Ελλάδα – Κύπρος και S300
Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος εισηγείται πέντε άξονες για την άσκηση σωστής εξωτερικής πολιτικής: Επαρκής Πληροφόρηση / Σωστή Εκτίμηση / Στάθμιση της σχέσης κόστους – ωφέλειας / Παραμερισμός της ιδιοτέλειας, κομματικής ή προσωπικής / κατάλληλη διπλωματική, διοικητική υποδομή.
Στη Λευκωσία οι πέντε αυτοί άξονες έχουν μια λαμπρή περίοδο αστάθειας και επινοήσεων. Απουσιάζει η θεσμική στήριξη του Εθνικού Συμβουλίου, οι συλλογισμοί, οι κομματικές διαδικασίες για ευρύτερου κύρους δράσεις. Η κυπριακή διπλωματία κινείται σε περιορισμένο αριθμό πρωτευουσών. Απέναντι μας έχουμε μια πολύ καλά οργανωμένη τουρκική διπλωματία, η οποία στο ζήτημα των S300 εφάρμοσε την από το 1922 διαπίστωση του Λόυδ Τζωρτζ: «Ο Τούρκος είναι ανατολίτης. Γνωρίζει πολλά. Ίσως, γνωρίζει πάντα την αξία του χρόνου, αλλά στη διπλωματία επιδιώκει πάντα να κερδίζει χρόνο…»
Το ερώτημα σήμερα είναι πολυδιάστατο: Εάν ο βασικός στόχος του προέδρου Γ. Κληρίδη για τους S300, ήταν μια κίνηση για απόκτηση ενός πολιτικού / διπλωματικού πλεονεκτήματος, σημαίνει ότι είναι μια κίνηση στο σκάκι με διαπραγματευτική διάσταση. Στο πολιτικό εκκρεμές όμως, αυτό που μετρά είναι η αξιοποίηση του πλεονεκτήματος με σημαντικά ανταλλάγματα σε χρόνο που εσύ επιλέγεις. Τίποτα από αυτά δεν συνετελέσθη. Τα συνεχή χρονοδιαγράμματα για τους S300 έγιναν βασικό ατού για τις αξίες της τουρκικής διπλωματίας. Είμαστε στη δωδεκάτη ώρα, κάτω από πίεση και πιθανά ανταλλάγματα (ωφέλεια) θα είναι κατώτερα από πιθανές προσδοκίες (κόστος μεγαλύτερο του οφέλους).
Στο γενικό επίπεδο, τα ζητήματα ασφάλειας της Δύσης έχουν πρώτο λόγο στη δική μου ανάλυση. Σήμερα, στη Λευκωσία, ουδείς πολιτικός οργανισμός έχει διαμορφώσει σκέψεις, θέσεις για ότι καλείται σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη. Κάθε σημαντική κίνηση της Λευκωσίας (στρατιωτικού χαρακτήρα με διεθνείς διαστάσεις) θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτή τη διάσταση, να οικοδομείται σε διεθνείς σταθερές με κριτήρια συμβατά σε υπαρκτούς συσχετισμούς στο διεθνές σύστημα. Η απουσία πολιτικής σε αυτό το ζήτημα, κοστίζει και στο θέμα των S300. Δεν πείσαμε ότι η αγορά τους εξυπηρετεί, μερικώς έστω, τις δυτικές αναλύσεις περί ασφάλειας. Αντίθετα, αρκετοί πίστεψαν ότι έτσι η Ρωσία αποκτά ορισμένα πλεονεκτήματα σε στρατηγικά «ευαίσθητους» χώρους στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εάν θεωρήσαμε ότι με το τέλος του ψυχρού πολέμου όλα στις ιστορικές σχέσεις Δύσης – Ρωσίας έχουν μαραθεί, απλώς δεν είδαμε τις πραγματικότητες. Δυστυχώς για εμάς, όλοι οι παράγοντες του διεθνούς συστήματος έχουν αντίθετη άποψη από τη Λευκωσία, πιέζουν, συμβουλεύουν, απειλούν. Έτσι, ότι σήμερα είναι εξέλιξη για εμάς, συντελείται σε συνθήκες, πιέσεων, έλλειψης επιλογών. Ο σχεδιασμός στα ζητήματα ασφάλειας της Ευρώπης, Κύπρος – Συνεταιρισμός για την Ειρήνη, Κύπρος – Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, είναι, πλέον οι τρεις πυλώνες για να είμαστε παρόντες στην ουσία μιας αμυντικής δυνατότητας και όχι να κάνουμε συνοικιακά παιχνίδια, χωρίς ευρύτερες αντιλήψεις, χωρίς ευρύτερες διασυνδέσεις.
Η ομφαλοσκόπηση οδηγεί στα σημερινά αδιέξοδα. Οι πολιτικές ασφάλειας Κύπρου – Ευρώπης, συμβάλλουν στη δική μας γνώση, σε αμοιβαίες κινήσεις, είναι στοιχεία που παράγουν ορθολογισμό, αποτέλεσμα. Χωρίς αυτό το προαπαιτούμενο, οι επινοήσεις οδηγούν σε εντυπωσιακού βαθμού περιπέτειες. Πέρα από τις διεθνείς διαστάσεις της, η ιστορία με τους S300 έχει την εθνική, την Ελλαδοκυπριακή διάστασή της. Τη δυνατότητα όπως Λευκωσία και Αθήνα διαμορφώνουν σε κλίμα εθνικής ευθύνης, θέσεις, γραμμές, αξιολογήσεις.
Η Αθήνα δια χειρός Θ. Πάγκαλου (Απρίλης,1998) πρότεινε την δημιουργία μιας «Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων» πάνω από την Κύπρο, με την εγγύηση του ΝΑΤΟ. Η πρόταση αυτή υπήρξε χρήσιμη : Θέτεις του S300 σε μια διαδικασία κόστους – ωφέλειας, λειτουργείς σε ένα πολιτικό σκάκι, προσπαθείς με διπλωματικά επιχειρήματα να προσπελάσεις ένα διαφαινόμενο αδιέξοδο. Η Λευκωσία δεν έδωσε καμιά στήριξη στην πρωτοβουλία Πάγκαλου. Τα κόμματα σιώπησαν, η κυβέρνηση έμεινε σε αμηχανία. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ο Πρόεδρος Κληρίδης στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. (25/9/1998) δεν βρήκε να πει ούτε μια λέξη για την πρωτοβουλία Πάγκαλου. Δεν είναι κανείς, βέβαιος, για το πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα, εάν χειριζόμασταν αλλιώς το ζήτημα αυτό. Αλλά, το να είσαι παρών, να παλεύεις ένα σενάριο, να κινείσαι πριν είναι αργά, είναι δείγμα ώριμης διπλωματικής σκέψης. Ο Κώστας Σημίτης το είπε πολύ καθαρά στη βουλή των Ελλήνων: «Η στρατηγική της περιχαράκωσης και της στασιμότητας, ισοδυναμεί στις μέρες μας με παραίτηση. Είναι ο δρόμος της μακρόσυρτης εθνικής ήττας». (Αθήνα, 6/5/1996).
Υπάρχει σταθερά η επιτακτική ανάγκη για διαρκή συνεννόηση Αθηνών – Λευκωσίας. Θέματα αμοιβαιότητας, όπως η άμυνα, θέματα ενδεχόμενων διαφορετικών εκτιμήσεων τίθενται στη διαδικασία μας «ολικής συνεννόησης». Ή πείθεις, ή πείθεσαι. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Συνθέτεις, κατανοείς, κινείσαι με αίσθημα «ολικής ευθύνης».
Στο γενικό επίπεδο, οι ρήξεις με τον αντίπαλο σου είναι θεμιτές και χρήσιμες από τη στιγμή που εσύ επιλέγεις το χρόνο, τα μέσα, τις συμμαχίες, τους σκοπούς. Για να είναι αυτές πιο παραγωγικές χρειάζεται μια συνολική προσπάθεια, για συνολική ενδυνάμωση της Κύπρου. Μια οικονομία ανταγωνιστική, ένα σύγχρονο κράτος, νέες πολιτικές για την αξιοκρατία, το συνδικαλισμό, τον πολιτισμό, τις κοινωνικές μας ιεραρχήσεις και πρακτικές. Τα οπλικά συστήματα, ισχυροποιούν τη θέση σου, σε ένα βαθμό. Όμως, πολλαπλασίως την αδυνατίζουν όταν την ίδια στιγμή ασκείσαι στο μαγικό κόσμο των εξυπηρετήσεων, της διανομής λαφύρων στα «δικά μας παιδιά» στην αποδυνάμωση, εντέλει, του θεσμικού και ψυχολογικού παράγοντα που ισχυροποιεί τις πολιτικές σου δυνατότητες.
Στο συνολικό σχεδιασμό μας προέχει να βλέπουμε και συνολικές στρατηγικές. Ελιγμοί, αξιολογήσεις, προτεραιότητες οφείλουν να είναι σε μια σφαιρική ερμηνεία αυτής της συγκυρίας. Βασικά στοιχεία αυτού του πολιτικού χρόνου είναι: Η Τουρκία επιδιώκει την ένταση, πιθανόν να θέλει μια σύντομη περιπέτεια με τους S300 για τρεις βασικούς λόγους:
– Αισθάνεται ότι λειτουργεί υπέρ της το γεγονός ότι διεθνώς οι φίλοι των S300 είναι ελάχιστοι, άρα πιθανώς να εμφανιστεί ως ο «υπέρμαχος» της δυτικής ασφάλειας, θέτοντας τους S300 σε κάποιου είδους ομηρία.
– Υπάρχει στην Τουρκία μια παρατεταμένη ρευστότητα. Τα κέντρα εξουσίας είναι σε αναζήτηση ρόλων, άρα το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, φαίνεται αυτήν την περίοδο να είναι παντοδύναμο. Οι εκλογές τοποθετούνται τον Απρίλη του 1999.
– Έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα στην κοινή γνώμη της χώρας αυτής, ότι οι S300 αποτελούν απειλή για ότι εκείνη ονομάζει «εθνικό γόητρο», επομένως διαπλέκονται με στοιχεία εσωτερικής κατανάλωσης.
Η Ελλάδα έχει τις δικές της εθνικές προτεραιότητες. Σε αυτή την συγκυρία, εκείνο που καθιστά την Ελλάδα ισχυρή, την θέτει σε άλλη πολιτική διάσταση, είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας, η μεγάλη προσπάθεια για να βγει από τη θέση του «δύστροπου εταίρου της Ε.Ε.», να έχει φωνή, κύρος, ρόλο στις διεθνείς σχέσεις της. Να διαμορφώνει πολιτικές περισσότερης ισχύος, να είναι μέσα στην λέσχη των ισχυρών στην αυριανή αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Αυτός ο στόχος ωφελεί πρώτιστα την Κύπρο, γι’ αυτό οι εθνικοί στόχοι πρέπει να είναι ξεκάθαροι, να έχουν πολύπλευρη στήριξη. Άρα η Αθήνα επιλέγει την πολιτική της «μη έντασης» σε συνδυασμό με νέες αμυντικές πολιτικές. Η αμυντική προσπάθεια είναι σταθερά η άλλη διάσταση της εθνικής ισχύος: Η Αθήνα αποφασίζει την αγορά (10/10/98) όπλων αξίας 1 τρις δραχμών – τέσσερα συστήματα Πάτριοτ από Η.Π.Α., 21 αντιαεροπορικά συστήματα TOR από Ρωσία κλπ.
Μέσα σε αυτά τα δεδομένα οφείλουμε να έχουμε μια αντίληψη για το όλο και να το αξιολογούμε με αίσθημα ευθύνης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε ανάλογη περίπτωση (Οκτωβριανά 1931) ήταν σαφής: «Αλλά εφόσον εγώ κυβερνώ, εγώ έχω τας ευθύνας και εγώ θα κατευθύνω την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος. Δεν μπορώ να είμαι εις τα νέφη όταν αι αντικειμενικαί συνθήκαι δεν μου εξασφαλίζουν έδαφος επιτυχίας … δεν μπορώ να διακινδυνεύσω εγώ το όλον δια το μέρος».
Σήμερα το εσωτερικό μέτωπο στην Κύπρο είναι εν πολλοίς σε σύγχυση, ορισμένες δυνάμεις έχουν ειδικούς λόγους να δημιουργούν κλίμα καχυποψίας, απογοήτευσης, ενστάσεων στις σχέσεις Κύπρου – Ελλάδας. Το εθνικό μας σπορ με σχετική ευκολία ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Κομματικοί ή προσωπικοί υπολογισμοί είναι πάνω από το αίσθημα εθνικής ευθύνης.
Αυτό το σκηνικό ικανοποιεί πολλούς και πολλαπλώς: Διατηρεί αδιατάρακτο το μπλοκ εξουσίας υπό το Γ. Κληρίδη, διατηρεί την συνοχή στο ΔΗ.ΣΥ και ότι το δύσκολο πάει κατευθείαν στην Αθήνα. Αυτό το εντυπωσιακό μίγμα μικροκομματικής ανευθυνότητας τρέχει με ταχείς ρυθμούς. Όσοι έχουν πάρει το πιο μεγάλο ρίσκο για το χθες των S300, αρνούνται να αναλάβουν την οποιαδήποτε ευθύνη. Επιχειρούν με ευκολία να κάνουν εξαγωγή των δικών τους αδιεξόδων, να μετακυλήσουν τις ευθύνες σε ότι εκτιμούν ότι είναι ο αντικειμενικά αδύνατος κρίκος στις κυπριακές κομματικές ισορροπίες. Η ομολογουμένως πρωτότυπη σκέψη του προέδρου της ΝΕ.ΔΗ.ΣΥ. Γ. Ιωάννου διατυπώθηκε εν δήμω: «Να μην τολμήσει ο Σημίτης να θυσιάσει την αμυντική ικανότητα της Κύπρου στο βωμό της ΟΝΕ» (06/12/98). Δεν ολοκληρώθηκε η απειλή αλλά είναι σαφές ότι αυτό που προέχει είναι η εσωτερική ομαλότητα στο ΔΗ.ΣΥ. Όλοι πρέπει να γνωρίζουν πως η αμυντική ικανότητα της Κύπρου αναβαθμίστηκε πολύ τα τελευταία χρόνια και ότι η ΟΝΕ δεν είναι «βωμός» αλλά μείζονος σημασίας εθνικός στόχος.
Το μέγιστο μάθημα αφορά την κυβέρνηση, αφορά και όλο το πολιτικό μας σύστημα. Κάθε σημαντική κίνηση μας επιβάλλεται να γίνεται με σφαιρική γνώση των δεδομένων, να παρακολουθούμε κάθε εξέλιξη στις επιλογές μας, να αξιολογούμε με ορθολογισμό αρχικούς υπολογισμούς και ενδεχόμενες νέες εξελίξεις. Οι σημερινές διεργασίες στο εσωτερικό μας μέτωπο, πείθουν και τους πλέον αφοσιωμένους φίλους της πολιτικής και των πολιτικών του χθες πως κάτι πρέπει να αλλάξει στο πολιτικό μας μωσαϊκό. Οι αγκυλώσεις του παρελθόντος, άσκηση πολιτικής με εσωτερικά ελατήρια, η μετατροπή της άμυνας σε διαφημιστικό προϊόν, οι τεχνικές πολώσεις που επιχειρούν να συσκοτίσουν τα ουσιώδη, είναι πτυχές μιας πιο ορατής πορείας προς την παρακμή.
Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πορεία. Στα πολύπλοκα ζητήματα να επιλέγουμε σύνθετες λύσεις, στην κομματική «ιδιοτέλεια» να προτείνουμε νέες πολιτικές. Να ερμηνεύσουμε την αυριανή Κύπρο με νέο ήθος.
Ο Κώστας Σημίτης διαγράφει μια τέτοια «κυπριακή» προοπτική:
«Χρειάζεται υπέρβαση της παραδοσιακής πολιτικής. Είναι αναγκαίες οι συγκρούσεις. Συγκρούσεις με τις κατεστημένες πρακτικές, με την αδιαφορία των εκπαιδευμένων στην υποταγή, με τα συμφέροντα που δεσπόζουν χάριν στα ελαστικά ηθικά κριτήρια, την μετριότητα, την διαφθορά. Χρειάζεται πολιτικής ανατροπής απέναντι στην διολίσθηση προς την παρακμή. Πολιτική ανατροπής δεν σημαίνει χαρακώματα και οδομαχίες. Οι μάχες δύνονται σήμερα με όπλα τις ιδέες, την επικοινωνία, το πρόγραμμα, την συνέπεια. Χρειάζεται στράτευση, κινητοποίηση, πάθος. Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία».