Απαντήσεις στις 25
Η αδυναμία συνεννόησης στα στοιχειώδη, οδήγησε την Ελλάδα σε πρόωρες εκλογές και την οικονομία στα κάγκελα. Ο ορισμός του πολιτικού τυχοδιωκτισμού: συναίνεση στο πρόσωπο του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, – κάποιος ψηφίζει Δήμα, αν όχι , προτείνει κάποιον άλλον- και επιδιώκει διαβουλεύσεις για λύση ευρύτερης αποδοχής. Αυτό που έγινε είναι σύμπτωμα μιας περιθωριακής αντίληψης για την πολιτική: αξιοποιώ ατέλειες του συντάγματος, ψηφίζω «τίποτα» για να εκβιάσω εξελίξεις τώρα που η ρουλέτα φαίνεται να με ευνοεί. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν λειτουργούν όπως πριν λίγο καιρό και όσοι παίζουν με όρους «ή εγώ ή το χάος», δεν έχουν μέλλον. Η ευρωζώνη στέκει καλύτερα και το μήνυμα προς την Αθήνα είναι πέρα από σαφές: μια χώρα οφείλει να τηρεί τις δεσμεύσεις της. Κάθε προεκλογική πρόταση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της πραγματικά δεδομένα γιατί το ελληνικό ταγκό με τη χρεοκοπία είναι πιθανό και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης έχουν τη δική τους ανάγνωση στα πράγματα.
Η αξιοπιστία μιας χώρας είναι, κυρίως υπόθεση ενός συνόλου ενεργειών που συνθέτουν την κατανόηση του εξωτερικού περιβάλλοντος, της αιτίας που οδήγησε την ελληνική οικονομία στον εκτροχιασμό και την επίπονη προσπάθεια για να δημιουργήσει μια νέα αναπτυξιακή δυναμική. Δυστυχώς, το απόθεμα ορθολογισμού στην Ελλάδα ολοένα και ταλαιπωρείται -στις δημόσιες συζητήσεις, στους βαρύτατους χαρακτηρισμούς, στους τεχνητούς διαχωρισμούς, στην πόλωση πάνω σε ψεύτικα τείχη, χωρίς περιεχόμενα και χωρίς σχέδια. Αυτή είναι η κατάσταση στην Ελλάδα μετά την πρωθυπουργία Κ. Σημίτη -συνθήματα, λαϊκισμός, πλειοδοσία παροχών από άδεια ταμεία, συναισθηματικές εκρήξεις που εμποδίζουν την πρόσληψη της πραγματικότητας ως μιας σύνθεσης από στοιχεία ορθολογικής διαχείρησης μιας πολύπλοκης κοινωνικής συγκυρίας.
Με αναλυτικό βλέμμα γύρω από τις αιτίες της υστέρησης. Ένα από πιο χαρακτηριστικά δείγματά της παραθέτει η «Ημερησία» στις 20 Σεπτεμβρίου 2013: «σε έναν οργιώδη αγώνα προσλήψεων είχε επιδοθεί η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία του ΑΣΕΠ που εστάλησαν στη Βουλή μετά από ερώτηση βουλευτού των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Μέσα σε έξι χρόνια, την περίοδο 2004-2009, διορίστηκαν 302.151 υπάλληλοι. Μάλιστα, το 2008 ήταν η χρονιά με τους περισσότερους προσληφθέντες συμβασιούχους».
Το κρίσιμο ερώτημα για το εκλογικό σήμερα είναι πως απαντάει κανείς στο ερώτημα «τι έφταιξε και πήγαν τα πράγματα στραβά;» γιατί από αυτό ξεκινά η δυνατότητα για σωστές απαντήσεις μπροστά στις εκλογές στις 25 Ιανουαρίου. Τα δείγματα γραφής λένε ότι μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής ελίτ επιμένει να σφυρίζει αμέριμνα, να θεωρεί ότι είναι αρκετό να φύγουν αυτοί και να έρθουν οι άλλοι, να επιμένει σε προτάσεις που –ανάλογες στο παρελθόν- έφεραν και επέτειναν τον εκτροχιασμό, να αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους επαρχιωτισμισμού, αγνοώντας το πλέγμα πολιτικών συσχετισμών μέσα στους οποίους λειτουργεί το σύστημα οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας μετά την ένταξη στην ΕΕ, τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και τις δανειακές συμβάσεις. Για αυτούς και για τους άλλους ο Τ. Ναπολιτάνο σημείωσε ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο και ανεφάρμοστο από τις προτροπές ορισμένων υπέρ της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα, της διάλυσης της ευρωζώνης και της κοινής πολιτικής (της ΕΕ) κατά της κρίσης» (1/1/15).
Η αποτυχία στην προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει μεγάλο κόστος για ολόκληρη την Ελλάδα καθώς το κυρίαρχο εκλογικό δίλημμα «Σαμαράς-Τσίπρας» θα είχε άλλη διάσταση, εάν η σ/δ παράταξη κατόρθωνε να συντονίσει την πολιτική της εκπροσώπηση, που θα την καθιστούσε έναν ισχυρό προοδευτικό πόλο, ρυθμιστή των εξελίξεων με κινητήρια δύναμη το ΠΑΣΟΚ. Αδιέξοδες αναλύσεις και προσωποποιημένες αντιθέσεις παρεμπόδισαν την ανάπτυξη της σ/δ παράταξης, γεγονός που δείχνει πως όταν είσαι κατώτερος των περιστάσεων, εν τέλει μένει αυτό που σήμερα βλέπουμε: μια εκλογική αντιπαράθεση του τύπου όλοι εναντίον όλων, εμφυλιοπολεμικό κλίμα, μάχες χαρακωμάτων χωρίς αίσθηση του μέτρου και του επείγοντος. Δυστυχώς, η εκλογική ατζέντα παραπαίει ανάμεσα σε μύθους και ατάκες γιατί στερείται ενός σύγχρονου πολιτικού προτάγματος, γιατί η μεταρρυθμιστική συμμαχία απέτυχε να διαβάσει με επάρκεια τα σκληρά διλήμματα της συγκυρίας και έτσι να συμβάλει σε μια δημόσια συζήτηση σε άλλη βάση. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις παραμένουν ακέραιες: αλλαγές στο κράτος, εξωστρεφής ανάπτυξη, επιτάχυνση αποκρατικοποιήσεων, αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου, συνταγματική αναθεώρηση, ιδιωτικά πανεπιστήμια, μεταρρύθμιση στην παιδεία, ενίσχυση του ΕΕΕ, κτηματολόγιο. Και για να μην ξεχνιόμαστε: και σοβαρή εξωτερική πολιτική.
Είναι πραγματικά πολύ σκληρό να διαπιστώνει κανείς πως όλες οι άλλες χώρες που μπήκαν σε ρυθμούς μνημονίου έχουν βγει από αυτό, και ότι μόνο η Ελλάδα παραμένει βαθειά μέσα στο φαύλο κύκλο της κρίσης, παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί σε επιμέρους πτυχές. Μια βαθειά ριζωμένη αντίληψη για την πολιτική, συνέβαλε στην ανάπτυξη τάσεων βαθύτατα αναχρονιστικών, η κρίση αντί να γίνει η ευκαιρία για τον αναθεωρητισμό, έγινε εφαλτήριο για πολιτευτές που υπόσχονται μόνο μίσος και τίποτα. Η κατάσταση είναι δύσκολη και οι εκλογές, ίσως δώσουν μια κατεύθυνση, ή ίσως οδηγήσουν σε νέες εκλογικές περιπέτειες. Όλα κινούνται στο βηματισμό της αβεβαιότητας, καθώς τα προβλήματα γίνονται ολοένα και πιο πιεστικά. Όπως σημειώνει ο Κ. Σημίτης «δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Πολύπλοκα θέματα απαιτούν εντατική επεξεργασία. Εμπνεύσεις της στιγμής, καλές προθέσεις, ωραίοι λόγοι δεν επαρκούν εκεί όπου πρέπει να υπάρχει μελέτη, σχέδιο, δουλειά. Οφείλουμε να σκεφτόμαστε πάντοτε ότι οι αιτίες της κρίσης δεν είναι μόνο οικονομικές. Μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρξει και μια νέα οικονομική διακυβέρνηση του ευρωπαϊκού χώρου» («Εκτροχιασμός», 2012).