Εισήγηση στην ιδρυτική συνάντηση του ΟΠΕΚ
Η ευκαιριακή αντιμετώπιση της ιστορίας, η σχεδόν αποσπασματική πορεία στο χρόνο, είναι ένα κλασσικό σύμπτωμα της νεοελληνικής μας στάσης και συμπεριφοράς. Άλλοι καθορίζουν ή επηρεάζουν τις τύχες μας, και εμείς, συνήθως ως επιμηθείς, αντιδρούμε. Καταγγέλλουμε τους κακούς, οι οποίοι δεν έχουν φιλελληνικά αισθήματα, ή και κάνουν συνωμοσίες εναντίον των καλών νεοελλήνων. Το 2000 έχει σωρεύσει εντός του, ένα έντονο πολιτικό περιεχόμενο. Ως χρόνος και στόχος σηματοδοτεί μια ιστορική πρόκληση. Το 2000 όμως, περιέχει και τον εξής κίνδυνο: να γίνει μια ακόμα χρονιά ευκαιρίας όπου δεκάδες «μικρομάγαζα» της πολιτικής θα αχρηστεύσουν την αξία του με τη μέθοδο της σύγχυσης. Και όμως, το 2000 είναι πεδίο μεγάλης πρόκλησης και σαν μέγιστη πρόκληση οφείλει να την αποδεχτεί η Κύπρος. Οι ευθύνες είναι εδώ, αλλά και οι προοπτικές είναι απολύτως συνδεδεμένες με τις ιεραρχήσεις μας, με τις επιλογές μας, με τις δυνατότητες μας να καθοδηγήσουμε τις εξελίξεις. Ο ολοένα και αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός και η συμμετοχή της Κύπρου στην ευρωπαϊκή κοσμογονία δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία στο ότι όσοι αντιληφθούν επαρκώς τη δυναμική των εξελίξεων, θα έχουν σοβαρή θέση σε αυτές. Διαφορετικά θα τεθούν στο περιθώριο, είτε ως σερβιτόροι της ιστορικής εξέλιξης, είτε ως καταγγέλλοντες ουραγοί.
Εν πρώτοις το θέμα του κράτους θα τεθεί σε άμεση συζήτηση. Βασική αρχή πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το κομματικό κράτος στην Κύπρο είναι το κόμμα – Θεός. Το κόμμα δηλαδή που τα ξέρει όλα, που για όλα μεριμνά και για όλα απαιτεί μερίδιο σε ρόλους, σε διανομές λαφύρων. Από τη σημερινή δικομματική κατανομή των εξυπηρετήσεων στη διακομματική ρύθμιση στις σχολικές εφορείες, ή τους ημικρατικούς οργανισμούς. «Τα κόμματα δεν έχουν την ευθύνη για την ευτυχία των ανθρώπων», απαντά ο Μισιέλ Ροκάρ επομένως εκείνο που είναι μια σοβαρή πρόκληση για το 2000 είναι ο διάλογος για νέα σχέση ισορροπίας κράτους – κόμματος. Τα κόμματα σταδιακά να αναζητήσουν ένα πιο συμμετρικό ρόλο ανάλογο με το εκτόπισμά τους. Η διάθεσή τους να κηδεμονεύουν τα πάντα πρέπει να ξεπεραστεί, με πρωτοβουλίες παραχώρησης εξουσίας από τα ίδια τα κόμματα.
Τα πρότυπα εξουσίας που πέρασαν από τη σύντομη κυπριακή ιστορία αφορούν τη στρατηγική κατάκτησης του κράτους από το κάθε φορά φιλοκυβερνητικό κόμμα, τη συντήρηση των πελατειακών σχέσεων των βουλευτών, την ευκαιριακή διανομή παροχών. Το όλο σύστημα συμπληρώνεται με την καχυποψία και τον αλληλοαποκλεισμό, επειδή η βάση του στηρίζεται πάνω στη λογική του διαχωρισμού των πολιτών του σε εχθρούς και φίλους, σε δικούς μας που κατέχουν και σε εχθρούς που πρέπει να αποβληθούν. Αυτό το ιστορικό σύμπτωμα πρέπει να αμφισβητηθεί. Και να αμφισβητηθεί δημιουργικά, με μια διαφορετική διαχείριση της πολιτικής, με μια νέα πρόταση εξουσίας.
Η αυταπάτη πρέπει να πάρει ένα τέλος: δεν μπορεί ένα κόμμα με το να συλλέγει διαρκώς αιτήματα ή διεκδικήσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων, να πιστεύει ότι έτσι μπορεί να συμβάλλει και σε λύσεις των προβλημάτων.
Τα κόμματα διαμαρτυρίας δεν μπορεί να οδηγήσουν την Κύπρο στο 2000. Η αυταπάτη πρέπει να πάρει τέλος: στόχος μιας εκσυγχρονιστικής πολιτικής είναι να αλλάξει τις νοοτροπίες του τύπου «να φύγουν αυτοί από τις εξυπηρετήσεις, τώρα ήλθε η ώρα να πάρουμε εμείς τα λάφυρα μιας εκλογικής νίκης, τώρα ήλθε η ώρα των αδικημένων, που είναι στη δική μας παράταξη». Αυτές οι νοοτροπίες οδήγησαν στον φαύλο κύκλο των πελατειακών σχέσεων, στη διατήρηση του πολιτικού παιγνιδιού που εξαντλείται σε αδιέξοδες ρητορείες και τυφλές πρακτικές. Οδήγησαν στην κρίση αξιοπιστίας της παραδοσιακής πολιτικής και των παραδοσιακών πολιτικών.
Το κοινωνικό κράτος είναι ένα βασικό εργαλείο για τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, την κοινωνική πρόνοια, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής. Όμως, το κράτος πρόνοιας για να επιβιώσει στα χρόνια του σκληρού ανταγωνισμού, πρέπει να έχει χρήματα, και για να έχει χρήματα απαιτείται να εργαστεί διαφορετικά, να αντιμετωπίσει το άνοιγμα συνόρων και ανθρώπων με περισσότερο βάρος στο παραγωγικό μας δυναμικό. Ο κρατικός ή ημικρατικός τομέας μπορούν να χρησιμοποιήσουν βασικά στοιχεία από την ιδιωτικοοικονομική ανάπτυξη, το μάρκετινγκ, την αυτοχρηματοδότηση σε έργα, την οικονομική αυτάρκεια με σύγχρονες μεθόδους. Το κράτος του 2000, για να είναι κοινωνικό δεν μπορεί να είναι και πελατειακό. Οφείλουμε να επιδιώξουμε μια νέα ισορροπία του κρατικού με στον ιδιωτικό τομέα. Να ενισχύσουμε σημαντικά τμήματα και δυνατότητες των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, σε μια νέα ισορροπία, η ψαλίδα να μειωθεί, η ψυχολογία να αλλάξει. Η συνειδητή και προγραμματισμένη ενίσχυση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, δεν μειώνει σε τίποτα την αναγκαιότητα για μια μικρή επανάσταση στον κρατικό τομέα. Σε μια μεγάλη πρόκληση, αυτήν που έχουμε επιλέξει και που αφορά την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχεις πολλές επιλογές για την ανάπτυξη.
Ο εκσυγχρονισμός είναι η απάντηση στην ολοένα και πιο αυξημένη πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Και είναι μέγα βήμα προς τον εκσυγχρονισμό, το να αλλάξει το σύστημα προαγωγών και ανέλιξης στο δημόσιο τομέα, που σήμερα βασίζεται στην ηλικία, στην αρχαιότητα. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική μορφή εξέλιξης, που θα βασίζεται στην ικανότητα, στην αμοιβή της, και όχι στην ισοπέδωση των διαφορετικών. Η πρόκληση του 2000 σημαίνει αποτελεσματικότερο κράτος. Γι’ αυτό, το αποτελεσματικότερο κράτος δεν βάζει στις διοικήσεις του ημικρατικού τομέα, άτομα με κριτήρια την κομματική ταμπέλα. Ανοίγει την πόρτα στους ειδικούς, άρα στην αξιοπιστία του κρατικού μηχανισμού, στον ορθολογισμό χωρίς διαρκείς αμφισβητήσεις.
Η πρόκληση αφορά και τα συνδικάτα. Η αμυντική συμπεριφορά τους, η προσήλωση σε κεκτημένα που δεν συμβαδίζουν με την εξέλιξη, περικλείει τον μέγα κίνδυνο της περιθωριοποίησης τους. Τα συνδικάτα, από πρωταγωνιστές των κοινωνικών μεταβολών, να γίνουν συντηρητικά σχήματα, ζητώντας μόνο και αποκλειστικά, άμεσα εισοδηματικά αιτήματα. Αρνούνται, έτσι, τις αλλαγές, δεν τολμούν ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τι ακριβώς σημαίνει «συνδικάτο του 2000», επομένως η άρνηση τους να προσαρμοστούν στις εξελίξεις, συνιστά σοβαρό κίνδυνο μετατροπής τους σε οφθαλμοφανείς ουραγούς του παιγνιδιού. Οι θεαματικές αλλαγές στην παραγωγική βάση, συνιστούν και θεαματικές αλλαγές στην πρακτική των συνδικάτων.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο, θα επηρεάσει όψεις της «ασιατικής» κοινωνικής μας δομής. Τα αρχηγικά κόμματα, όπου ο χαρισματικός αρχηγός συχνά, ερήμην του κόμματος του, επιβάλλει την κάθε θέληση του, ή και χρησιμοποιεί το κόμμα του, για εντελώς προσωπική χρήση, θα υποστούν ρήγματα. Αυτό θα βοηθήσει ώστε οι πολιτικές αντιπαραθέσεις να αφορούν προγράμματα, και όχι συνθήματα, επιχειρήματα και όχι τυφλή υπακοή σε πρόσωπα. Περιορισμό της δημαγωγίας, άρα συμβολή στο να αποκτήσει η κοινωνία μας κριτική διάθεση, περισσότερη πληροφόρηση, ικανότητα για αυτόνομες αποφάσεις.
Ο Ελληνισμός κινείται σε ένα πολύπλοκο διεθνές περιβάλλον. Η ρευστότητα του, επιβάλλει περισσότερη συμμετοχή στις εξελίξεις, περισσότερη εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις. Αυτό προϋποθέτει μείωση ή και ανατροπή της θεωρίας του ανάδελφου έθνους. Η θεωρία αυτή, ότι σχεδόν όλοι μας επιβουλεύονται, ότι οι ξένοι είναι «εκ γενετής ανθέλληνες», μας οδηγεί σε απομόνωση. Έτσι, ούτε τα επιχειρήματα σου μπορείς να προβάλλεις, επειδή δημιουργείς μια εικόνα στο εσωτερικό, όπου με κανένα δεν πρέπει να συνομιλείς, και σε κανέναν δεν πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη. Το μέγιστο μάθημα του Σκοπιανού είναι πρώτα απ’ όλα μάθημα για την Κύπρο. Εάν θέλεις να υπερασπιστείς με επιτυχία τα εθνικά σου συμφέροντα, λαμβάνεις εν μέρει υπόψη τις γνώμες των εταίρων σου. Όχι μόνο γιατί είναι δεοντολογικά ορθό. Αλλά και γιατί ο συμβιβασμός διαφορετικών συμφερόντων είναι η καθημερινή άσκηση πολιτικής στην Ε.Ε., το κλειδί για να είμαστε στις εξελίξεις. Σε μια μάχη πολυεθνικών συμφερόντων, οι Βρυξέλλες συνιστούν πεδίο για ικανούς παίκτες στη διαπραγμάτευση. Εάν εξαρτιόταν η εξέλιξη της Ε.Ε. από τη Λευκωσία, προφανώς θα βρισκόταν εξαρχής σε αδιέξοδο. Οι συμβιβαστικές συμπεριφορές, που είναι κανόνας στην ευρωπαϊκή δράση, σε μας είναι συνώνυμος της συνθηκολόγησης. Με αυτή τη λογική, κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του για τίποτα, με αποτέλεσμα όταν εξαναγκαζόμαστε να πάρουμε αποφάσεις, αυτές είναι πολύ χειρότερες από ένα χρονολογικά πιο έγκαιρο, νικηφόρο συμβιβασμό.
Η θέση της Τουρκίας στο σύγχρονο κόσμο είναι μια μέγιστη πρόκληση για τον Ελληνισμό. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε όλες τις πιθανές δυνατότητες. Στον Ελληνισμό συμφέρει μια Τουρκία που ενισχύει τους δεσμούς της με την Ε.Ε., οι αιώνιοι αποκλεισμοί δεν αποδίδουν, άρα το ζήτημα είναι για μας, με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα συντελεστεί αυτή η ενίσχυση. Σύνδεση αυτής της προόδου, με την πρόοδο και την ουσία του Κυπριακού είναι, και πρέπει να είναι, οι δικοί μας σχεδιασμοί. Ήδη η Τουρκία έκανε τη μεγάλη στροφή, έστω και παρασκηνιακά: συζητά την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. κάτω από ορισμένους όρους, αλλά ταυτόχρονα ζητά ως αντάλλαγμα, να έχει προνομιακές σχέσεις με τις Βρυξέλλες, ώστε, είτε ταυτόχρονα είτε αμέσως πιο ύστερα, να γίνει, σχεδόν, πλήρες μέλος.
Το τουρκικό φαινόμενο θα παρουσιάσει αλλαγές, το 2000 θα υποχρεωθεί να βελτιωθεί μερικώς. Τα προσεχή 3-4 χρόνια, ίσως αποδειχθούν σημαντικά. Η ένταξη στην Ε.Ε. ενδυναμώνει και την προοπτική της λύσης στο Κυπριακό. Η σύνδεση της Κύπρου με τους μηχανισμούς ασφάλειας στην Ευρώπη, τη Δ.Ε.Ε. και το πρόγραμμα «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» είναι δύο ακόμα προσκλήσεις για το κυπριακό μέλλον. Μαζί με την Ε.Ε. υπάρχει ο στρατιωτικός βραχίονας, η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση. Έστω κι εάν η Δ.Ε.Ε. ακόμα ψάχνει να βρει τον εαυτό της, είτε ως αυτόνομη στρατιωτική δομή, είτε ενσωματωμένη με ορισμένο τρόπο στην ΕΕ, αυτό δεν παύει από του να έχει το κυπριακό της ενδιαφέρον.
Η αναγκαιότητα είναι προφανής: η Λευκωσία οφείλει να γίνει μέλος της Δ.Ε.Ε., ώστε όχι μόνο να αποκτήσει ένα στάτους στον αμυντικό σχεδιασμό της Ευρώπης, αλλά και να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή μας πολιτική. Κατ’ αυτό τον τρόπο, συμπληρώνεται η σημερινή «μισή» μας πορεία, και προχωρούμε σε μια πολιτική ανοικτών οριζόντων με δεδηλωμένες προθέσεις και τεκμηριωμένες θέσεις.
Η πρόκληση του 2000, αφορά πολιτικές συμπεριφορές που ακυρώνουν τη μαζική δράση και συμμετοχή. Η προσωποποιημένη διαχείριση των εθνικών θεμάτων στην Αθήνα, χωρίς συλλογικούς θεσμούς, αφαιρεί πολλά από την εθνική προσπάθεια, την οδηγεί σε στενές συλλήψεις και μισές κινήσεις, όπου το ένα κόμμα ακυρώνει το άλλο, μόλις ανεβεί στην εξουσία. Στην Κύπρο, η ευκαιριακή λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου, η έλλειψη τεκμηρίωσης- τεχνοκρατικής, διπλωματικής, επιστημονικής- έχει εξαντλήσει τα όρια δράσης του. Το Εθνικό Συμβούλιο έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδα, επειδή η παραγωγή πολιτικής είναι απούσα, και όχι σπάνια, έχει παρουσιάσει την εικόνα μιας παρέλασης υπό διάλυση.
Η στασιμότητα, οι απλουστεύσεις, οι παραδοσιακές νοοτροπίες, έχουν οδηγήσει στη ψευδαίσθηση, ότι η πρόοδος και η ανάπτυξη είναι μια υπόθεση εύκολη, γρήγορη, και ότι υπακούει σε ‘’επαναστατικά επαγγέλματα’’. Η ανάπτυξη δεν συντελείται μόνο σε οικονομικά μεγέθη ( πληθωρισμός, κατά κεφαλήν εισόδημα κτλ). Η κοσμογονία την έχει αναθεωρήσει. Η ανάπτυξη συντελείται πλέον σε κρίσιμους τομείς: αυτούς που αφορούν λ.χ. το είδος και την έκταση της πληροφόρησης, αφού ζούμε στην κοινωνία της πληροφορίας και της πληροφορικής. Η ανάπτυξη του 2000 σημαίνει αλλαγές, ανατροπές, μεταρρυθμίσεις, άρα συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, με βάση ένα σχέδιο για την ένταξη σε ένα υπερεθνικό σύνολο, την Ευρωπαϊκή Ένωση των 21 κρατών-μελών, το 2000.
Αυτό το διεθνές περιβάλλον, παίζει πλέον καθοριστικό ρόλο για τις εσωτερικές μας επιλογές. Αυτό το διεθνές περιβάλλον, ορίζει και το πλαίσιο και την ποιότητα του εκσυγχρονισμού μας. Η άρνηση μας σε αυτήν την μετεξέλιξη, η επιμονή σε ότι αποκαλείται ‘’ διατήρηση των κεκτημένων ’’, χειροτερεύει την κατάσταση, πάντα, εν ονόματι λαού, των εργαζομένων, στην ουσία όμως οδηγεί σε διάψευση των ελπίδων των εργαζομένων, σε μια ήττα χωρίς αιτία. Μια σειρά από γεγονότα πείθουν ότι σε αυτό τον χρονικό ορίζοντα- έως το 2000 – οι αναγκαίες αυτές αλλαγές αναζητούν να έχουν τον οργανικό εκείνο φορέα που θα συντελέσει στις ριζικές μεταβολές που θα ενισχύσουν την ενσωμάτωση της κοινωνίας μας στον κόσμο του 2000. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η αγωνία και ο αγώνας για την Κύπρο του αύριο, απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Τα εθνικά θέματα θα κινηθούν προς νέες τροχιές. Η στρατηγική της καχυποψίας δεν βοηθά στην αντιμετώπιση τους. Το ρίσκο για την ειρήνη θα είναι μια διαρκής πρόκληση.
Αλλά, το 2000 ανήκει σε εκείνους που μπορούν να πάρουν αποφάσεις, να τολμήσουν τον εκσυγχρονισμό, να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις με σχέδιο και αισιοδοξία.
Λευκωσία, 1997