Εξωτερική πολιτική και άμυνα στην ανατολική μεσόγειο
Η Κύπρος μέσα από τους αιώνες απέδειξε με έργα πόσο αυθεντική είναι η σχέση ανάμεσα στην πολιτική, την γεωγραφία, τις διεθνείς σχέσεις και τις πρακτικές που επιβάλλουν τα συμφέροντα. Από αυτό το σημείο μπορεί να αναλύσει κανείς και τις σημερινές ιδιαιτερότητες. Η τουρκική εισβολή άλλαξε τις ισορροπίες στην Κυπριακή Δημοκρατία και σήμερα καλούμαστε να δώσουμε μάχες, ιδέες και προτάσεις πάνω σε συγκεκριμένα ισοζύγια δυνάμεων. Δεν χωράει αμφιβολία πως ότι σημαντικότερο έχει να παρουσιάσει η Κύπρος σε μακροπολιτικό επίπεδο, αυτό αφορά την πορεία ένταξης στην Ε.Ε. Εξ’ αυτού προκύπτουν τα άλλα ως παράγωγα, ως πτυχές του κυρίαρχου στόχου. Στην ευρεία ανατολικό μεσογειακή περιοχή η Κύπρος μπορεί να αναπτύξει περιφερειακούς ρόλους, μόνο εάν κατανοήσει την σημασία της σταδιακής ενσωμάτωσης της στους μηχανισμούς και τα προγράμματα ασφαλείας στην Ευρώπη. Η δύναμη της Λευκωσίας θα αυξηθεί και οι δυνατότητες θα βελτιωθούν εάν αντλεί η ίδια κύρος από τις επιλογές της και τη συνεπή στήριξη στις παμπάλαιες όσο και σύγχρονες αξίες στις διεθνείς σχέσεις. Στη σύμπτωση συμφερόντων, τις στρατηγικές συγκλήσεις που προκύπτουν μόνο από ανάδειξη μιας κοινότητας αμοιβαίως επωφελών ρυθμίσεων. Με άλλα λόγια εάν και εφόσον η Κύπρος αναπτύσσει τους δεσμούς της με τα συστήματα ασφαλείας στην Ευρώπη, – Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, προγράμματα της ΚΕΠΠΑ, και Κοινός Ευρωπαϊκός Στρατός – ενισχύει ταυτόχρονα το ρόλο της στην πολύπλοκη, αντιφατική και ασταθή γεωπολιτική ζώνη της Μέσης Ανατολής.
Ο ισχυρός άξονας Τουρκίας – Ισραήλ επιτρέπει ορισμένες αναπροσαρμογές και εν μέρει θα επηρεάζεται από τις μελλοντικές σχέσεις Ισραήλ – Συρίας και ασφαλώς από την θέληση της Ελλάδας να δημιουργήσει νέες ισορροπίες στις σχέσεις της με το Ισραήλ – επίσκεψη Κρανιδιώτη, Στεφανόπουλου στο Ισραήλ. Η Κυπριακή Δημοκρατία πιέζεται διπλά (Αττίλας, Αγγλικές Βάσεις) σε ότι αφορά τις δυνατότητες της να κάνει εντυπωσιακά ανοίγματα στην γεωπολιτική μας ζώνη. Ωστόσο δυνατότητες υπάρχουν, οφείλουμε να τις δοκιμάσουμε. Άλλωστε λόγω μεγέθους δεν μπορούμε να κάνουμε άξονες μπορούμε όμως να οικοδομήσουμε ισχυρές διπλωματικές σχέσεις σε επιμέρους ενότητες (ιατρική, πολιτισμός, γεωργία κα.) και κυρίως να τονίσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μας ως μία κομβική γεωπολιτική αξία. Το Ισραήλ λ.χ. δεν θα ήθελε μια Κύπρο υπό την κηδεμονία της Τουρκίας με ανεξέλεγκτη διάθεση. Κατά συνέπεια και οι συνεργασίες Τουρκίας – Ισραήλ έχουν οροφή, ορίζονται και διαφορετικούς στόχους.
Μέσα στα εφικτά όρια ανάπτυξης ενός δημιουργικού ρόλου για την Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει η δραστηριότητα της για να γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε. το 2004. Ήδη πρώτο το Ισραήλ (πριν 3 μήνες) αναζήτησε στη Λευκωσία την πληροφόρηση για θέματα λειτουργίας της Ε.Ε. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής θα αναζητήσουν μια νέα ταυτότητα μόλις αποβάλουν τα βοναπαρτικά καθεστώτα τύπου Άσσαντ ή Μουμπάρακ. Εάν η Κύπρος αξιοποιήσει την θεσμική πρόοδο της σε σχέση με την Ε.Ε. τότε θα προβληθεί ως η φυσιολογική γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις Βρυξέλλες και ορισμένες χώρες της Α. Μεσογείου. Εύκολες επιλογές δεν υπάρχουν γι’ αυτό και κάθε εξέλιξη θέλει σχέδια, δοκιμές, τόλμη, ρεαλισμό. Πιο εύκολη είναι η σημερινή εικόνα την οποία περιβάλλει η ακινησία, η αδράνεια, η ομφαλοσκόπηση. Η Κυπριακή Κυβέρνηση αποφεύγει κάθε πρωτοβουλία, το Εθνικό Συμβούλιο υπολειτουργεί ενώ τα κόμματά μας συχνά επαναλαμβάνουν τα στερεότυπα του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε παραγωγή πολιτικής, θεσμούς που θα την στερεώσουν, κινήσεις που θα επιτρέψουν στην πατρίδα μας να έχει ρόλο, άποψη, ιδέες για ότι μας περιβάλλει. Η περιχαράκωση ή η στείρα καταγγελία φαινομένων της Παλαιάς ή της Νέας Τάξης, δεν οδηγούν παρά μόνο σε αγκυλώσεις απέναντι σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Είναι πιο ρεαλιστικό να είσαι ένας περιφερειακός παίκτης στη δική σου ζώνη ακριβώς για να μεγιστοποιείς τα οφέλη σου και να ελαχιστοποιείς τα αρνητικά και τις ζημιές. Το Ελσίνκι προσδιόρισε ορισμένα νέα στοιχεία στις συνολικές Ε/Τ σχέσεις. Το τουρκικό ζήτημα μπήκε σε νέα φάση στην οποία κυριαρχούν οι διακηρύξεις και οι προθέσεις. Επί της ουσίας στο Κυπριακό η Άγκυρα παραμένει προσηλωμένη στις κλασσικές διχοτομικές θέσεις της, ενώ στο Αιγαίο τα μικρά βήματά της στοχεύουν και σε «απομόνωση» του Κυπριακού, σε παραπομπή σε λύσεις που επιβάλλει ο χρόνος.
Η αξία του τουρκικού οικοπέδου παραμένει ιδιαιτέρως υψηλή για τις Η.Π.Α. κυρίως σε ότι αφορά την Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Οι αποτυχίες όμως της Τουρκίας στα Βαλκανικά σχέδια της βεβαιώνουν πως ο Ελληνικός πρώτος ρόλος στα Βαλκάνια έχει κατακτηθεί με γοργούς ρυθμούς. Στα νέα συστήματα ασφαλείας, στα υποσυστήματα της Ανατολικής Μεσογείου τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος έχουν ρυθμιστικούς ρόλους να αναδείξουν, έχουν δυνατότητες να είναι χώρες – κλειδιά για περιφερειακές σχέσεις, ανοίγματα, κινήσεις στο σκάκι της ισχύος. Οι δικές μας αδράνειες ενισχύουν τις τουρκικές πρωτοβουλίες. Οι ανακατατάξεις δημιουργούν κενά και τα κενά θέλουν παίκτες με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση για να συμπληρωθούν. Σταθερά η εξωτερική πολιτική διασυνδέεται απολύτως με τις εσωτερικές μας δυνατότητες. Η ολοένα και ισχυρότερη αμυντική ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αξιοκρατία, η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την τεχνολογική πρόοδο, οι μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας και στο χώρο της διοίκησης συνιστούν ένα πλαίσιο που χρειάζεται η πατρίδα μας.
Είναι οι προϋποθέσεις για να ασκήσουμε σύγχρονη εξωτερική πολιτική.
Η στρατηγική της περιχαράκωσης, της καταγγελίας, της ηρωϊκής εσωστρέφειας είναι μια στάση ιδιαιτέρως συντηρητική, δεν προωθεί τα συμφέροντα μας, δεν κτίζει στην εποχή των ανοικτών κοινωνιών, και οδηγεί σε σταδιακές ήττες. Ούτε είναι δυνατόν να σπαταλούμε ανεξακρίβωτο αριθμό ωρών για τις εξυπηρετήσεις και τα ρουσφέτια, την ίδια στιγμή που δεν αφιερώνουμε ούτε μια παραγωγική ώρα για τις εξωτερικές δράσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι όμως πατριωτική μας υποχρέωση να αλλάξουμε αυτές τις αναχρονιστικές πρακτικές. Είναι ώριμο αίτημα, η κοινωνία μας να μπει στη νέα εποχή με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση. Η απάντηση είναι κατ’ εξοχήν πολιτική, γι’ αυτό και πολιτικές είναι οι λύσεις.
Είναι δε, άξιον σημειώσεως πως η Κυπριακή Κυβέρνηση με την λαμπρή απουσία της – από την Κολονία έως το Ελσίνκι – υπέκυψε στις εσωτερικές της αντιφάσεις, και το φόβο απέναντι σε ένα πολιτικό ρίσκο. Έτσι, σήμερα εκφράζει μια κάποια ικανοποίηση, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, θα κρατούσε αποστάσεις, ενθυμούμενη την περιπέτεια με τους ρωσικούς πυραύλους. Οι θεατές παριστάνουν τις Κασσάνδρες, οπαδοί της μεμψιμοιρίας και της σύγχυσης, επιδιώκουν να οδηγήσουν την κοινή γνώμη στον φαύλο κύκλο της απόγνωσης, της στασιμότητας. Όμως, η ιστορία δεν γράφεται με την απουσία. Γίνεται από εκείνους που σχεδιάζουν εφικτές δράσεις, συνθέτουν προτάσεις, παλεύουν για την εξέλιξη μας, για την ένταξή μας στην πιο δημιουργική κοινότητα πολιτών, την Ε.Ε. Στο Ελσίνκι δεν σημειώθηκε το τέλος της ιστορίας. Υπήρξε μια πρόοδος, ένα βήμα προς τα εμπρός για την Κύπρο, το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, και ασφαλώς στο ζήτημα της δημοκρατίας στην Τουρκία, μέσα από τον εξελικτικό «εκδυτικισμό» της. Στο Ελσίνκι, ωστόσο, υπήρξε μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήττα. Ηττήθηκαν οι «πολιτικές» της αμετροέπειας, της αναντιστοιχίας λόγων και έργων, της ρητορικής κατατρόπωσης των εχθρών. Έτσι , είχαμε ένα δημιουργικό βηματισμό, γιατί ξέφυγε η ελληνική διπλωματία από τις φοβίες του πολιτικού κόστους. Το «πλαίσιο Κρανιδιώτη» για το Ελσίνκι, έγινε δημοσίως γνωστό στις 12 Ιουλίου 1999.
Ο παλαιοκομματισμός, ως έκφραση της απουσίας επαγγελματισμού και πνεύματος ευθύνης, παρακολουθεί την ιστορική εξέλιξη με αμηχανία, ψελλίζει διάφορα, αλλά πλέον ολοένα και περισσότεροι πολίτες στην Κύπρο, αναζητούν νέες κατευθύνσεις, νέες προσεγγίσεις. Στην εισαγωγική μου παρέμβαση έχει τη δική του θέση ο αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου. Ο Γιάννος Κρανιδιώτης θεμελίωσε τη μάχη προς το Ελσίνκι, συνέβαλε στη συγκρότηση του διαπραγματευτικού πακέτου, ως αναπληρωτής ΥΠΕΞ.
Σε μια άλλη εκδήλωση του ΟΠΕΚ, στις 22 Απριλίου του 1998 στη Λευκωσία, ο Γιάννος Κρανιδιώτης τόνιζε πως «ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, και η μελλοντική ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., θα αποδειχθεί ταυτόχρονα και η σημαντικότερη κίνηση για τον εκσυγχρονισμό της κυπριακής κοινωνίας. Η προοπτική αυτή δημιουργεί νέες συνθήκες, νέα δεδομένα, που θα επηρεάσουν καθοριστικά και απόλυτα τη λειτουργία σε κάθε τομέα της κυπριακής ζωής. Μια συνεχής μεταρρύθμιση θα δημιουργήσει νέα πρότυπα…».
19 Μαίου 2000, Πάφος
Ομιλία σε εκδήλωση του Ο.Π.Ε.Κ.