Γενοκτονία και μετανάστευση
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στο αθηναϊκό ΒΗΜΑ στις 19 Αυγούστου «επιστολή προς τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, με την οποία ζητούν στο υπό ψήφιση αντιρατσιστικό νομοσχέδιο να εξομοιωθεί η Γενοκτονία των Χριστιανών της Ανατολής (Ποντίων, Μικρασιατών, Αρμενίων και Ασσυρίων) με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, απέστειλαν 38 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Ειδικότερα, προτείνουν στο νομοσχέδιο, που θα εισαχθεί προς ψήφιση στο Β’ Θερινό Τμήμα της Βουλής την επόμενη εβδομάδα, να αντιμετωπίζεται ως αδίκημα η άρνηση της Γενοκτονίας των Χριστιανών, «όπως πολύ ορθά αντιμετωπίζεται και η άρνηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων».
«Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης αποτελεί ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, που πολλοί από εμάς, τους απογόνους εκείνων που μαρτύρησαν, την ακούσαμε και τη μάθαμε όχι μόνο από ιστορικές καταγραφές, αλλά και από τα βιώματα και τις ζωντανές αφηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων μας και φυσικά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν» τονίζουν στην επιστολή τους οι βουλευτές της ΝΔ. Επικαλούνται δε σχετική δέσμευση του υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου και επισημαίνουν ότι από το Φεβρουάριο του 1994, η Βουλή, με ομόφωνη απόφασή της, έχει αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Ποντίων»
Η συνέρχεια από την ηλεκτρονική ΜΕΤΑΡΡΥΜΘΙΣΗ, δυο ημέρες μετά-21/8: « Ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου, «καθιστά σαφές ότι ισχύει απόλυτα η δέσμευσή του στην επιτροπή της Βουλής ότι «η κακόβουλη άρνηση ή ο ευτελισμός και των γενοκτονιών που το ελληνικό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει, θα αντιμετωπίζεται ρητώς με την τελική διαμόρφωση της σχετικής διάταξης, ως αδίκημα, όπως το ολοκαύτωμα ή οι γενοκτονίες που διεθνή ή ελληνικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις». «Ως εκ τούτου δεν υφίσταται λόγος ανησυχίας για το θέμα αυτό», καταλήγει στη δήλωσή του. Σύμφωνα με πληροφορίες, η προσθήκη αυτή, η οποία θα έχει τον χαρακτήρα «νομοτεχνικής βελτίωσης», καλύπτει πλήρως το αίτημα των 38 βουλευτών, οι οποίοι είχαν ζητήσει από τον πρωθυπουργό να παρέμβει έτσι ώστε να υλοποιηθεί η δέσμευση του κ. Αθανασίου. «Αν αυτό δεν τηρηθεί», τόνιζαν στην επιστολή τους προς τον κ. Σαμαρά, «θα σημαίνει στην πράξη την άρνηση της Γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολής, την αυτοαναίρεση της Βουλής των Ελλήνων, γεγονός το οποίο δεν μπορούμε να αποδεχθούμε».
Το σχόλιο του καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Α Α. Λιάκου θέτει το ζήτημα σε μια διαφορετική βάση, μια βάση που εκτιμώ ότι είναι τεκμηριωμένη, σύγχρονη, σοβαρή:
«Η τιμωρία όσων αρνούνται ότι έγινε μια γενοκτονία, ή μειώνουν τη σημασία της, είναι ένα βήμα παραπέρα. Καθορίζει κανόνες μνήμης. Τι και πώς οφείλουμε να θυμόμαστε και τι όχι. Πολλοί ιστορικοί έχουν αντιδράσει, θυμίζω την έκκληση της Blois «Libertι pour l’histoire» το 2009 που καταδικάζει παρόμοιους νόμους ως περιοριστικούς της ελευθερίας της έρευνας και της έκφρασης γνώμης, και ζητά την ανάκλησή τους. Εκείνο στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι να καταδικάζεται ο λόγος του μίσους για τα θύματα και ο εγκωμιασμός των εγκλημάτων. Και αυτό σημαίνει την καταδίκη του λόγου του μίσους (hate speech) όχι μόνο για τα θύματα των γενοκτονιών, αλλά για όλα τα θύματα που υπέστησαν βίαιο θάνατο εξαιτίας της φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή γενετήσιας ιδιαιτερότητάς τους.
Τα παραπάνω δεν αποσκοπούν σε μια διαβάθμιση εγκλημάτων, ούτε κάποιοι νεκροί βαραίνουν περισσότερο ή λιγότερο από τους άλλους. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι πως οι διατάξεις στο νομοσχέδιο για τον ρατσισμό που διαχέουν το αδίκημα της άρνησης των γενοκτονιών, όπως στην περίπτωση των Ποντίων και των Μικρασιατών, στην πραγματικότητα εξουδετερώνουν τον λόγο που μπαίνουν σε ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Και επίσης, η πράξη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή τι θα ονομαστεί και τι θα συμπεριληφθεί ως γενοκτονία, εργαλειοποιεί τη μνήμη και προσβάλλει τους νεκρούς γιατί τους βάζει στη ζυγαριά της διαπραγμάτευσης. Η μνήμη και ο σεβασμός στους νεκρούς δεν έχει ανάγκη κανονικοποίησης μέσω του νόμου. Ο σεβασμός κερδίζεται με το να σκύψουμε πάνω στις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα τρομερά εγκλήματα, και κυρίως στην εμπειρία των ανθρώπων που τα υπέστησαν. Η αναγνώριση αυτής της εμπειρίας, η ενσυναίσθηση αυτών των συνθηκών θα μας ενδυναμώσει ιστορικά ώστε να αντιταχθούμε σε όσους διαπράττουν ή καλλιεργούν το κλίμα για εγκλήματα εναντίον των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σήμερα». (Μεταρρύθμιση, 21 Αυγούστου).
Την προηγούμενη ημέρα η ίδια η σύνταξη της «Μεταρρύθμισης» πήρε θέση επί του θέματος:
«Οι πολιτικές δυνάμεις που έδωσαν μάχες για να αποκτήσουμε μια αντιρατσιστική νομοθεσία συμβατή με το ευρωπαϊκό παράδειγμα ήθελαν να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του σκοταδισμού. Αντίθετα, κόμματα και βουλευτές που προσπάθησαν για το αντίθετο υποδήλωναν με τη στάση τους ότι δεν θεωρούν μείζον ζήτημα την καταπολέμηση του ρατσισμού και της λογικής του ναζισμού, που στηρίζεται στην αμφισβήτηση του ολοκαυτώματος.
Εχει, λοιπόν, σημασία να αναζητήσει κανείς τα κίνητρα 38 βουλευτών της ΝΔ που ζητούν να αντιμετωπίζεται ως αδίκημα η άρνηση της Γενοκτονίας των Χριστιανών της Ανατολής ( Ποντίων, Μικρασιατών, Αρμενίων, Ασσυρίων) και να περιληφθεί σχετική διάταξη στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που εισάγεται προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής (Β΄ θερινό τμήμα) στις 26 και 27 Αυγούστου. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινωνικό πρόβλημα με την αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Ποντίων, αλλά με την έκρηξη του νεοναζισμού. Οι βουλευτές της ΝΔ προφανώς και το γνωρίζουν αλλά μπλέκοντας ασύνδετα θέματα μεταξύ τους επιχειρούν έναν απαράδεκτο συμψηφισμό που κατατείνει στην κολακεία του ακροδεξιού εκλογικού σώματος».
Επί της ουσίας η εξής παρατήρηση: η ιστορία είναι γεγονότα, αποδείξεις, τεκμηρίωση με βάση τις πηγές, ερμηνεία, εξήγηση των φαινομένων. Η αντίληψη ότι μπορούμε να κάνουμε τα ιστορικά γεγονότα, αντικείμενο δικαστικής κρίσης, αποτελεί μια στρέβλωση που δεν έχει να κάνει με την ιστορία ως επιστήμη εξήγησης των περασμένων. Στη δική μου άποψη η πρωτοβουλία των «38», δεν οδηγεί πουθενά γιατί η δικαστική εξουσία δεν καθορίζει ή δεν αντικαθιστά τη βάσανο, τα ντοκουμέντα και την επακόλουθη ερμηνεία τους. Και αν ψηφιστεί ο νόμος των «38», θα μείνει στα συρτάρια καθώς όλοι γνωρίζουν «ότι από το Φεβρουάριο του 1994, η Βουλή, με ομόφωνη απόφασή της, έχει αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Ποντίων».
Σήμερα η Ελλάδα έχει ανάγκη από άλλες πολιτικές και άλλους πολιτικούς. Η σημερινή τραγωδία, φαίνεται ότι δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ενδοσκόπηση, ή πολύ περισσότερο σε αναθεώρηση πρακτικών που οδήγησαν στο κενό. Τα δείγματα γραφής παραμένουν πολλά, και αντιφατικά. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λ. Τσούκαλη «ευτυχώς, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Είναι πολλά τα φωτεινά παραδείγματα εκείνων που πρωτοπορούν, δημιουργούν, καινοτομούν. Αυξήθηκαν σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης, τόσο στον χώρο της οικονομίας όσο και στη λεγόμενη κοινωνία των πολιτών. Στις επιστήμες και τις τέχνες, παραμένει δυσανάλογα μεγάλος ο αριθμός των Ελλήνων που διαπρέπουν διεθνώς. Και υπάρχουν τόσοι άλλοι που δουλεύουν τίμια και σκληρά και κρατάνε ακόμα τη χώρα όρθια. Αυτή είναι η άλλη Ελλάδα που αντιστέκεται. Σε αυτήν περιλαμβάνεται ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης γενιάς. Δυστυχώς όμως, όλο και πιο πολλοί επιλέγουν, όπως παλιά, τον δρόμο της μετανάστευσης, γιατί οι δρόμοι εδώ είναι μπλοκαρισμένοι από μια καφκική γραφειοκρατία, ένα πολιτικό σύστημα αναξιοκρατικό και φαύλο, από μικρές και μεγάλες συντεχνίες και μια οικονομική ολιγαρχία που βρίσκεται πάντα στο απυρόβλητο. Η χώρα χρειάζεται μια ειρηνική επανάσταση, τίποτα λιγότερο. Και χρειάζεται ηγέτες που θα εμπνεύσουν και θα κινητοποιήσουν τις υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου. Ωρίμασαν οι συνθήκες, ή μήπως περιμένουμε το θαύμα;».