θα επιτύχει αν δεν συνοδεύεται από μια επιθετική στρατηγική για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Το κοινωνικό κράτος χρειάζεται αναπτυξιακό σχέδιο για να υλοποιήσει ένα σχέδιο δικαιοσύνης. Αυτή η πολιτική θέλει το κράτος να ασκεί διοίκηση με νέους τρόπους (λ.χ. δεν μπορεί να διοικεί το Νοσοκομείο ένας ιατρός, αλλά ένας μάνατζερ), θέλει τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για δημιουργία μεγάλων έργων (όπως λ.χ. δείχνει το παράδειγμα του αεροδρομίου Λάρνακας), θέλει την αξιοποίηση μιας στρατηγικής για τις επενδύσεις σύμφωνης με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές, θέλει το κράτος «στρατηγείο» για να διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η Κύπρος χρειάζεται μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για το μεγάλο διακύβευμα της συγκυρίας: την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη μέσα από τις πολιτικές που οδηγούν στη μείωση των ανισοτήτων και τον εκσυγχρονισμό του κοινωνικού κράτους. Οι μεταρριθμίσεις χρειάζονται μια ενημερωμένη κοινή γνώμη, που να διεκδικεί μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας μας.