FYROM ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Τα πρόσωπα έχουν ανάμειξη στη κρίση στη FYROM. Κάθε πρόσωπο έχει πίσω του την πολιτική βούληση για επίλυση της κρίσης. ΝΑΤΟ και Ε.Ε.αποφασίζουν και έχουν “Ειδικούς Απεσταλμένους”. Από το ΝΑΤΟ ο Πήτερ Φέϊθ και από την Ε.Ε. ο Φρανσουά Λεοτάρ με το τίτλο του “peace-envoy” -απεσταλμένος για την ειρήνη. Ταυτόχρονα το ΝΑΤΟ ενισχύει τη παρουσία του και με ειδικό μεσολαβητή, τον Τζέιμς Πάρντον. Έστω και χωρίς ιδιαίτερη αξία ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΑΣΕ (Οργάνωση για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) Μαξ Βαν Ντερ Στουλ έκανε τη συμβολική του παρουσία στη πρωτεύουσα Σκόπια. Τέσσερις μεσολαβητές που εκπροσωπούν τις δυνάμεις εκείνες που έχουν τα μέσα (πολιτικά, στρατιωτικά, νομικά) για να προωθήσουν συμβιβασμούς, πρακτικές ειρήνης σε περιφερειακές διενέξεις. Το τέλος της κρίσης χαιρετίζεται δια της ζωντανής παρουσίας στα Σκόπια τόσο του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Τ.Robertson, όσο και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. στο τομέα της ΚΕΠΠΑ Η.Solanas. Στις 13 Αυγούστου του 2001 υπογράφεται στα Σκόπια η Συμφωνία ειρήνης.

Η περιήγηση στα ονόματα δηλώνει τη βούληση της Ευρώπης να μην επαναλάβει τον εαυτό της, τουλάχιστον σε σχέση με το Κόσσοβο. Αυτό είναι ένα βήμα προς τα εμπρός, εκφράζει μια πρόοδο που επιτυγχάνεται με τη συνεργασία Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Αυτό το καλό μήνυμα δεν ισχύει για δεκαετίες τώρα στη περίπτωση της Κύπρου. Το Κυπριακό ασφαλώς και διαθέτει μεσολαβητές, απεσταλμένους, κλπ. Τόσο το επίπεδο τους, όσο και το βάρος της εκπροσώπησης τους είναι δηλωτικό διαθέσεων και επιλογών. Όταν το Κυπριακό είναι χαμηλά στην ατζέντα των Προέδρων των ΗΠΑ, αρκεί ένας δικηγόρος τύπου Γουέστον για να καλυφθεί το κενό. Προεδρικός απεσταλμένος υπάρχει (κατ΄ακρίβειαν υπήρχε), και το Κυπριακό παραμένει χωρίς την παραμικρή πρόοδο.

Η σύγκριση ανάμεσα στη FYROM και το Κυπριακό είναι αναπόφευκτη. Στη πρώτη, υπήρξε μια συγκεκριμένη πολιτική βούληση που κορυφώθηκε στις 13 Αυγούστου, στη δεύτερη διαπιστώνεται για δεκαετίες ο φόβος να ασχοληθούν με την ουσία ενός θέματος όπου η προηγούμενη εμπειρία έλεγε πως όποιος μπει στα βαθιά νερά του “θα κάψει τα χέρια του”. Έτσι, όλοι ή σχεδόν όλοι, κρύβονται πίσω από τις όποιες δυνατότητες έχει ο ΟΗΕ, δηλώνουν πίστη στις περιορισμένες δραστηριότητες του και, έτσι, εμφανίζονται να έχουν κάποια άποψη στο ζήτημα. Στην ουσία αρνούνται τις δικές τους ευθύνες, και παραπέμπουν τις όλες εξελίξεις στο χρόνο. Ο ΟΗΕ λειτούργησε για χρόνια ως ένα λειτουργικό άλλοθι για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις (Αγγλία-Γαλλία και πιο ύστερα Γερμανία).

Τώρα, όμως, αυτή η παραδοσιακή άρνηση ορισμένων ισχυρών στην Ε.Ε. -με παραπομπή στον Ο.Η.Ε. ή στις επιλογές της Ουάσιγκτον- είναι κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου. Η Κύπρος είναι στην πρώτη σειρά του επόμενου κύματος διεύρυνσης της Ε.Ε. και το Κυπριακό αποτελεί εξανάγκης ένα Ευρωπαϊκό ζήτημα πρώτης κατηγορίας. Με βάση την Ευρωπαϊκή έννομη πραγματικότητα είναι εκτός κάθε λογικής, να βλέπουμε την υψηλή εποπτεία του Χ.Σολάνας στο ζήτημα της FYROM,το διορισμό του Φ.Λεοτάρ ως μεσολαβητή στο ίδιο ζήτημα και την ίδια στιγμή να απουσιάζει κάθε ενδιαφέρον του Υπάτου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της Ε.Ε. σε σχέση με το Κυπριακό. Από την εποχή του παρατηρητή της Ε.Ε: Σερζ Αμπου (1995), ουδείς έδωσε θεσμική συνέχεια. Η σιωπή, ή η άρνηση να πάρει θέση η Ε.Ε. στα δύσκολα που έρχονται, δεν οδηγεί σε διευθετήσεις, σε βιώσιμους συμβιβασμούς, σε προόδους. Η σιωπή από εδώ και πέρα δεν είναι χρυσός. Άλλωστε το 2004 είναι πολύ κοντά.