Χρόνος και Κυπριακό
Το ζήτημα με την οικονομική κρίση και πως αυτή επηρεάζει το χρόνο σχετικά με την επανάληψη των συζητήσεων για το κυπριακό, απασχολεί τη δημόσια ατζέντα. Είναι κοινή παραδοχή ότι πράγματι η οικονομική κρίση πιέζει το χρόνο για επανάληψη των συνομιλιών και η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία με τον ΟΗΕ για επανάληψή τους το Φθινόπωρο. Θεωρώ λογική τη συμφωνία καθώς ο όγκος εργασίας είναι τεράστιος για να επιλυθούν βασικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από το «μνημόνιο» και την προσπάθεια για σταθεροποίηση της οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει μια άλλη άποψη η οποία εισηγείται ουσιαστικά το εξής: τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε συνομιλίες, είμαστε αδύνατοι, ευάλωτοι, και θα μας «πιέσουν». Άρα να πάμε παρά κάτω, χωρίς να προσδιορίζει το πότε, βλέπουν όμως ότι το Φθινόπωρο θα είμαστε ακόμα αδύνατοι, άρα να πάμε στο απροσδιόριστο πιο πίσω. Ποια όμως είναι η διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και την προσχηματική πολιτική;
Η πραγματική εισηγείται ότι χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τα δεδομένα (εισβολή/κατοχή/επίλυση) και όχι να παραπέμπουμε στις κυπριακές καλένδες κάθε τι που συνδέεται με τη λύση από φόβο μήπως η επίλυση θα έχει «κόστος». Αυτό για να το επιτύχουμε χρειάζεται πολιτική ηγεσία με αποφασιστικότητα, που είναι σε θέση να λύνει προβλήματα που έχουν κόστος, που έχουν τεράστια πολιτική, οικονομική και συναισθηματική βαρύτητα και όχι να διαιωνίζει το πρόβλημα το οποίο στο τέλος της ημέρας επηρεάζει απόλυτα τους πρόσφυγες, αλλά όπως βεβαιώνει η παρούσα οικονομική κρίση όλους τους κύπριους.
Η προσχηματική πολιτική λέει διάφορα: τώρα είμαστε αδύνατοι, αύριο πιο αδύνατοι, άρα μη συνομιλίες. Στην ουσία αυτό σημαίνει να αφεθεί ο χρόνος να λύσει το κυπριακό, να συμφιλιωθεί η πλειοψηφία με την ιδέα της λύσης «δίπλα-δίπλα» γιατί δεν θέλουμε να αναλάβουμε πολιτικές ευθύνες και μετά, σχεδόν άνετα, να μπορούμε να λέμε «θέλαμε αλλά φταίνε οι άλλοι».
Ο χρόνος έχει τεράστια σημασία για να προχωρήσουν τα πράγματα. Δυσκολίες και προβλήματα πάντα θα υπάρχουν, κάθε μέρα το κυπριακό δημιουργεί κάθε πιθανή και απίθανη ροή πραγμάτων που εξοργίζουν, απογοητεύουν και πιέζουν περαιτέρω την προοπτική της επίλυσης. Οι γενιές των προσφύγων φεύγουν, έρχονται εκείνες με λιγότερους δεσμούς και μετά εκείνες που κατάγονται από την κατεχόμενη Κύπρο αλλά δεν έχουν μνήμες.
Η οικονομική κρίση μπαίνει σε μια νέα, διαφορετική βάση από τη στιγμή που θα αποκτήσει δυναμική η προσπάθεια για λύση. Το αυτονόητο είναι εκεί: η επίλυση του κυπριακού θα αποτελέσει την ατμομηχανή για επίλυση της οικονομικής κρίσης και θα θέσει την Κύπρο στην τροχιά της βιώσιμης, σταθερής και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης μέσα σε περιβάλλον ασφαλείας και ευημερίας. Αυτή η εξέλιξη ωφελεί όλους τους κυπρίους και απαντά με τον πιο ισχυρό τρόπο στο ερώτημα «ποια Κύπρο θέλουμε για το αύριο!»,