Γραμμές και αντιφάσεις
Το τελευταίο διάστημα γέμισε η πολιτική επικαιρότητα με ορολογίες του τύπου «σκληρή» γραμμή, «μαλακή γραμμή» κλπ. Γέμισαν τα ερτζιανά από ηχηρές διακηρύξεις από κήρυκες που αυτοαναγορεύονται οπαδοί της «σκληρής γραμμής» αλλά που δεν αισθάνονται την ανάγκη να μας πουν τι προτείνουν, πότε και πώς θα επιτύχουμε τον ένα ή τον άλλο στόχο. Κόμματα με μηδενική απήχηση στο χώρο της ΕΕ εμφανίζονται ως οι πιο μαχητικοί αντίπαλοι της κατοχής την ίδια ώρα που δεν μπορούν να πείσουν ούτε έναν ευρωβουλευτή στους σχεδόν 800 να επισκεφθεί την Κύπρο. Τους ενδιαφέρουν οι εντυπώσεις, οι στιγμιαίες εκλάμψεις, η κομματική και προσωπική τους επιβίωση.
Στη διαχείρηση του κυπριακού δύο βασικές «σχολές» μπορεί να τύχουν αξιολόγησης. Η πρώτη είναι εκείνη που ενδιαφέρεται να διαμορφώσει συσχετισμούς, να πείσει διεθνώς για τις επιδιώξεις της ε/κ πλευράς, να αποκτήσει συμμαχίες, να προσπαθήσει για την καλύτερη Κύπρο, να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής από την εποχή της κατοχής στην εποχή της ελευθερίας. Η άλλη «σχολή» πλειοδοτώντας σε βερμπαλισμό και κατατροπώνοντας την κατοχή με λεκτικές ρουκέττες, ενδιαφέρεται για το κομματικό παίγνιο, τη νομή της εξουσίας και την απόλαυση πρόσκαιρων ωφελημάτων που αυτή παρέχει. Οι δυνάμεις αυτές ενδιαφέρονται για τις εξυπηρετήσεις, δεν αφήνουν –ως γνωστόν- ρουσφέτι να πάει χαμένο και για λόγους αυτοπροστασίας ανακηρύσσουν το διεθνή παράγοντα ως εξ ορισμού εχθρό της υπόθεσής μας και καλούν τους πολίτες σε συστράτευση για να αποκρούσουν τις «μεθοδεύσεις». Το ότι ως χθες υποστήριζαν τη διεθνοποίηση και τη «διεθνή διάσκεψη» στο κυπριακό ολίγον ενδιαφέρει. Προέχει το κομματικό παίγνιο, ποιος θα θυμάται το άλλο;
Αυτή η πρακτική των αλλεπάλληλων αντιφάσεων δείχνει ότι η Κύπρος παραμένει δέσμια μιας ξεπερασμένης πολιτικής κουλτούρας, κουβαλά όλες τις φοβίες μιας τριτοκοσμικής πρακτικής. Αν στο παρελθόν μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει ορισμένες ανασφάλειες, κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει τις σημερινές. Για παράδειγμα το θέμα μιας διάσκεψης για το κυπριακό προκαλεί πλήθος από αντιδράσεις σε διάφορα επίπεδα. Οι χθεσινοί οπαδοί της «διεθνούς διάσκεψης» σήμερα βλέπουν μόνο παγίδες. Αλλά αν κάποιος φοβάται να πάει σε κάποια διάσκεψη για το κυπριακό, γιατί δεν δούλεψε για να αναλάβει η ΕΕ αυτή την πρωτοβουλία; Αν κάποιος επιδιώκει πράγματι να πάμε μπροστά γιατί δεν θέτει το ζήτημα της επίλυσης του κυπριακού σε μια Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ ή και ειδικότερα σε ένα Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών;
Η περιχαράκωση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους στο κυπριακό. Το παιχνίδι του φόβου ή ακριβέστερα το λαθρεμπόριο του φόβου αποτελεί το αποτελεί καταφύγιο κάθε αποτυχημένης πολιτικής. Η Κύπρος έχει ανάγκη την άλλη, τη σύγχρονη εκδοχή της. Έχει ανάγκη από πολιτικές που προωθούν τα συμφέροντα της Κύπρου σε συνάρτηση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στην περιοχή μας, που διασυνδέουν συμφέροντα και συσχετισμούς. Γι’ αυτό ενταχθήκαμε στην ΕΕ, για να αποκτήσουμε συμμαχίες, νέες δυνατότητες για να λύσουμε το κυπριακό, να αντλήσουμε αυτοπεποίθηση σε ένα πλαίσιο που εγγυάται τη σταθερότητα και την ασφάλεια της πατρίδας μας.