Έβρο ή Χάγη; Δίλημμα μόνο για παίχτες!
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πάρει αρνητική τροχιά. Η σύλληψη οκτώ τούρκων στρατιωτικών που συνδέονται με το πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία από τις ελληνικές αρχές, καθώς και η κράτηση των δύο ελλήνων στρατιωτικών που πέρασαν το σύνορο στον Έβρο, έχει επισκιάσει κάθε μορφή επικοινωνίας. Η ατμόσφαιρα παίρνει νέες, αρνητικές διαστάσεις. Η σημασία της επικέντρωση στο τρέχον ενέχει τη δική της αξία, αλλά το μείζον βρίσκεται στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αντίληψης των πραγμάτων με στόχο την αλλαγή τους. Τι μπορεί να γίνει;
Πρώτο, η ελληνική κυβέρνηση χειρίζεται τα ζητήματα που συνδέονται με την Τουρκία ή που ανακύπτουν στην πορεία, κατά έναν «αντανακλαστικό» τρόπο. Μια σχέση με πυκνά και δύσκολα θέματα δεν μπορεί να υποκύπτει στο «συγκυριακό», καθώς η πολιτική της αδράνειας οδηγεί στο ανάποδο αποτέλεσμα-το συγκυριακό να «καλύπτει» το στρατηγικό.
Δεύτερο, η Αθήνα μπορεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων αν γίνει ένας ηγέτης της ευρωτουρκικής σχέσης, αν εκείνη καθοδηγεί ένα κύριο τμήμα της και εάν την εντάξει σε μια στρατηγική. Δηλαδή ένα «Ελσίνκι» με σημερινές προδιαγραφές.
Τρίτο, αυτό για να προχωρήσει σημαίνει πολιτική θέληση για επανεκκίνηση της διαδικασίας του διαλόγου με την Τουρκία με στόχο την παραπομπή της ελληνοτουρκικής διαφοράς της σχετικής με την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με άλλα λόγια, η Αθήνα να πιάσει το νήμα της διαδικασίας εκεί που το άφησε το δίδυμο Καραμανλή-Μολυβιάτη τον Δεκέμβριο του 2004. Ο σχετικός φάκελος είναι πλήρης, αλλά μόνο αν θέλεις να αλλάξεις την κατάσταση μπορείς να κινήσεις τη διαδικασία.
Τέταρτο, τα σημεία δύο και τρία είναι αλληλένδετα. Το ένα στηρίζει το άλλο και μόνο αν προσεγγισθεί ως σύνολο, μπορεί να οικοδομήσει μιαν πολιτική κατεύθυνση που να υπηρετεί τόσο τα ζητήματα της ειρήνης και της σταθερότητας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, όσο και τα ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα στην περιοχή. Το περιεχόμενο αυτής της διασύνδεσης σήμερα, είναι πιο αδύναμο σε σχέση με το 2004. Αλλά διατηρεί τη βαρύτητά της, και είναι σε θέση να κινήσει σοβαρές εξελίξεις.
Πέμπτο, θυμίζω ότι όλοι οι πρωθυπουργοί της ελληνικής μεταπολίτευσης (Κ. Καραμανλής, Γ. Ράλλης, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης, Κ. Σημίτης), υποστήριζαν με συνέπεια την προσφυγή στο Δ.Δ. της Χάγης σχετικά με την επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο. Ο Κ. Σημίτης κατάφερε να θέσει το ζήτημα σε άλλη βάση στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999. Κατάφερε να προσδώσει στο ζήτημα ισχυρή ευρωπαϊκή σφραγίδα σε διασύνδεση με τις ενεργητικές πολιτικές για τη διεύρυνση που εφάρμοζε η ΕΕ. Έτσι συμφωνήθηκε να δοθεί μια περίοδος από πέντε χρόνια για τις διμερείς προσπάθειες, και αν αυτό δεν απέδιδε καρπούς, τα δύο μέρη συμφώνησαν να προσφύγουν στο Δ.Δ. της Χάγης-Δεκέμβριος του 2004.
Έκτο, οι συνομιλίες ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα έφτασαν στην πιο σημαντική τους στιγμή το 2003. Οι δύο χώρες επεξεργάστηκαν τον σχετική φάκελο τόσο σε τεχνοκρατικό επίπεδο όσο και πολιτικό και έτσι ετοίμασαν το έδαφος για την από κοινού προσφυγή στη Χάγη. Οι εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα οδήγησαν σε πρόωρες εκλογές τον Μάρτιο του 2004. Το αποτέλεσμα έφερε «το τέλος μιας στρατηγικής». Ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε την πολιτική του Ελσίνκι και όλα γύρισαν στην πεπατημένη.
Έβδομο, τι είναι εκείνο που εμποδίζει έλληνες πρωθυπουργούς (από το 2004 έως σήμερα) να ακολουθήσουν μια πάγια στρατηγική των προηγουμένων πρωθυπουργών-από το 1974 έως το 2004; Κυρίως ο «φόβος» να πάρουν αποφάσεις, ο «φόβος» να ακολουθήσουν μιαν πολιτική που δίνει λύσεις, αλλάζει τα δεδομένα, απελευθερώνει κοινωνικούς πόρους και εξυγιαίνει μιαν πολιτική ατμόσφαιρα. Στη «μικρή» περίπτωση επικρατούν οι καταγγέλλοντες δημαγωγοί και οι επαγγελματίες της διγλωσσίας. Στην άλλη περίπτωση, θα επικρατήσουν όσοι έχουν σημαντικά πράγματα να προτείνουν για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Λάρκος Λάρκου