Απο την Αμμόχωστο στην επίλυση
Η υπόθεση της Αμμοχώστου στο παρόν στάδιο δείχνει δυνατότητες και αδυναμίες στη διαχείρηση του κυπριακού. Όλοι αναγνωρίζουν ότι μια κίνηση γύρω από την Αμμόχωστο θα αλλάξει το κλίμα και όλα θα μπουν σε μια διαφορετική βάση σε σχέση με την επίλυση. Το ερώτημα έχει σχέση με την Αμμόχωστο αλλά την ξεπερνά κατά πολύ. Θα φτάσουμε ποτέ σε λύση ή θα φτάσουμε ποτέ στην Αμμόχωστο αν δεν αναγνωρίζουμε την ανάγκη να οικοδομήσουμε βήμα βήμα μέτρα και κινήσεις που να έχουν ένα μεταβατικό χαρακτήρα; Μπορεί να αλλάξει η κατοχική πραγματικότητα αν δεν αναλάβουμε πρωτοβουλίες που θα αλλάζουν τους συσχετισμούς δύναμης και θα φέρνουν την επίλυση πιο κοντά;
Αυτό που μετρά είναι εάν ορισμένα μέτρα συνδέονται με τον κύριο στόχο, εάν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες, αν λαμβάνεις τα σχετικά μέτρα ώστε να ελαχιστοποιήσεις την πιθανότητα να βρεθείς σε αδιέξοδο και εάν μεγιστοποιείς τις πιθανότητες να δημιουργήσεις έναν καταλύτη που θα διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Αυτό με έργα σημαίνει ΕΕ, ΟΗΕ, ΗΠΑ, διεθνείς οργανισμοί, που θα ενισχύσουν μια προσπάθεια και θα θέσουν τη σφραγίδα τους σε μια πιθανή εξέλιξη.
Η μόνη πολιτική που νίκησε από το 1974 φέρει την υπογραφή του Γ. Κρανιδιώτη. Αυτή η πολιτική δέσμευσε μια σταθερή στρατηγική, με τακτικές κινήσεις, βήμα βήμα ενδιάμεσες κινήσεις που υπηρετούσαν το μακροπρόθεσμο στόχο. Νίκησε γιατί σε κάθε ευκαιρία αξιοποιούσε τους συσχετισμούς και έφερνε ένα βήμα πιο κοντά το στόχο. Αυτοί που υπηρετουν σήμερα την πολιτική της ακινησίας ήταν επικριτές της πολιτικής Κρανιδιώτη. Ήθελαν «όλα ή τίποτα» δηλαδή τίποτα, στην πράξη η πολιτική τους σήμαινε παραμονή της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Αγνόησαν κάθε τακτική κίνηση, αντιτάχθηκαν σε κάθε διορατική διπλωματική ενέργεια (1988, 1995, 1999), αλλά μετά ζητούσαν να γονατίσουμε την Τουρκία παίζοντας το ευρωπαϊκό χαρτί! Αλλά ποιο χαρτί θα παίξεις αν δεν γνωρίζεις τους κανόνες του παιχνιδιού και εάν με την δική σου πρόταση θα ήμασταν ακόμα απ’ έξω;
Η σημερινή συζήτηση δείχνει πόσο δύσκολο θέμα είναι η υπευθυνότητα και η ευπρέπεια στην πολιτική διαπάλη. Η διαρροή ενός εγγράφου μόνο και μόνο για να πλήξουμε τον αντίπαλο στιγμή δείχνει πόση επιπόλαιη αντίληψη για την εξέλιξη του κυπριακού διαθέτουμε. Αν αδιαφορούμε για τη συνολική ζημία, αν διαγράφουμε την ζημία που υφίσταται η ε/κ πλευρά στο διεθνές πεδίο, αν αγνοούμε τη χρονική στιγμή της διαρροής (συνάντηση Ομπάμα-Σαμαρά), αν αρνούμαστε την απ’ ευθείας διαβούλευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και όσους έχουν τυχόν απορίες, και αν γράφουμε γράμματα που με σχετική βεβαιότητα θα διαρρεύσουν, τότε δικαίως τίθεται ένα ερώτημα για τη δυνατότητα συνολικά της ε/κ πλευράς να σταθεί με επάρκεια απέναντι σε δύσκολα στοιχήματα, ιδιαίτερα αυτό της συνολικής επίλυσης. Η πολιτική του «όλα ή τίποτα», οδηγεί σε μηδενικό αποτέλεσμα, με βέβαιο αποτέλεσμα ότι θα μας μείνει το «τίποτα». Με τα συνθήματα κατατροπώνουμε την κατοχή αλλά το ζητούμενο είναι μια εφικτή πρόταση που θα την τερματίζει.
Η ουσία είναι πολύ συγκεκριμένη και συνδέεται με το βαθμό ετοιμότητας κάθε φορέα ή πολίτη να απαντήσει σε απλά ερωτήματα. Σαράντα χρόνια κατοχής σημαίνει να συσσωρεύσουμε εμπειρίες, βιώματα, σοφία για να φτάσουμε μια μέρα στην ελεύθερη Κύπρο. Μερικοί έχουν μια διαφορετική άποψη. Επιθυμούν να διατάξουν την κατοχική δύναμη να υπακούσει στα δίκαια αιτήματά μας. Αυτά δεν έχουν σχέση με την πολιτική που αλλάζει τα κατοχικά δεδομένα. Για μερικούς, η μη λύση συνιστά ένα υπέροχο επάγγελμα που υπόσχεται στους πολίτες με έργα μια μακρόσυρτη διπλή χρεοκοπία.