ΕΕ και συνομιλίες κορυφής.
Ο Επίτροπος για τη Διεύρυνση Όλι Ρεν σε γραπτή απάντησή του στον Ευρωβουλευτή Π. Δημητρίου έκανε την εξής αναφορά σε σχέση με το κυπριακό: «Η Επιτροπή επιθυμεί ιδιαίτερα την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, υποστηρίζει πλήρως τις προσπάθειες των αρχηγών και των δύο κοινοτήτων της Κύπρου στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την πλήρη επίλυση του προβλήματος αυτού, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Οι δύο πλευρές είναι απαραίτητο να επιτύχουν μια κοινώς αποδεκτή λύση. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να συμβάλει σ’ αυτή τη διαδικασία, με την εμπειρογνωμοσύνη της σε θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, όταν αυτό της ζητηθεί από τα διαπραγματευόμενα μέρη και τον ΟΗΕ».
Ο Επίτροπος Ρεν, σημειώνει ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Χ. Μ. Μπαρόζο «προτίθεται να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη συμβολή και την παροχή βοήθειας από μέρους της Επιτροπής στη διαδικασία επίλυσης του προβλήματος» και ότι έχει ζητήσει από τον ίδιο να τον βοηθήσει άμεσα στο συντονισμό των δραστηριοτήτων της Επιτροπής και να έρθει σε επαφή με άλλα μέλη της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτό είναι αναγκαίο για θέματα σχετικά με την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Δεδομένου δε ότι η διαδικασία επίλυσης του προβλήματος βρίσκεται υπό εξέλιξη, «θα αποφασίσουν με ποια μέσα θα συμβάλουν στη διαδικασία αυτή» (ΚΥΠΕ, 18/2/09).
Ο Ευρωβουλευτής Π. Δημητρίου υπέβαλε τον περασμένο Δεκέμβριο ερώτηση στον Επίτροπο Διεύρυνσης, προτείνοντας ορισμένες δράσεις της ΕΕ για το κυπριακό όπως επίσκεψη του προέδρου της Επιτροπής στην Κύπρο, διορισμό παρατηρητή για παρακολούθηση εκ του σύνεγγυς των συνομιλιών και αποστολή τεχνοκρατών για υποβοήθηση του έργου των δύο πλευρών στην αντιμετώπιση συνταγματικών ζητημάτων και στην εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Όπως ο ευρωβουλευτής είπε η πρόταση του για επίσκεψή του Χ. Μ. Μπαρόσο στην Κύπρο, αντιμετωπίστηκε θετικά και αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε κάποιο στάδιο στους προσεχείς μήνες.
Από την απάντηση Ρεν προκύπτουν ορισμένα σημαντικά πράγματα σε σχέση με την παρουσία της ΕΕ στις προσπάθειες για επίλυση του κυπριακού. Πέρα από την ειλικρινή θέληση της ΕΕ για συνολική επίλυση, υπάρχει αυτή τη στιγμή η διατύπωση από τον πιο αρμόδιο Επιτρόπο Όλι Ρεν ότι «η Επιτροπή είναι έτοιμη να συμβάλει σ’ αυτή τη διαδικασία, με την εμπειρογνωμοσύνη της σε θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, όταν αυτό της ζητηθεί από τα διαπραγματευόμενα μέρη και τον ΟΗΕ». Είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική. Οι συνομιλίες για το κυπριακό διεξάγονται εδώ και έξι μήνες, η προπαρασκευή κράτησε άλλους τέσσερις, συνεπώς η άποψη ότι «η ΕΕ θα συμβάλει όταν της ζητηθεί από τα μέρη και τον ΟΗΕ» είναι ξεπερασμένη από τα πράγματα. Οι συνομιλίες προχωρούν, γίνεται εις βάθος εξέταση θεμάτων (κατανομή εξουσιών, περιουσιακό, οικονομία κλπ) και ως εκ τούτου δεν είναι νοητό η ΕΕ να απέχει, περιμένοντας κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον.
Ασφαλώς απαιτείται κίνηση από τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη και από τον ΟΗΕ. Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι ισχυρή πολιτική βούληση, ενεργητική ανταλλαγή απόψεων, ενθάρρυνση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, ώστε να διαμορφωθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ΕΕ θα αναπτύξει σημαντικές πρωτοβουλίες για επίλυση του κυπριακού. Ο ΟΗΕ χρειάζεται να επιδιώξει μια τέτοια πρωτοβουλία γιατί μόνο έτσι και οι δικές του προσπάθειες έχουν πιο πολλές πιθανότητες να στεφθούν από επιτυχία. Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για επίλυση ενδυναμώνει τις προσπάθειες του ΟΗΕ, γιατί η ΕΕ μπορεί να εξασκήσει πιο ισχυρή επιρροή στην Τουρκία που κατέχει στρατιωτικά το 37% του κυπριακού εδάφους. Η ΕΕ από την άλλη έχει την ευθύνη να συμβάλει αποφασιστικά για εξεύρεση λύσης, γεγονός που θα βοηθήσει στην υπόθεση της ειρήνης, της σταθερότητας και της συνεργασίας στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο.