Αρχιτεκτονική ασφαλείας στην επίλυση του κυπριακού

Το θέμα της ασφάλειας στην επίλυση του κυπριακού αναμφίβολα βρίσκεται στην κορυφή κάθε προσέγγισης. Πολίτες, ειδικοί και πολιτική ηγεσία το γνωρίζουν καλά. Η αντίθεση είναι πραγματική και οι προσεγγίσεις εδράζονται πάνω σε διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες. Η ρεαλιστική ανάγνωση της κατάστασης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επανάληψη του συστήματος του 1960 ισοδυναμεί με καμμιά λύση και η πλήρης κατάργηση κάθε μορφής «συστήματος ασφαλείας» ισοδυναμεί επίσης με καμμιά λύση. Τι μπορεί να γίνει;

Οι τ/κ στη μεγάλη τους πλειοψηφία ζητούν ένα είδος από τουρκικές εγγυήσεις. Κανένας φορέας πολιτικής δεν ζητά πλήρη κατάργησή τους, ακόμα και οι δυνάμεις που εκφράζουν το μη ντενκτασικό τόξο. Ο Μ. Ακιντζί στις 19ης Απριλίου 2015 επεσήμανε ότι «χωρίς αμφιβολία, οι ανάγκες ασφαλείας του σήμερα είναι πολύ διαφορετικές από το πλαίσιο ασφάλειας που σχεδιάστηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις το1959-1960. Πιστεύω ότι εάν φτάσουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση και οι δύο πλευρές πιστέψουν στη βιωσιμότητα της λύσης, ένας συμβιβασμός μπορεί να είναι εφικτός και στο θέμα των εγγυήσεων». Στις 2 Μαίου ο Μ. Ακκιντζί δηλώνει ότι «οι εγγυήσεις βασίζονται σε διεθνείς συμφωνίες και δεν μπορούν να τερματιστούν μονομερώς με δήλωση της Ελλάδας. Η ασφάλεια της Κύπρου με το δικαίωμα της εγγύησης της Τουρκίας έχει άμεση σχέση». Στις 24 Ιουλίου ο εκπρόσωπος του Μ. Ακιντζί Μπαρίς Μπουρτσού δήλωσε στην «Cyprus Weekly» ότι «οι εγγυήσεις δεν είναι ταμπού. Πρέπει να τις αγγίξουμε, να τις συζητήσουμε, να διαπραγματευθούμε επ’ αυτών». Στις 3 Αυγούστου η Εμινέ Τσολάκ «ΥΠΕΞ» των τ/κ δήλωσε στη «Χουριέτ» σχετικά με τις εγγυήσεις ότι «συζητάμε κάτι ενδιάμεσο».

Επί της ουσίας, είναι πολιτικά αναγκαίο, και εφικτό, να αλλάξει η βάση της αναζήτησης λύσης στο ζήτημα της ασφάλειας. Το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης –μη αποκλειομένης της στρατιωτικής -στα εσωτερικά ενός κράτους-μέλους της ΕΕ αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ από το 1957 έως σήμερα. Χρειάζεται μια διαφορετική ανάλυση που θα οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Είναι αναγκαία η επεξεργασία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για την επανενωμένη Κύπρο. Η ΕΕ μπορεί να συμβάλει ώστε να ξεπεραστεί η συγκρουσιακού χαρακτήρα συμφωνία του ’60, με μια νέα που θα προωθεί τη θεσμική διαβούλευση και την πολιτική συνεννόηση με στόχο την ειρηνική και με διπλωματική μέσα επίλυση προβλημάτων, έτσι που το ξεπέρασμά τους να συντελείται σε ένα περιβάλλον ασφαλείας στο οποίο απαγορεύεται η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας. Σήμερα η ΕΕ στο πιο υψηλό επίπεδο και ο ΟΗΕ- άρθρο 7 του Καταστατικού Χάρτη- μπορεί να παράσχουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις προωθώντας ένα νέο περιβάλλον ασφαλείας σε μια ενδεχόμενη τελική διευθέτηση του κυπριακού. Η ΕΕ μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή της λύσης μέχρι το τελικό της στάδιο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Συμβούλιο Υπουργών, και, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας επιτρέπει στην Κύπρο να αξιοποιήσει την πρόνοια της «Ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής» η οποία στο άρθρο 28α, παρ. 7, του Τίτλου V, προβλέπει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος- μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

Μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας για την επανενωμένη Κύπρο είναι σκόπιμο να διασυνδεθεί με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας όπως προνοεί το κείμενο της 3ης Οκτωβρίου 2005. Αυτό μπορεί να επιτυχθεί με κύκλους πολιτικής που ευνοούν μια διασύνδεση συμφερόντων μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία στο κυπριακό, η Λευκωσίας λ.χ. να ανοίξει τα κλειστά κεφάλαια της διαπραγμάτευσης ΕΕ-Τουρκίας, συνεπώς να δώσει ισχυρή ώθηση στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας και, υπό το φως της τελικής τους εξέλιξης, – ένταξη «λίγο μέσα, λίγο έξω», ή Ειδική Σχέση- νέα ανάγνωση του ζητήματος ασφαλείας στο τρίγωνο ΕΕ-Τουρκία-Κύπρος.

Ο Γ. Κρανιδιώτης υπογράμμιζε στις 2 Μαρτίου 1999 ότι «η ΕΕ μπορεί να παίξει ρόλο και να συμβάλει στον αφοπλισμό και την αποστρατικοποίηση του νησιού». Μέσα στο πλαίσιο της σημερινής αναζήτησης λύσεων, είναι εφικτό στρατιωτικές δυνάμεις από την ΕΕ και τον ΟΗΕ να εποπτεύσουν τη διαδικασία αποχώρησης των δυνάμεων του στρατού κατοχής. Επίσης, ένας αριθμός από αστυνομικές δυνάμεις από την Ευρωαστυνομία (Europolice) μπορεί να αναλάβει μέρος της ευθύνης για εποπτεία «σημείων διέλευσης» μέχρι την πλήρη κατάργησή τους, ενώ αν συμφωνηθεί να παραμείνει μικρός αριθμός από δυνάμεις, όπως το ανάλογο με την ΕΛΔΥΚ και την ΤΟΥΡΔΥΚ, να «συντονίζονται» από στρατιωτικό που θα ορίσει η ΕΕ.

Η πολιτική να αναδειχθεί η ΕΕ ως καταλύτης στην αρχιτεκτονική ασφαλείας στην επίλυση του κυπριακού στηρίζεται από μεγάλες πλειοψηφίες ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ. Έρευνα της κοινής γνώμης στα πλαίσια του προγράμματος «Κύπρος 2015: Έρευνα και Διάλογος για ένα Βιώσιμο Μέλλον δείχνει ότι θετικός παράγοντας για την επίλυση είναι η επιθυμία να εισέλθει η Κύπρος σε «νέα εποχή μακροπρόθεσμης βιώσιμης ειρήνης» (98% ε/κ, 73% τ/κ), όπως και το «να καταστεί η Κύπρος ένα φυσιολογικό κράτος πλήρως ενταγμένο στην ΕΕ, χωρίς το κυπριακό πρόβλημα να το κρατάει καθηλωμένο (86% ε/κ, 65% τ/κ)».