Αναφορά στον Ανδρέα Χριστοδουλίδη
Η απώλεια του Ανδρέα Χριστοδουλίδη είναι μεγάλη. Για την πολιτική, τη δημοσιογραφία, την δημόσια ζωή στην Κύπρο και την Ελλάδα. Οι δηλώσεις που ακολούθησαν είναι σαφή δείγματα γραφής για την ποιότητα της δημοσιογραφικής και δημόσιας δραστηριότητας του.
Ο γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας των Πρακτορείων Ειδήσεων Έρικ Νίλεν δήλωσε ότι « ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης έφυγε. Είναι μια πολύ μεγάλη απώλεια για την οικογένειά του, τους φίλους του, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, όπου επί δεκαετίες κατείχε διευθυντικές θέσεις, για την Ένωση των Ευρωπαϊκών Πρακτορείων Ειδήσεων. Ο Ανδρέας επί 35 χρόνια εκπροσωπούσε το πρακτορείο του στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρακτορείων Ειδήσεων, ένα φόρουμ συνεργασίας των ειδησεογραφικών πρακτορείων στην Ευρώπη.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρακτορείων Ειδήσεων γνωρίζουμε ότι ο Ανδρέας αποτελούσε έναν μοναδικό συνδυασμό διπλωματικής δεξιοτεχνίας σε περιόδους έντονων αντιπαραθέσεων και πάθους ως προς την προάσπιση της αμερόληπτης, ανεξάρτητης και αξιόπιστης ενημέρωσης. Το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Ανδρέα αφιερώθηκε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Επί δεκαετίες εργάστηκε συστηματικά προκειμένου να οικοδομήσει μια θέση για το ΑΠΕ ως ανεξάρτητης πηγής ενημέρωσης για τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, τα νέα μέσα, σε όλους τους συνδρομητές. Ο Ανδρέας αποτέλεσε υπόδειγμα που συχνά αναφέρεται στις διεθνείς συζητήσεις για το πώς πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία ενός δημόσιου πρακτορείου ειδήσεων…».
Το Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΡΑ) επισημαίνει ότι «ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης εκπροσωπούσε, για 35 χρόνια, το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρακτορείων Ειδήσεων, ενώ στη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας του ως γενικός διευθυντής του ΑΠΕ πέτυχε, μεταξύ άλλων, να διορίζεται από μη κυβερνητικά όργανα η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου του…αναγκάστηκε, το 1967, λόγω της στρατιωτικής δικτατορίας, να διακόψει τις σπουδές του στην Αθήνα και να εγκαταλείψει την Ελλάδα, στην οποία επέστρεψε το 1974, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εργαζόμενος αρχικά σε διάφορες εφημερίδες, πριν αναλάβει, το 1981, τη γενική διεύθυνση του ΑΠΕ..»
Από τους συνεργάτες του στο ΑΠΕ που έγραψαν κείμενα για τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη ξεχωρίζω δύο κείμενα. Ένα το έγραψε ο Ν. Λαπαθάκης: «η πόρτα του γραφείου του ήταν πάντα ανοικτή, διότι: «δεν υπάρχουν μυστικά σε μία οικογένεια… Αν αυτά εγκατασταθούν στα γραφεία μας, τότε ο καθένας από όλους μας εδώ μέσα, θα πάρει το δρόμο της μοναξιάς που οδηγεί στη δυσφορία» είχε πολλές φορές αναφέρει, υποστηρίζοντας με πάθος ότι όλοι στο Πρακτορείο είμαστε μία οικογένεια… «μας αρέσει δεν μας αρέσει».
Η καθιερωμένη απογευματινή «βόλτα του» ανάμεσα από τους συναδέλφους, πότε με πειράγματα, πότε με προτροπές και συχνά με καλόβουλες συμβουλές ήταν η ημερήσια επιβεβαίωση ότι όλα πάνε καλά. Όποτε, όμως, δεν εμφανιζόταν την καθιερωμένη ώρα της εξόδου από το γραφείο του προς τη σάλα, τότε όλοι μας γνωρίζαμε πως κάτι συμβαίνει. Όταν έχασε με το γνωστό τραγικό τρόπο, τη ζωή του ο Γιάννος Κρανιδιώτης, με κάλεσε στο γραφείο του και μίλησε αρκετή ώρα για τη σχέση που τον συνέδεε μαζί του από τα χρόνια της Κύπρου. Κι όταν περασμένες πια 11 το βράδυ δεν είχε φύγει ακόμα από το γραφείο του, μπήκα μέσα και τον είδα καθισμένο στην καρέκλα του να καθαρίζει τα φύλλα από το λουλούδι δίπλα στον εκτυπωτή του.
«Να περάσω;
-Πέρνα, κάθισε, αλλά δεν θέλω να μιλήσω. Νιώθω πάλι ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξει η κατάσταση».
Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει…»
Το δεύτερο κείμενο από τον Ν. Μεγαδούκα: «έριξε όλο του το βάρος κι όλο του το κύρος στο ΑΠΕ, στην αναδιοργάνωση, την ανασυγκρότησή του και στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου που το συνέδεε με την εκάστοτε κυβέρνηση, προωθώντας νέες υπηρεσίες, νέα προγράμματα για το Πρακτορείο και κυρίως νέους ανθρώπους, ακόμη και σε δύσκολες θέσεις ή αποστολές. Νομίζω πως δεν νοιάστηκε ποτέ του, ίσως από μια έμφυτη συστολή, να βγαίνει μπροστά. Προτιμούσε να μένει πίσω. Και γι’ αυτό, ίσως, δεν αποδέχθηκε προτάσεις – εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω – να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα είτε στην Ελλάδα, είτε στην Κύπρο. Ο Ανδρέας δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, ή κι αν το έκανε, το έκανε ελάχιστα και πολύ αφαιρετικά, για την δράση του στην Κύπρο, στην αντίσταση κατά της Χούντας και για το ΠΑΣΟΚ κι όταν έλεγε κάτι έπρεπε στη συνέχεια να ψάχνεις από αλλού για να καταλάβεις τι ήθελε να πει…».
Στην εκδήλωση απονομής του Βραβείου Πρωτοποριακής Δημιουργίας «Γιάννος Κρανιδιώτης», το 2005 στη Λευκωσία, ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης συμπύκνωσε την άποψή του για τη δημοσιογραφία, τη ζωή, την πολιτική:
«Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, όπως είναι ο σημερινός, με τόσο δραματικές ταχύτητες, η ακινησία δεν ταιριάζει. Είσαι ετοιμόρροπος όταν όλα αλλάζουν και κινούνται γύρω σου και εσύ προσπαθείς να μείνεις ακίνητος… οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία σήμερα, μπορεί να γίνουν απειλή στην αξιοπιστία της δημοσιογραφίας, αν δεν ακολουθούνται οι κανόνες δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως έδειξαν πολλά πρόσφατα παραδείγματα, που ταλαιπώρησαν γνωστές και αξιόπιστες εφημερίδες, περιοδικά και τηλεοπτικούς σταθμούς…οι τεχνολογικές δυνατότητες στη συλλογή, επεξεργασία και διανομή ειδήσεων και πληροφοριών αξιοποιούνται περιορισμένα, όπως και οι δυνατότητες του Ίντερνετ και της ασύρματης επικοινωνίας κυρίως απουσιάζει η επιμόρφωση και η ενημέρωση για τις μακροχρόνιες συνέπειες μιας χωρίς αρχές και αξίες δημοσιογραφίας, τόσο για τα ίδια τα ΜΜΕ, όσο και για τους δημοσιογράφους».
Επιλογικά θα παραθέσω τη δική μου δήλωση με την ιδιότητά του προέδρου του ΔΣ του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΥΠΕ):
« Ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης με το ήθος, την εντιμότητα, την εργατικότητα και την επαγγελματική του επάρκεια κόσμησε τη δημοσιογραφία σε όλες τις επάλξεις. Διακρίθηκε σε κάθε τομέα: Στην πολιτική ως μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, στη δημοσιογραφία ως γενικός διευθυντής του ΑΠΕ και στο διαχρονικό του αγώνα για την ελεύθερη Κύπρο.Το ΚΥΠΕ συνεργάστηκε με το ΑΠΕ στο πιο υψηλό επίπεδο γιατί ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης ήταν πάντα ο συνδετικός κρίκος. Ο δημοσιογράφος Ανδρέας Χριστοδουλίδης είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για τους νέους δημοσιογράφους. Με το συνολικό του έργο απέδειξε ότι η δημοσιογραφία παραμένει μια απαιτητική αξία στις σύγχρονες κοινωνίες».