Ελσίνκι: 10 χρόνια μετά
Συμπληρώθηκαν στις 11 Δεκεμβρίου 2009 δέκα χρόνια από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι. Το στοίχημα πριν από τη Σύνοδο ήταν πολύπλοκο και η τελική νίκη της ελληνικής διπλωματίας ιδιαιτέρως σημαντική. Ίσως η πιο σημαντική τις τελευταίες δεκαετίες. Στις 12 Ιουλίου 1999 ο Γ. Κρανιδιώτης με συνέντευξή του στο Reuters, (Jeremy Gaunt, 12 Ιουλίου 1999 ) διατύπωσε την ελληνική στρατηγική ενόψει της επόμενης Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999: «Εάν η Τουρκία αποτύχει να εκπληρώσει τα κριτήρια (επίλυση του κυπριακού, καλύτερες σχέσεις με την Ελλάδα, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία) και τα μέλη της ΕΕ επιθυμούν να της προσφέρουν κανονική υποψηφιότητα, ενδεχομένως στη Σύνοδο Κορυφής τον προσεχή Δεκέμβριο, τότε η Ελλάδα μπορεί να το αποδεχθεί αυτό κάτω από δύο προϋποθέσεις. Πρώτα, εγγυήσεις ότι η ένταξη της Κύπρου θα προχωρήσει απρόσκοπτα, χωρίς η λύση στο κυπριακό να είναι προϋπόθεση και δεύτερο δημόσια δήλωση αλληλεγγύης από την ΕΕ στο Αιγαίο».
Ο Γ. Κρανιδιώτης έχασε τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα στο Βουκουρέστι στις 14 Σεπτεμβρίου 1999 και το σχέδιό του έφεραν σε αίσιο πέρας τον Δεκέμβριο του 1999 ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης και ο Υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου.
Τo Κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι αναφέρει ότι «η επίλυση του πολιτικού προβλήματος θα διευκολύνει την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς η ανωτέρω να αποτελέσει προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία». Ταυτόχρονα μέσα στα ίδια συμπεράσματα επετεύχθη μια σημαντική αναφορά για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Αλλιώς «θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο στα τέλη του 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά , ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία με στόχο να προαγάγει την επίλυσή της μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου..».
Το κυπριακό για χρόνια ανήκε στη σφαίρα δράσης του ΟΗΕ. Αποτυχίες, αδιέξοδα για δεκαετίες. Η επιλογή ΕΕ σήμαινε την αλλαγή του πλαισίου δράσης, την αναζήτηση ενός νέου «γηπέδου» ώστε νέοι συσχετισμοί δυνάμεων να καταστήσουν την ΕΕ καταλύτη στην προσπάθεια για την επίλυση του κυπριακού. Η διπλωματία που ασκήθηκε στο Ελσίνκι άνοιξε το δρόμο για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Χάρις στο Ελσίνκι και το κύρος που διέθετε ο Κ. Σημίτης, η Κύπρος ξεπέρασε τις ενστάσεις ισχυρών χωρών (Γαλλία, Μ. Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία) και τελικά εγκρίθηκε η ένταξή της από όλα τα εθνικά κοινοβούλια. Η διεύρυνση των δέκα ολοκληρώθηκε την 1η Μαίου 2004. Η διαδικασία της Χάγης σχετικά με την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο σκόνταψε στην απροθυμία Καραμανλή να εφαρμόσει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε τον Δεκέμβριο του 2004. Το «Δόγμα Μολυβιάτη» επέβαλλε αδράνεια, παραπομπή στις καλένδες, αποφυγή ανάληψης ευθύνης. Έτσι η Τουρκία, αξιοποιώντας την πολιτική της αδράνειας που εφάρμοσε ο Κ. Καραμανλής, έθεσε στο περιθώριο το πλαίσιο που δημιούργησε το Ελσίνκι, και έτσι έως σήμερα όλα βρίσκονται στο ψυγείο.
Η αναφορά στο Ελσίνκι ευθέως αφορά το σήμερα γιατί το πολιτικό του περιεχόμενο διατηρεί την επικαιρότητά του. Η διπλωματία τύπου Ελσίνκι λειτουργεί ως «πολιτική win-win». Δηλαδή για να υπάρχουν πιθανότητες για λύσεις χρειάζεται να δημιουργούνται ισορροπίες που να δίνουν πλεονεκτήματα σε περισσότερο από ένα παίκτες (λ.χ. απρόσκοπτη ένταξη της Κύπρου/προώθηση της υποψηφιότητας της Τουρκίας). Η πολιτική «υποδομή» του Ελσίνκι μπορεί να αξιοποιηθεί και σήμερα- ασφαλώς μέσα σε διαφορετικό και πιο πολύπλοκο περιβάλλον. Χρειάζεται μελέτη των συσχετισμών, ανάλυση της τουρκικής πολιτικής, και ισχυρή βούληση για δημιουργία του πιο αποδοτικού- υπό τις περιστάσεις- σχεδίου. Εκτιμώ ότι το περιεχόμενο ενός «νέου Ελσίνκι» θα μπορούσε να περιλαμβάνει την πρόταση «επίλυση στο κυπριακό έναντι αναζωογόνησης της τουρκικής υποψηφιότητας». Μια πρόταση ολιγότερο ισχυρή από εκείνη του Ελσίνκι, αφού αρκετά στοιχεία έχουν διαφοροποιηθεί προς το χειρότερο: θέσεις Βερολίνου-Παρισίων για Ειδική Σχέση ΕΕ-Τουρκίας, πιο αδύναμα κίνητρα για την Άγκυρα, νέοι συσχετισμοί στην ΕΕ, άλλη εποχή με άλλους ηγέτες. Είναι όμως μια χρήσιμη σύμπτωση συμφερόντων που η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν στο ευρωπαϊκό πεδίο. Σήμερα ο διάλογος που διεξάγεται στην Κύπρο ανάμεσα στο Δ. Χριστόφια και τον Μ. Α. Ταλάτ δεν έχει την αναγκαία ευρωπαϊκή ομπρέλα. Η ΕΕ δεν συμμετέχει με τα δικά της μέσα για να επιλύσει ένα κατ’ εξοχή ευρωπαϊκό πρόβλημα όπως το κυπριακό. Αυτό δυσκολεύει τη διαπραγμάτευση, της στερεί την πολύτιμη ύλη, εκείνη που θα μπορούσε να το θέσει μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα.
Δέκα χρόνια μετά το Ελσίνκι, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος σε μικροκομματικές σκοπιμότητες, σε μικρότητες, χάθηκαν ευκαιρίες για επιτάχυνση εξελίξεων όπως οι συμπτώσεις συμφερόντων που δημιουργούσε η 3η Οκτωβρίου 2005 ή η αξιολόγηση της Τουρκίας στις 11 Δεκεμβρίου 2009. Η Ελλάδα πέρασε στην εποχή της κατ’ επιλογή αδράνειας. Η Κύπρος δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει συγκυρίες γιατί ένα τμήμα της ηγεσίας της δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με τα προτάγματα της νέας εποχής. Προτίμησε -από κεκτημένη ταχύτητα- την πολιτική της στασιμότητας και της καταγγελίας μπροστά στην πιθανότητα να αντιμετωπίσει την αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος και τις ευνοϊκές συγκυρίες για την επίλυση του κυπριακού μαζί με την ΕΕ.