Εικοσιδύο εκατομύρια, σε μικρό καλάθι…
Στις 23 Απριλίου 2013 συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το άνοιγμα σημείων διέλευσης στην κατοχική γραμμή στην Κύπρο. Στις 23 Απριλίου 2003 με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Ερτογάν ελήφθη η πολιτική απόφαση και επεβλήθη στον Ρ. Ντενκτάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα επεχείρησε να «απαντήσει» στην πολιτική ηγεμονία που ασκούσαν οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας σε σχέση με την ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Επτά ημέρες πριν, στη Στοά του Αττάλου, στην Αθήνα -16 Απριλίου 2003- υπογράφηκε η Συνθήκη Προσχώρησης των δέκα νέων μελών της Ένωσης μεταξύ αυτών και η Κύπρος καθώς έτσι ο Κ. Σημίτης σφράγισε μια μακρά και δύσκολη διαδρομή 15 ετών.
Στην Άγκυρα η κυβέρνηση Ερτογάν ταλαντευόταν ανάμεσα σε παλιές και νέες προσεγγίσεις. Ο τέως ΥΠΕΞ Α. Γκιουλ καθυστέρησε να φτάσει στην Αθήνα, δηλώνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά του για τις εξελίξεις. Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσαρμόσει ορισμένες πρακτικές της σε νέα δεδομένα. Έτσι η τουρκική κυβέρνηση υποχρέωσε τον τότε τ/κ κύπριο ηγέτη Ρ. Ντενκτάς την υιοθέτηση της πρότασης για άνοιγμα σημείων διέλευσης. Η Άγκυρα θέλησε να αλλάξει ορισμένα δεδομένα και αυτή την πιθανότητα για διάνοιξη διόδων την ανακοίνωσε δημόσια, δυο μήνες πριν, ο Σ. Ντενκτάς. Υποθέτω ότι η ε/κ ηγεσία δεν πρόσεξε τις δηλώσεις του.
Η εφημερίδα «Γενί Ντουζέν» στις 23 Απριλίου 2013 με τίτλο «10 χρόνια, 22 εκ διελεύσεις» γράφει ότι από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στις 23 Απριλίου του 2003 καταγράφηκαν «8 εκ διελεύσεις ε/κ, και 14 εκ διελεύσεις τ/κ, συνολικά 22 εκ διελεύσεις». Πίσω από τους αριθμούς υπάρχει μια σοβαρή πολιτική διαπίστωση. Οι πολίτες με την ψήφο τους έκαναν πραγματικότητα ένα σημαντικό πολιτικό διακύβευμα: τι θα γινόταν μόλις τα οδοφράγματα άνοιγαν; Οι καχυποψίες ήταν πολλές -και όχι αδικαιολόγητες. Η αντιπαλότητα, ο ρεβανσισμός, το μίσος ήταν εκεί. Αλλά τα 22 εκατομμύρια που πέρασαν τα οδοφράγματα σκέφτηκαν με πιο σύγχρονο τρόπο, δίνοντας σήμα ελπίδας ότι η συνεννόηση μπορεί να γίνει εφικτή πολιτική πράξη. Κανένα επεισόδιο, ελάχιστες προβοκάτσιες σε σχέση με το φορτίο καχυποψίας που κουβαλούν οι δύο κοινότητες εδώ και πολλές δεκαετίες.
Αν οι πολίτες έδειξαν ωριμότητα, δεν επέδειξαν το ίδιο οι πολιτικές ηγεσίες. Αντί να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να διευρύνουν το ρήγμα στην κατοχική γραμμή, αντί να ισχυροποιήσουν το ρεύμα της μνήμης, αντί να προωθήσουν επαφές και διάλογο με τις τ/κ πολιτικές, κοινωνικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις, έμειναν στάσιμες κοιτάζοντας με αμηχανία την εξέλιξη. Έστω και ως μια επώδυνη διαδικασία, οι διελεύσεις έδιναν μια ευκαιρία για να ανοίξει ένας συνεπής διάλογος με τις αντίστοιχες τ/κ οργανώσεις, γεγονός που θα υποβοηθούσε μερικώς τις συνομιλίες σε πολιτικό επίπεδο. Έτσι χωρίς σχέδιο, χωρίς μπούσουλα, οι διελεύσεις από και προς την κατοχική γραμμή έχασαν το κεντρικό πολιτικό τους βάρος, και όχι σπάνια άλλαξαν περιεχόμενο και μετατράπηκαν σε απολίτικη βόλτα -ένα σημαντικό κομμάτι από διελεύσεις ε/κ αφορά επισκέψεις στα καζίνο στην κατεχόμενη Κερύνεια. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, συνέβαλε στην υποβάθμιση του πολιτικού και την αναβάθμιση του παραπολιτικού. Σήμερα μετά από 22 εκατομμύρια διελεύσεις, δεν είναι ασφαλές το συμπέρασμα ότι είμαστε σε καλύτερη θέση από ότι στις 23 Απριλίου 2003. Τότε υπήρχε ελπίδα, μια δυνατότητα προς αξιοποίηση. Η πορεία έδειξε ότι όταν απουσιάζει ένα σχέδιο, αν η πολιτική δεν έχει πυξίδα, τότε οι αριθμοί διολισθαίνουν στο επίπεδο μιας επετειακής ανακοίνωσης…