Φράκον απο δύο βάρκες
Καμμιά φορά είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχουν πολιτικά ρεύματα στην Κύπρο που αγωνιούν μήπως δημιουργηθούν προϋποθέσεις για θετικές ειδήσεις στο κυπριακό. Ωστόσο, οι αντιδράσεις μιας ορισμένης σχολής σκέψης στις εξέλιξεις γύρω από τη συνάντηση Αναστασιάδη-Ακιντζί με τον ΓΓ του ΟΗΕ Μπα-κι Μουν στο Νταβός, αυτό δείχνει. Με τον πλέον καθαρό τρόπο αναζητούν διάφορες προσχηματικές κορόνες με μόνο στόχο την αποδυνάμωση μιας προσπάθειας ή την αναστροφή της πολιτικής ατζέντας. Το ερώτημα ασφαλώς δεν είναι η διαφωνία, ούτε και η κινδυνολογία. Το βασικό ερώτημα είναι ποια πρόταση διατυπώνουν, τι ακριβώς επιδιώκουν, πότε και με ποιους θα το πραγματοποιήσουν. Η δημόσια συζήτηση δεν κρίνεται από μια προσπάθεια για την επίλυση, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η διαπραγμάτευση ή τις προοπτικές που ανοίγει η δυνατότητας μιας θετικής κατάληξης των συνομιλιών. Κρίνεται και από όσα μερικές δυνάμεις θέλουν, αλλά δεν τολμούν να το πουν δημόσια. Κρίνεται και από το μη αποκρυβόμενο άγχος μήπως κάτι πάει καλά στις συνομιλίες, μήπως σημειωθεί πρόοδος και οι βεβαιότητες αποσυντονιστούν. Κρίνεται από όσα διαφωνούν και απορρίπτουν και από όσα αποφεύγουν να διευκρινήσουν ή να αντιπροτείνουν. Κρίνεται από την μη αποκρυβόμενη διγλωσσία: να προτιμάς την ακινησία, αλλά να μην έχεις το θάρρος να πεις την αλήθεια γιατί πατώντας πάνω σε δύο βάρκες, πιθανό, να (νομίζεις) ότι κερδίζεις πέντε ψήφους παραπάνω.
Η πολιτική της περιχαράκωσης έχει οπαδούς, έτοιμους να υπερασπιστούν την πολιτική της ακινησίας, έτοιμους να σχολιάσουν το συγκυριακό και πεισματικά αρνούμενους να αναλύσουν τις εξελίξεις μέσα από την προοπτική του χρόνου. Αναζητούν την περιχαράκωση μέσα από την αντίληψη ότι ο πολιτικός χρόνος και οι συσχετισμοί επί του εδάφους παραμένουν ακίνητα, εγκλωβισμένα σε εγκεφαλικές επινοήσεις και αδιατάρακτες εμπνεύσεις. Λοιπόν, η ελληνική ιστορία διαθέτει σημαντικά δείγματα ανάλογης συμπεριφοράς. Ως θεατές ελπίζουν πάνω στο αδιέξοδο και επενδύουν στην κινδυνολογία για να δικαιωθούν πάνω σε μια αρνητική εξέλιξη, θέλουν δικαίωση πάνω στα ερείπια χωρίς να ενδιαφέρονται να καταβάλουν την αναγκαία, πλήρη και ειλικρινή προσπάθεια για την αποφυγή των κινδύνων που συνεπάγεται η στασιμότητα. Χωρίς να ρισκάρουν κάτι, που, ενδεχομένως να σημαίνει τερματισμό της κατοχής, ρήξη με την ακινησία, ανατροπή.
Το παράδειγμα που περιγράφει ο Γ. Βλάχος κινείται στη δική του σφαίρα αφήγησης. Είναι μοναδική ως ιστορική αποτύπωση. Ωστόσο, ψήγματά της επιζούν, θυμίζουν ορισμένες κυπριακές συμπεριφορές.
Ο Γεώργιος Βλάχος στην «Καθημερινή» της Αθήνας (25 Αυγούστου 1922) γράφει ένα μοναδικό άρθρο για τον Ιωάννη Μεταξά- τον μετέπειτα δικτάτορα. Ο Ι. Μεταξάς προφήτευε την μικρασιατική καταστροφή.
Ο Γ. Βλάχος του απαντά: «Έρχεσθε σεις με το κύρος σας και εγώ με την πέννα μου, να το ειπούμε εις τον κόσμο;» Η απάντηση του Ι. Μεταξά ήταν να σιωπά και να περιμένει. Όταν η καταστροφή ήρθε, ο Ι. Μεταξάς κτυπά την πόρτα της Ελλάδας. Ο Γ. Βλάχος γράφει τον εκπληκτικό διάλογο.
«Ελλάδα: Τι θέλετε;
Ι. Μεταξάς: Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω Πρωθυπουργός. Έχω τα χαρτιά μου εντάξει: «Τα έχω ειπή».
Αλλά η Ελλάς έχει εργασίαν, μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε, θα έπαιρνε την σκούπα ναι θα του έλεγε εκεί, εις την οδόν:
– Φύγε απ’ εδώ. Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσεις πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φυγ’ απ’ εδώ ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμών της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτά θα έλεγε εις τον Αρχιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα».
(Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Β, σελ. 240).