Δισταγμοί μπροστά σε αποφάσεις κορυφής
Η ιστορία του κυπριακού το βεβαιώνει. Πολιτικοί και πολιτικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την επίλυση του κυπριακού, εμφανίζονται διστακτικοί σχετικά με το χρόνο που θα προκύψει η ίδια η επίλυση. Ο λόγος είναι πολύ γνωστός: κάθε συμβιβασμός σημαίνει αμοιβαίες συμφωνίες, πρόνοιες που αποτελούν μια δύσκολη προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Η αλλαγή, από τη σημερινή ακινησία στην επίλυση, αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο πεδίο, το οποίο απαιτεί συνεχή παρακολούθηση, αποφάσεις, συναινέσεις, πρωτότυπη σκέψη, συμβιβαστική συμπεριφορά. Η για δεκαετίες, παλαιά κατάσταση πραγμάτων έχει δημιουργήσει ισχυρές συνήθειες που χρειάζεται να ανατραπούν, συνήθειες που χρειάζεται να αποκτήσουν νέα περιεχόμενα, εάν επιθυμούμε η επίλυση να βαδίζει πάνω σε στέρεα βήματα. Η ώρα μιας τελικής απόφασης σημαίνει να αλλάξουμε τον τρόπο που αναλύαμε παραδοσιακές πρακτικές.
Αυτό προκαλεί ερωτηματικά, απορίες, αγωνία. Έτσι η «λύση» στις δυσκολίες, βρίσκεται στην παράταση των συνομιλιών, στη χρονική τους έκταση, έτσι που ο χρόνος να δώσει ανάσες πριν από τις καθοριστικές αποφάσεις. Αυτό ως «κανόνας» μπορεί να δείχνει χρονικές ανάσες, αλλά συχνά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αναγκαία απόφαση. Κάποτε οι συνθήκες αλλάζουν, οι αναπροσαρμογές παράγονται από το απρόβλεπτο ή το αναπάντεχο, και η παρούσα κατάσταση πραγμάτων ολοένα και περιπλέκεται, το status quo ενδυναμώνεται. Όταν περάσει ένα χρονικό διάστημα, και οι συνομιλίες επαναρχίσουν, μερικές πτυχές τους αποκτούν πιο δύσκολη διάσταση, οι διαπραγματευτικές αποστάσεις μπορεί να μεγαλώνουν, οι προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στους ηγέτες, ίσως να αποκτούν λιγότερο ειδικό βάρος, και, ενδεχομένως, οι προηγούμενες συμβιβαστικές φόρμουλες να μην αρκούν καθώς δεν αποκλείεται να μην βρίσκονται ορισμένα στοιχεία της στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος. Έτσι, οι συνομιλίες δεν παράγουν την επιθυμητή πρόοδο και η όλη διαπραγμάτευση δείχνει μη ικανοποιητική ανάπτυξη.
Τι είναι εκείνο που θέτει τις λύσεις, πιο πάνω από τη διστακτική συμπεριφορά; Ασφαλώς η άσκηση της ηγετικότητας, η πίστη στην πρόοδο των κοινωνιών, η πεποίθηση ότι η Κύπρος χωρίς κατοχικά στρατεύματα είναι εφικτή, ότι αυτό απαιτεί αποφασιστικότητα, κινητοποίηση της κοινής γνώμης, στράτευση της πλειοψηγίας πάνω στις μεγάλες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της προόδου. Η πλειοψηφία πείθεται να ακολουθήσει μια μεγάλη απόφαση όταν αυτή βασίζεται στην κοινή λογική, στην κατάλληλη πολιτική επιχειρηματολογία και στη συνεπή επικοινωνιακή της υποστήριξη. Με πλήρη και ευρηματική αξιοποίηση της ιδιότητας του κράτους-μέλους της ΕΕ σε κρίσιμης σημασίας κεφάλαια (ασφάλεια, ανάπτυξη, ανοικοδόμηση), με πλήρη και ευρηματική αξιοποίηση κάθε εργαλείου που παρέχει το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον (νήσος σταθερότητας, τμήμα ευρύτερης συνεργασίας στην περιοχή, παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης ενός από τα παλαιότερα παγκόσμια προβλήματα).
Για παράδειγμα, η οικοδόμηση ενός περιβάλλοντος ασφαλείας υπό τον ΟΗΕ, που κατά τον καθηγητή Χ. Ροζάκη «να αναθέσει ως υπεργολαβία στην ΕΕ να αναλάβει με δικές της δυνάμεις το ρόλο της ασφάλειας της Κύπρου. Η εκδοχή αυτή, πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης, που καταδεικνύει ότι τελειώνει η περίοδος μετάβασης στην νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο». Για παράδειγμα, όπως σημειώνει ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης, «με την αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού πλαισίου, που συνδέεται με της δέσμης των ρυθμίσεων δηλαδή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στην «προστασία των συνόρων» (αρθ. 21) και στην ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» (αρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας).
Ασφαλώς κάθε τέτοιας βαρύτητας αλλαγή απαιτεί συνεργασίες ανάμεσα σε κόμματα, συναίνεση γύρω από μείζονος σημασίας επιδιώξεις. Στη συγκυρία που η πολιτική ηγεσία εκτιμά ότι απαιτείται η λήψη μιας απόφασης, χρειάζεται να σταθμίσει τους συσχετισμούς δύναμης, να συνεκτιμήσει τη σχέση κόστους- ωφελείας και να έχει το θάρρος να αναλαμβάνει τις ευθύνες της ως εκλεγμένη, ως υπεύθυνη ηγεσία.
Η ε/κ κοινή γνώμη πείθεται, υποστηρίζει κάθε πολιτική εξέλιξη που ακολουθεί τους πιο πάνω βασικούς κανόνες. Τα κείμενα της Ζυρίχης (1959) είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου οι κύπριοι πολίτες διαφοροποίησαν την άποψή τους με την άσκηση της δημόσιας πειθούς από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δίνοντας τη θετική ψήφο τους στον ίδιο στις πρώτες προεδρικές εκλογές του 1960.
Εντέλει όλα είναι θέμα αντίληψης για τον πολιτικό αγώνα. Γιατί συμμετέχει κανείς στην πολιτική, τι θεωρεί ως προτεραιότητές του, τι αξιολογεί ως πρωτεύον, τι αξιολογεί ως σημαντικό για να μείνει ως η υστεροφημία ενός πολιτικού. Εάν αγωνίζεται για να επιτύχει σημαντικούς, συνταγματικούς στόχους ή εάν ενδιαφέρεται για να αξιοποιήσει πλεονεκτήματα που η εξουσία συχνά παρέχει. Εάν πρόσεξε τον Θουκυδίδη (Περικλής: « δεν μιλάει στο πλήθος προς ηδονήν», και δεν διστάζει «και προς οργήν τι αντειπείν»), ή απλώς επιθυμεί να δει τον εαυτό του στον κατάλογο των προσκεκλημένων σε κάποια επόμενη κοσμική δεξίωση…