Γκάλοπ και εξωτερική πολιτική.
Το παράδειγμα ισοδυναμεί με την ίδια την ανάλυση: πριν την Μικρασιατική Καταστροφή (1922), υπήρχαν προτάσεις που πιθανώς να απέτρεπαν την πλήρη κατάρρευση του μετώπου και την αποτροπή της μεγαλύτερης τραγωδίας που έζησε ο ελληνισμός στη μακραίωνη διαδρομή του. Η τότε πολιτική ηγεσία υπό το φως πιθανών αντιδράσεων από μερίδα πολιτών, υπό την πίεση του πολιτικού κόστους σιώπησε, αδράνησε, παρέλυσε. Η συνολική τραγωδία επήλθε και εξαιτίας αυτής της στάσης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Σε διάφορα στάδια και σε διαφορετικές περιπτώσεις πολιτικοί ηγέτες συνέβαλαν στη λήψη λανθασμένων αποφάσεων κάτω από το βάρος που δημιουργούσαν οι ζητωκραυγές του πλήθους (1897), ή αρνήθηκαν να λάβουν έγκαιρα αποφάσεις κάτω από το φόβο του πολιτικού κόστους (1922). Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: απώλεια εθνικής ισχύος, συρρίκνωση του ελληνισμού, ενδυνάμωση του «ελλαδισμού» εις βάρος του ευρύτερου ελληνισμού.
Ο κορυφαίος ιστορικός Θουκυδίδης έδωσε τη δική του εκδοχή στα πράγματα, περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά του υπεύθυνου ηγέτη, του αντιλαϊκιστή ηγέτη, του Περικλή: « δεν μιλάει στο πλήθος προς ηδονήν», και δεν διστάζει «και προς οργήν τι αντειπείν».
Αναμφίβολα αυτό το είδος πολιτικού σπανίζει στην νεοελληνική ιστορία. Ίσως αυτό να εξηγεί το γιατί οι επιτυχίες στη διπλωματική ιστορία είναι ολιγότερες και οι αποτυχίες μάλλον κυρίαρχες.
Σήμερα τα δεδομένα που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα στην άσκηση της πολιτικής έχουν αλλάξει και νέα στοιχεία κυριαρχούν στον πολιτικό αγώνα όπως λ.χ. η παρέμβαση στην πολιτική ατζέντα των ΜΜΕ-κυρίως των ηλεκτρονικών- και ασφαλώς οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης. Ο ρόλος λ.χ. των ΜΜΕ ήταν απολύτως κυρίαρχος για το πώς εξελίχθηκε η κρίση στα Ίμια το 1996. Ο ρόλος λ.χ. των δημοσκοπήσεων ήταν καθοριστικός για πώς οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπησαν το ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων.
Σε ορισμένους πολιτικούς ηγέτες είναι βαθιά πεποίθηση ότι οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης είναι ο «μπούσουλας» με τον οποίο πρέπει να διαχειρίζονται τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η αντίληψη είναι βαθιά φοβική και εξηγεί γιατί σημειώνεται –με την πάροδο του χρόνου- απώλεια εθνικής ισχύος. Υπό το βάρος δημοσκοπήσεων, η τότε ελληνική κυβέρνηση Μητσοτάκη (1992) αρνήθηκε την εθνικά επωφελή λύση για σύνθετη ονομασία στο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Υπό το βάρος μιας σκληρής πίεσης στο χώρο των ΜΜΕ που άσκησε πάνω στη διαφορετική άποψη η κυβέρνηση Παπαδόπουλου (2003-07), ατόνησε η δημόσια συζήτηση για τις πραγματικές προθέσεις του στο κυπριακό για να φθάσουμε να γίνεται το 2008 λόγος για κίνδυνο διχοτόμησης της Κύπρου.
Η υπεράσπιση μιας εθνικής υπόθεσης είναι μια βαθειά και πολύπλοκη διαδικασία. Απαιτείται ισχύς (διπλωματική, αμυντική, οικονομική). Απαιτείται διεθνής δράση, δημιουργία ενός περιβάλλοντος που να βοηθά τη δική σου θέση (συμμαχίες, αποφάσεις της ΕΕ, στήριξη στον ΟΗΕ). Απαιτείται η δράση μιας διπλωματικής υπηρεσίας που να γνωρίζει και να αναλύει όλες τις πτυχές του προβλήματος και τις αντιδράσεις των αντιπάλων δυνάμεων.
Στη συγκυρία που η πολιτική ηγεσία εκτιμά ότι απαιτείται η λήψη μιας απόφασης, χρειάζεται να λειτουργήσει κατά τρόπο υπεύθυνο. Να διεκδικήσει το καλύτερο, να διαπραγματευτεί το βέλτιστο, να αναλύσει το διεθνοπολιτικό περιβάλλον, τους συσχετισμούς δύναμης, να συνεκτιμήσει τη σχέση ωφελείας-κόστους, να αναλύσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και να αναλάβει τις ευθύνες της ως εκλεγμένη, υπεύθυνη ηγεσία. Να πάρει αποφάσεις με μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον, να είναι σε θέση να αντικρούσει την άρνηση και τη δημαγωγία, να μπορεί να υπερασπίζεται με ορθολογικό τρόπο εκείνο που υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Η κοινή γνώμη πείθεται, υποστηρίζει κάθε πολιτική εξέλιξη που ακολουθεί τους πιο πάνω βασικούς κανόνες. Τα κείμενα της Ζυρίχης (1959) είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου οι κύπριοι πολίτες διαφοροποίησαν την άποψή τους με την άσκηση της δημόσιας πειθούς δίνοντας τη θετική ψήφο τους στο Μακάριο (1960).
Εντέλει όλα είναι θέμα αντίληψης για τον πολιτικό αγώνα. Γιατί συμμετέχει κανείς, τι θεωρεί ως προτεραιότητές του, τι αξιολογεί ως πρωτεύον, τι αξιολογεί ως σημαντικό για να μείνει ως η υστεροφημία του. Εάν αγωνίζεται για να επιτύχει σημαντικούς, συνταγματικούς στόχους ή εάν ενδιαφέρεται για να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που η εξουσία συχνά παρέχει. Εάν πρόσεξε τον Θουκυδίδη, ή εάν άκουσε για τον Ηρόδοτο.